Έβαλε το κλειδί στην κλειδωνιά, κάπου αυτό μάγκωσε, η παλιά, σιδερένια, πόρτα δεν άνοιγε.

Προσπάθησε με απανωτά σπρωξίματα, ο ήλιος πίσω του πορτοκαλής και απογεματινός πετούσε ζεστά βελάκια στην πλάτη του, τελευταία του καμώματα πριν να κατρακυλήσει και να κρυφτεί πίσω από την πλατιά θάλασσα.

Η καρδιά του παπά- Χαραλάμπη χτυπούσε δυνατά, έπρεπε να την ανοίξει την πόρτα, χρόνια τώρα έμενε κλειστή απομονώνοντας τον αγαπημένο Άγιο στην σιωπή της μοναξιάς που αυτή ίσως να τον πονούσε περισσότερο από εκείνη την σιωπή της μοναξιάς του μπουντρουμιού που ήταν εγκλεισμένος από έναν παραλογισμό της ανθρώπινης μνησικακίας. Γιατί, αν και 30 χρονώ παλληκαρόπουλο, δεν νοιαζότανε για το παρόν και για το μέλλον του έτσι ως ήταν αφιερωμένος με πάθος στον Κύριο και Θεό του εκφράζοντας θαρραλέα τον Λόγο του που υπήρξε καυστικός ιδιαίτερα προς τις ανηθικότητες της εξουσίας.

Ο τελευταίος και μεγαλύτερος Προφήτης της Π. Διαθήκης. Ο Ιωάννης.

Ο γιος του ιερέα Ζαχαρία και της γηραιάς Ελισσάβετ, ο Πρόδρομος, ο Βαπτιστής, που κατά Θείαν εντολή ξεκίνησε από την έρημο της Ιουδαίας στον Ιορδάνη ποταμό, σαν μια συμβολική πράξη καθαρμού να βαπτίζει όσους προσέφευγαν κοντά του για να εξομολογηθούν, συνοψίζοντας την ουσία της διδασκαλίας του στην γνωστή φράση: «Μετανοείτε! Ήγγίκεν γαρ η βασίλεια των Ουρανών» προετοιμάζοντας έτσι την έλευση του Ιησού.

«Άγιε μου Ιωάννη», ψιθυρίζει στριφογυρίζοντας ξανά το κλειδί στην σκουριασμένη κλειδαριά ο παπα- Χαράλαμπος και ξαφνικά, η πόρτα υποχωρεί τρίζοντας.

Το 1936, στην αυλή του Καπετανάκειου γυμνασίου στην πόλη του Ηρακλείου, σαν λες μέσα στην αγκαλιά του σχολειού προστατευμένο, χτίστηκε από ευσεβείς χριστιανούς το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Φώλιασε ο Άγιος μέσα στους χαμηλούς, ασβεστωμένους τοίχους, αφήνοντας την πόρτα ολάνοιχτη για να μπορούν να μπαίνουν όσοι τον αποζητούσαν.

Όμως πια δεν νουθετούσε, δεν δασκάλευε…

Ο Ιησούς είχε έρθει, ήταν εδώ, κι ο Ιωάννης αυτό που έκανε τώρα πια, ήταν να τρέχει στο κάθε κάλεσμα ανθρώπων ανήμπορων, πονεμένων, αρρώστων, βασανισμένων… Κάποιες σπάνιες φορές, συντροφιά με τους λιγοστούς αγίους στις απλές, ξύλινες κορνίζες τους, αφιερώματα ανθρώπων πιστών, αγναντεύανε την θάλασσα, πότε ήρεμη και γαλήνια, πότε ταραγμένη και σκοτεινή…

Κι έπειτα… Ήρθαν οι μαύροι καιροί… Και ο κατακτητής ενάντια σε κάθε θρησκευτική και ηθική δεοντολογία μετέτρεφε σε μαγειρείο το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου μέχρι το 1945 που ο εφιάλτης της Κατοχής τελείωσε και ο Άγιος άφησε πάλι την πόρτα του ολάνοιχτη για να μπαινοβγαίνουν όσοι τον αποζητούσαν.

Και τα χρόνια κύλισαν…

Έτσι ή αλλιώς κύλισαν για να φθάσουν εκεί που ο παπα-Χαραλάμπης ανοίγοντας την παλιά, σιδερένια εξώπορτα του μικρού εκκλησιού και μπαίνοντας μέσα, φώναξε άθελα του: «Όχι πια!»

Όχι πια! Ένα τόσο δα δωματιάκι, ταπεινό, σιωπηλό, περιτριγυρισμένο από τέσσερεις χαμηλούς τοίχους με ελάχιστες εικόνες να συντροφεύουν τον Άγιο, εξέπνεε την αποφορά της μούχλας από τα στοιβαγμένα και πεταγμένα παντού πράγματα…

Ένα τόσο δα δωματιάκι, το ταπεινό και σιωπηλό ορμητήριο του Αγίου «συλημένο»!

Εκδιωγμένος ο Άγιος, περιφρονημένος ο Ιησούς, κακοποιημένη η μάνα Παναγία με το τρυφερό Βρέφος στην αγκαλιά της… Ξεχασμένοι χρόνια πίσω από την παλιά σιδερένια εξώπορτα γιατί κάποιοι… Θεώρησαν πως θα ήταν περισσότερο χρήσιμο αν αποθήκευαν εκεί μέσα πράγματα με ημερομηνία λήξεως και ελαφρά τη καρδία μετέτρεφαν το ταπεινό σπιτάκι του Αγίου, σε αποθήκη!…

Στάθηκε σαν χαμένος αναμεσίς στα σκονισμένα πράγματα που πετάχτηκαν εκεί μέσα και ξεχάστηκαν… Πάνω σ’ ένα κασόνι το ιερό Ευαγγέλιο κι αυτό ξεχασμένο και σιωπηλό είχε υποστεί την φθορά από τον χρόνο μα πιο πολύ από τη σκόνη και την υγρασία που είχαν φτιάξει ένα στρώμα δύσοσμο και το ροκάνιζαν αργά-αργά…

Ο παπα-Χαράλαμπος το πήρε στα χέρια του.

Στη στιγμή τα δάχτυλα του έγιναν μαύρα…

Ο ήλιος έξω είχε σταματήσει το απογευματινό παιχνίδι του και κατηφόριζε σαν κουρασμένος προς τα νυχτερινά λημέρια του.

Περνώντας μπροστά από τη μισάνοιχτη πόρτα του εκκλησιού τρύπωσε περίεργος μέσα, η θλίψη όμως που έβγαινε από τα μάτια τους, έτσι όπως τον κοίταζαν από τις εικόνες τους οι άγιοι, τον γέμισαν και ‘κείνον με μια αδιόρατη θλίφη που τον έκανε να φύγει τρέχοντας και να κρυφτεί πίσω από τη θάλασσα… Στην στιγμή σκοτείνιασε.

Ο παπά-Χαραλάμπης πλησίασε στην εικόνα του Αγίου. Σε ένα σημείο το ξύλο είχε καταστραφεί και μια τρύπα σαν να τρυπούσε το γυμνό πόδι του. Τα μαλλιά του μπερδεμένα από τους αέρηδες στις ρούγες που ανεβοκατέβαινε μισοσκέπαζαν το πρόσωπο του. Άπλωσε το χέρι του και  τον χάιδεψε απαλά. «Μην στενοχωριέσαι, Άγιε μου… Όλα θα γίνουν…

Θα το ‘χείς ξανά το σπιτάκι σου… Μην στενοχωριέσαι…»

Η καρδιά του παπα- Χαραλάμπη ήταν βαριά. Δεν θυμήθηκε πως τα δάχτυλα του ήταν μέσα, στις μουτζούρες και σκούπισε με μια αφηρημένη κίνηση τα μάτια του.

Προχώρησε και έκλεισε πίσω του τη σιδερένια πόρτα που δεν έφερε αυτή τη φορά καμμιά αντίσταση, σαν να ήθελε να μην ταράξει εκεί μέσα τη γαλήνη τους…

Έξω η νύχτα είχε κιόλας έρθει. Σταμάτησε και γύρισε να κοιτάξει ξανά το μικρό εκκλησάκι.

Διαγραφόταν αρμονικά με τα πρώτα αστεράκια του ουρανού να το συντροφεύουν και τις σκιές από τους γηραιούς ευκάλυπτους.

Η ψυχή του γαλήνευσε. «Μην στενοχωριέσαι, Άγιε μου»  ψιθύρισε. «Θα το’χεις ξανά το σπιτάκι σου…» Και προχώρησε ανάλαφρος στη λεωφόρο…

(Στις 29 του Αυνούστου, ημέρα Σάββατο, στο έτος 2020, έπειτα από δέκα περίπου χρόνια σιωπής, στο ανακαινισμένο εκκλησάκι του Αγίου του Ιωάννη του Βαπτιστή, στην αυλή του Καπετανάκειου γυμνασίου, θα γίνει λειτουργία στην μνήμη αποτομής της ιεράς κεφαλής του ιερουργούντος του θεοφιλεστάτου επισκόπου Κνωσού κ. Προδρόμου.