Ογδόντα τρία χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τα μεγάλα σαμποτάζ της Κρήτης, στο αεροδρόμιο Καστελλίου, στις 10 Ιουνίου, και στο αεροδρόμιο Ηρακλείου, στις 12 προς 13 Ιουνίου.

Ο σκοπός των δύο σαμποτάζ ήταν να εμποδιστεί η τροφοδοσία του στρατάρχη Ρόμελ στη Μέση Ανατολή, ο οποίος εφοδιαζόταν από τα δύο αυτά αεροδρόμια. Οι επιχειρήσεις οργανώθηκαν από το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής με τη συμμετοχή Ελλήνων σαμποτέρ.

Και για τα δυο σαμποτάζ ευτυχήσαμε να έχουμε καταγράψει τις προφορικές μαρτυρίες πρωταγωνιστών, για μεν το αεροδρόμιο Ηρακλείου, τη μαρτυρία του ηρωικού Κωστή Πετράκη. Για το αεροδρόμιο Καστελλίου, του σημαντικού, επίσης, σαμποτέρ Κίμωνα Ζωγραφάκη, καθώς και του αρχηγού των Ελληνικών Μυστικών Υπηρεσιών, Γεωργίου Δουνδουλάκη.

Σήμερα, επιλέγουμε να μνημονεύσουμε τα γεγονότα, επιλέγοντας ένα απόσπασμα από την προφορική μαρτυρία του Κίμωνα Ζωγραφάκη, όπως μας την έχει αφηγηθεί και έχει εκδοθεί στο βιβλίο μας: «Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος, Το αγγλικό προσωπείο και ο “Black Man”. Αφήγηση Κίμωνα Ζωγραφάκη», εκδόσεις «Ταξιδευτής» και Δήμος Καστελλίου Ηρακλείου, Αθήνα, 2005.

«[…] Λοιπόν, είχαμε κάνει σχέδιο. Ήμουνα εγώ, ο Γιώργης ο Ψαράκης, οι τρεις Εγγλέζοι, ο Γιώργης ο Δουνδουλάκης κι ο Φαλκώνης. Τέσσερις, με το Δουνδουλάκη που ’ρθε κι αυτός μετά απού τον πήραμε απ’ το Αποΐνι, ήρθε και φύγαμε όλοι μαζί.

Είχαμε φτιάξει εμείς από νωρίς, την ημέρα, τσι βόμβες. Εκεί, για πρώτη φορά, μαθαίνω από το λοχαγό πώς λειτουργούν οι βόμβες. Ήτανε όπως το μπικ, τα μολύβια, έχει μέσα ένα σωληνάριο γυάλινο με καυστικό υγρό κι είναι ένα ελατήριο κι ο επικρουστήρας. Κι είναι το καψούλι απ’ την κάτω μεριά, το οποίο το συνδέεις το μολύβι με το φτίλι.

Οι βόμβες ήτανε τυλιγμένες καλά μέσα σε σακουλάκια, σαν τη ζάχαρη, αλλά από παχύ πανί. Από παχύ πανί ήτανε οι βόμβες τυλιγμένες και το φυτίλι εξεχούσε δέκα πόντους έξω απ’ το σακουλάκι. Και συνδέαμε εμείς, τσ’ είχαμε φτιάξει όλες έτοιμες, δεν είχαμε μόνο να πατήσομε το μολύβι. Το μολύβι, όπως το πατάς, είναι χαλκός γύρω-γύρω. Το περίβλημα είναι χαλκός. Πατάμε λίγο το χαλκό και σπάει μέσα το γυάλινο, που ’χει το καυστικό υγρό, τρώει το ελατήριο και πέφτει ο επικρουστήρας.

Σανουδάκης: Σε πόση ώρα από τότε;

Ζωγραφάκης: Γράφει, το κόκκινο ήτανε μιάμιση.

Σανουδάκης: Είχε σημάδια, δηλαδή.

Ζωγραφάκης: Ναι, αμέ; Κι εβάναμε σε όλους κόκκινο και άσπρο. Ήτανε τα πιο γρήγορα. Μιάμιση, μέχρι δυο ώρες. Μέχρι έξι ώρες είχαμε βάλει. Δώδεκα μπήκαμε μέσα, μέχρι τσι έξε. Καλά λέω. Μέχρι έξε ώρες είχαμε βάλει να σκούνε οι βόμβες.

Ο Γιώργης ο Ψαράκης επήρε τα πράματα τα υπόλοιπα και του λέω, “Γιώργη, θα μας περιμένεις στα Κουτσουνάρια εσύ”. Τάδε μέρος, είναι δρόμος, αμαξωτός δρόμος, που πάει στ’ Αμαριανό και στη Μαθιά. Λοιπόν, “θα μας περιμένεις εδώ στα Κουτσουνάρια”, λέω, “εκεί απάνω στον αμαξωτό θα μας περιμένεις”.

Ε, προχωρήσαμε κάτω εμείς, και είναι τώρα ο δρόμος ο αμαξωτός, είναι δυο βράχοι έτσι. Και λέω του Κωστή του Φαλκώνη, “εσύ θα κάτσεις επαέ με το ταχυβόλο. Αν έρθουν από δω οι Γερμανοί, τος-ε-ρίχνεις εσύ. Κι εμείς από πέρα. Αν σωθούμε”. Λέει “εντάξει”. Καθίζει ο Φαλκώνης, ήτανε πεντακόσα μέτρα, εξακόσα, εφτακόσα μέτρα απ’ τ’ αεροδρόμιο.

Επροχωρήσαμε, εγώ, ο Δουνδουλάκης κι οι τρεις Εγγλέζοι. Εγώ πήγα αμέσως, ήξερα από πού θα μπούμε μέσα, ήτανε ένα τρίγωνο του Πατουχομανώλη το λιόφυτο. Χαλκιαδάκη τον λέγανε, αλλά τσι λέγαμε Πατούχηδες τσι Χαλκιαδάκηδες, λέγαμε του Πατουχομανώλη, ήτανε ένα τρίγωνο λιόφυτο, δρόμος από δω, δρόμος από κει κι από δω ήτανε μια βάγκα. Κατάλαβες;

Ήτανε μια βάγκα και πάω και κόβω εγώ τα σύρματα, ήτανε κάπου ενάμισι μέτρο σύρμα. Δυο μέτρα σύρμα είχανε βάλει οι Γερμανοί. Με ύψος γύρω στα ένα ογδόντα, δυο μέτρα περίπου στο ύψος. Κι όλο σύρματα, σύρματα, σύρματα, πολλά σύρματα δηλαδή, αγκαθωτά σύρματα. Και κόβω τον πάτο, επήρα εγώ το ψαλίδι και κόβω, λέω “από παέ θα μπούμε μέσα”.

Επήγαμε όλοι μαζί, τους είπα από πού θα μπούμε μέσα και κόβω τα σύρματα σιγά-σιγά, γιατί είχανε τα ντενεκάκια και ντιν-ντιν-ντιν, πιο κάτω καμιά διακοσαριά μέτρα ήτανε φυλάκιο. Τους ακούγαμε. Ακούγαμε τους Γερμανούς μέσα, γύρω μας, γύρω-γύρω Γερμανοί γεμάτο. Όλο να κατεβεί κάτω μέχρι στο Καστέλλι Γερμανοί. Όλο φυλάκια.

Λοιπόν, κόψαμε τα σύρματα και φύγαμε και πήγαμε καμιά εκατοστή μέτρα πιο έξω απ’ τα σύρματα. Κι εκάτσαμε να καπνίσομε κανένα τσιγάρο, μέχρι να δούμε τ’ αεροπλάνο να ’ρθει. Ε, ακούμε το βόμβο, βλέπομε και ρίχνει ένα πυρσό και λέω εγώ ο βλάκας, λέω “να βγω στην ελιά πάνω να δω τι ζημιά θα κάμει”. Ήμουνα στην ελιά πάνω και πέφτει η βόμβα, απάνω σε αεροπλάνο ήπεσε η βόμβα.

Στόχος, δηλαδή, ένα μυστήριο πράμα. Και γίνεται μια έκρηξη και με πετάει κάτω απ’ την ελιά, με πετάει πιο μακριά απ’ αυτούς. Αλλά ευτυχώς ήτανε καλουριά και δεν ήπαθα πράμα. Και τρέχουνε τώρα ο Γιώργης ο Δουνδουλάκης κι οι Εγγλέζοι να με σηκώσουν, λέω “δεν έχω ’γω πράμα”, εγώ σηκώθηκα αμέσως, “δεν έχω τίποτα μόνο γρήγορα”. Και μπαίνομε μέσα. Μας λέει ο λοχαγός “εσείς δε θα ’ρθετε, δε θα σας αφήσουμε να μπείτε μέσα. Θα μπείτε μέσα και θα περιμένετε εδώ”.

Σανουδάκης: Στην είσοδο.

Ζωγραφάκης: Ναι, στην είσοδο που ’χα κόψει τα σύρματα. Εμπήκαμε μέσα με το Δουνδουλάκη, λέει “δε θα προχωρήσετε”. Εμείς ξέρομε τώρα πού θα πάμε, διότι καθένας πήρε δεκαπέντε βόμβες. Τρεις δεκαπέντε, σαράντα πέντε βόμβες ήτανε. Λέει “τι θα κάνομε”, λέει, “θα μπείτε κι εσείς μέσα να κάνομε τι; Δεν χρειαζόσαστε”. Αυτά μας είχε πει ο λοχαγός από νωρίς.

Εμείς πραγματικά επεριμέναμε εκεί πέρα. Επεριμέναμε μέχρι τη μία. Το πολύ μία θα φεύγαμε εμείς από μέσ’ απ’ τ’ αεροδρόμιο. Με το Δουνδουλάκη. Και θα περίμενε ο Δουνδουλάκης πιο πάνω, απού ’χαμε πεντακόσα μέτρα πριν του Φαλκώνη, μεταξύ Φαλκώνη κι αεροδρομίου θα περίμενε ο Γιώργης ο Δουνδουλάκης κι εγώ θα περίμενα απ’ έξω απ’ τ’ αεροδρόμιο.

Για να τσι παραλάβω. Αλλά αυτοί αργήσανε λιγάκι. Ο Γιώργης ο Ψαράκης είναι στα Κουτσουνάρια. Μια τοποθεσία, στα Κουτσουνάρια. Έτσι λέγεται. Με τσι γυλιούς, με τα πράματα όλα, είναι ο Γιώργης ο Ψαράκης στα Κουτσουνάρια.

Ε, ήρθε ο πρώτος. Ήρθε κι ο δεύτερος. Ο λοχαγός, ο ένας δεν ήρθε, ο στρατιώτης δεν είχε έρθει ακόμα. Λέει “πάμε”. Μου κάνει τώρα ο λοχαγός “πάμε”. Λέω “να τον περιμένομε”. Δεν επρολάβαμε κι είχαμε καμιά ’κοσαριά με πενήντα μέτρα, ήρθε κι ο τρίτος. Δεν πάμε εδά να φύγομε, μόνο γίνεται μιάμιση ώρα η πρώτη έκρηξη. Φύγαμε, εμείς προχωρήσαμε και πήγαμε και βρήκαμε τον Ψαράκη το Γιώργη.

Σανουδάκης: Πήρατε το Φαλκώνη και πήγατε στο σημείο εκκινήσεως.

Ζωγραφάκης: Ναι, στο σημείο που θα φεύγαμε, που μας επερίμενε ο Γιώργης. Λοιπόν, και δεν πήγαμε όταν βρήκαμε το Γιώργη να σηκωθούμε να φύγομε, αλλά βλέπομε την πρώτη έκρηξη και βγαίνει στον ουρανό. Βλέπομε τη δεύτερη, το ίδιο. Και ήλαμπε το Καστέλι. Η περιοχή, όι το Καστέλλι.

Ε, εφύγαμε πριν φέξει, μέχρι τσ’ έξε εσκούσανε οι βόμβες. Οι Γερμανοί δε σταματήσανε μέχρι τσ’ έξε το πρωί με τσι πυροβολαρχίες να χτυπάνε με τα αντιαεροπορικά τους. Ήτανε, λέει, αεροπλάνα δίχως βόμβο. Τσ’ έξε το πρωί που βγήκε ο ήλιος, τη μέρα, και δε βλέπανε αεροπλάνα, χτυπούσανε οι Γερμανοί. Στσ’ έξε σταματήσανε.

Αλλά όλο το βράδυ κείνο ήταν ένα θέαμα φαντασμαγορικό. Ναι, ήταν ένα θέαμα που ετρελαινόσουν να το βλέπεις. Πού να φύγεις; Δεν μπορούσες, ήσουν καθηλωμένος. Διότι ήλαμπε. Ήλαμπε, όπως μου λέγανε οι Ηρακλειώτες».

Ο Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος είναι καθηγητής Ιστορίας, συγγραφέας