Το ρήμα κλώθω, σημαίνει μετατρέπω σε νήμα τις ίνες  του μαλλιού, του βαμβακιού και του λιναριού.

Έχει βέβαια και μεταφορική έννοια όταν θέλουμε να αποφύγουμε μια συζήτηση και  τότε… «τα κλώθουμε»…  κατά το κοινώς λεγόμενο. Δηλαδή  περιστρέφουμε, στριφογυρίζουμε την όλη συζήτηση  περί άλλων, ώστε να αποφύγουμε την πραγματικότητα.

Εδώ  όμως θα ασχοληθούμε  με  την πραγματική έννοια του ρήματος  κλώθω, γιατί  υπάρχει μια ενδιαφέρουσα θύμηση,  από τα παιδικά τα  χρόνια.

Στην αείζωη τη γιαγιά,   άρεσε πολύ να κλώθει ολημερίς.

Είχε βέβαια και μπόλικο   μαλλί,   γιατί όλη η οικογένεια είχε πολλά οζά (Πρόβατα).

Το  μήνα δε  Ιούλη  ή θεριστή, όπως αλλιώς λέγεται ο μήνας αυτός, καθόταν από κάτω από τις αμυγδαλιές, που υπήρχαν στην αυλή του σπιτιού και τις περισσότερες φορές έμενε ολομόναχη, γιατί όλη της οικογένειας, μικροί-μεγάλοι, πήγαιναν στ’ αλώνι  και  ο παππούς  δεν την άφηνε να έρθει στ’ αλώνι.

Μια μέρα λοιπόν  ο μικρός εγγονός  ρώτησε τον παππού:

Γιατί παππού δεν αφήνεις τη γιαγιά να έρθει στ αλώνι,  που είμαστε όλοι μαζί  εκεί, παρά απομένει αμοναχή;

Γιατί, καλό μου παιδί, αυτή θέλει να βαστά τη ρόκα, το αδράχτι και το σφεντύλι και μόλις καθίσει, θέλει να «κλώθει», γιατί  δε μπορεί να αλωνίσει. Και να σου πω μια παράδοση, η οποία θέλει μακριά- μακριά απ’ τ’ αλώνια τη γυναίκα που κλώθει, γιατί μοιάζει ξωτικιά η οποία διώχνει τον αέρα μακριά και δεν θα μπορούμε, όταν τελειώσει τ’ αλώνισμα, να λιχνίσουμε με το θρυνάκι και να πάρουμε καθαρό το στάρι, ή το κριθάρι… Γι’ αυτό δεν την αφήνω να έρθει.

Και ο μικρός  είπε στον παππού: Εεεεε! και ο καιρός  παππού  όταν φυσά, θα φοβηθεί τη γιαγιά;

Δε ξέρω εγώ, παιδί μου, για τον καιρό, εγώ πάντως τη φοβούμαι και τηρώ τσι παραδόσεις…. Να‘ ρθεί  να κάτσει  ‘πό κάτω από τσι χαρουπιές  και να κλώθει, εγώ δε την(ε) θέλω,   γιατί μια κοπανιά αν ε σταματήσει να φυσά ο καιρός, εγώ θα τη μοτσάρω (=μαλώσω) και δε το θέλω! Και πράμα να μη τση πεις;

Στ’ αλώνι είχαν φυτέψει  πολλές χαρουπιές  γιατί,  όπως  έλεγε ο αείζωος  παππούς «κάνουν παχύ σκιανό, δεν ρίχνουν τα φύλλα τους (είναι  αειθαλές δένδρο), και όλο το χρόνο δεν θέλουν ιδιαίτερες περιποιήσεις, γιατί δεν έχει η χαρουπιά ή κερατέα, όπως είναι το πραγματικό της όνομα,  πολλές απαιτήσεις, όπως έχουν τα άλλα δένδρα».

Να πούμε ότι η πόλη της ΚΕΡΑΤΕΑΣ Αττικής, πήρε το όνομά της από τις πολλές κερατιές=χαρουπιές οι οποίες  υπήρχαν στην περιοχή.

Σήμερα βέβαια η  χαρουπιά προσφέρει ακόμη ένα αξιόλογο συμπληρωματικό εισόδημα σε αγρότες και όχι μόνον, ορισμένων περιοχών.

Να υπενθυμίσουμε επίσης,  σχετικά με τους καρπούς της χαρουπιάς, το χαρούπι, που σε ορισμένα χωριά και σήμερα αφθονούν, την παλιά εποχή τα χρησιμοποιούσαν ως τροφή για τα διάφορα ζώα του σπιτιού, ιδιαίτερα για τα γουρούνια, αφού δεν μπορούσαν ή δεν ήξεραν τη χρησιμότητα του καρπού αυτού…

Το χαρούπι στην αρχαιότητα   το ονόμαζαν  κέρατο  ή κεράτιον.  Από παραφθορά δε της  λέξης «κεράτιον»  προέρχεται και η λέξη «καράτι», γιατί το βάρος ενός σπόρου χαρουπιού, ορίστηκε ως η πιο μικρή μονάδα μέτρησης για χρυσό και πολύτιμους λίθους.

Πολλές οι αναμνήσεις, της εποχής εκείνης, αλλά ορισμένες έχουν κάνει φωλιά πάνω στα πιο ψηλά κλαδιά του δένδρου της ψυχής και του νου  και δύσκολα τις ξεφωλεύουν οι καιροί όταν αλλάζουν και ζητούν να  λησμονηθούν.

Εκεί όμως έχουν κάνει φωλιά,  πάνω στους κλώνους  του δένδρου της ψυχής και οι μνήμες και θύμησες των δικών μας αγαπημένων προσώπων  της εποχής  των παιδικών χρόνων, που ανακαλώντας τις,   γλυκαίνουν, στη θύμησή τους,  το παρόν και το μέλλον.