Το να είσαι άσχημος είναι μεγάλο μειονέκτημα στην ζωή, όσο μεγάλο πλεονέκτημα είναι να γεννηθείς όμορφος. Η ομορφιά και η ασχήμια είναι δυο πράγματα που δεν εξαρτώνται από την δική μας θέληση ή την δική μας φροντίδα και προσπάθεια. Αυτά μας τα χαρίζει ο Θεός. Το μειονέκτημα της ασχήμιας προσπαθούμε συνήθως να το αντισταθμίσομε με κάποιο πλεονέκτημα που θα εξαρτηθεί κυρίως από την δική μας δραστηριότητα και αξία. Π. χ. ο άσχημος θα προσπαθήσει να αποκτήσει χρήματα, ώστε ο κόσμος (και ιδίως το έτερο φύλο) να τον προσέξει.
Ή να γίνει μεγάλος επιστήμονας ή ευεργέτης ή μεγάλος αθλητής… Ή έστω κάτι μικρότερο. Μπορεί βέβαια και ακόπως ένας άσχημος να παρουσιάζεται ως προσωπικότητα μέσα στην κοινωνία και να προκαλεί το ενδιαφέρον, αν π.χ. είναι κληρονόμος μεγάλης περιουσίας από τους γονείς του ή από κάποιον άλλο συγγενή του. Άλλο όμως είναι να είσαι και όμορφος και πλούσιος ή και όμορφος και διάσημη προσωπικότητα ως τραγουδιστής ή ως αθλητής ή ως επιστήμονας κ.τλ. Όσο κι αν ο κακοφτιαγμένος άνθρωπος προσπάθησε από τα πανάρχαια χρόνια να διορθώσει την άσχημη εμφάνισή του, την φυσική ομορφιά τελικώς να την πετύχει δεν το κατάφερε.
Η εξωτερική ομορφιά αποτελεί μεγάλο προσόν στο παιχνίδι του έρωτα. Μπορεί ακόμη να καλύπτει και άσχημο χαρακτήρα. Ομορφιά και έρωτας πάνε παρέα. Είναι αχώριστοι φίλοι. Μπορεί να έχεις άσχημη εμφάνιση αλλά ωραία ψυχή όπως ο αρχαίος Σωκράτης. Αυτό όμως με τα μάτια δεν φαίνεται και στον έρωτα δεν πολυλογαριάζεται. Γιατί ο έρωτας από τα μάτια πιάνεται. Όσο λοιπόν αφορά τον έρωτα, αλίμονο στον άσχημο. Συνήθως αντιμετωπίζει αποτυχίες, περιφρόνηση, απογοήτευση και δυστυχία. Και γίνεται η ζωή του δυστυχισμένη.
Ιδίως στα νεανικά του χρόνια. Αφού κάποιοι ακόμη και στην αυτοκτονία οδηγούνται εξαιτίας ερωτικών αποτυχιών. Τι να κάνομε; Έτσι είναι η ζωή: υπάρχουν οι τυχεροί και οι άτυχοι. Και πραγματικώς αποτελεί μεγάλη δυστυχία ένας ωραίος, που μπορεί να είναι και ανάξιος, να σου φάει την αγαπημένη σου. Και εσύ «να μείνεις μπουκάλα».
Μερικοί αυτό το θεωρούν αστείο. Και όμως δεν είναι έτσι. Θα μπορούσε βέβαια να παρατηρήσει κανείς ότι ακόμη και όμορφοι αυτοκτονούν μερικές φορές από ερωτική απογοήτευση. Τέλος πάντων. Αν για τον άντρα η ομορφιά είναι κάτι σπουδαίο, για την γυναίκα είναι κάτι το υπέρ-σπουδαίο, που παίζει σημαντικότατο ρόλο στην ζωή της. Μια άσχημη γυναίκα που δεν έχει κάποια προσόντα προς αναπλήρωση, π.χ. κληρονομιά ή σπουδαία θέση επαγγελματικώς, δεν είναι καλλιτέχνης, επιστήμονας, τραγουδίστρια… κινδυνεύει « να μείνει στο ράφι», να μην αποκτήσει οικογένεια και να καταντήσει γεροντοκόρη. Και αυτό, όπως και να το κάνομε, είναι δυστυχία: χωρίς οικογένεια… Έτσι συμβαίνει ακόμη και στην δική μας, την σύγχρονη, την πολιτισμένη κοινωνία.
Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τις «Ιστορίες του Ηροδότου» (πόσο ευχάριστος, πόσο χαριτωμένος συγγραφέας! Ποτέ δεν τον χορταίνει κανείς) είδα ότι στην αρχαία εκείνη εποχή στην οποία ο ιστορικός έζησε, δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν από την δική μας, οι Βαβυλώνιοι είχαν βρει λύση στο σοβαρό αυτό κοινωνικό πρόβλημα για τα κορίτσια τους.
Αντιγράφω το χωρίο (βιβλίο Α’, 196, μετάφραση Άγγελου Βλάχου). «Τα έθιμά τους (των Βαβυλωνίων) είναι τα ακόλουθα. Το καλύτερο απ’ όλα, καθώς νομίζω, που το έχουν και οι Ενετοί της Ιλλυρίας όπως έχω πληροφορηθεί, είναι ότι σε κάθε χωριό μια φορά τον χρόνο έκαναν το εξής: συγκέντρωναν και οδηγούσαν στο ίδιο μέρος όλες τις κοπέλες που είχαν φτάσει σε ηλικία γάμου. Γύρω τους μαζεύονταν οι άντρες. Ένας κήρυκας τις πουλούσε, πηγαίνοντας να σταθεί μπροστά στην καθεμιά. Άρχιζε από την πιο όμορφη.
Και όταν έβρισκε αυτή αγοραστή με ψηλή τιμή, πουλούσε την δεύτερη σε ομορφιά. Τις πουλούσε για γάμο. Όσοι Βαβυλώνιοι ήσαν σε ηλικία γάμου και είχαν χρήματα, υπερθεμάτιζαν για τις πιο όμορφες, οι φτωχοί γαμπροί που δεν ήθελαν ομορφιά, έπαιρναν τις πιο άσχημες, αλλά και χρήματα μαζί. Και τούτο επειδή ο κήρυκας, αφού τελείωνε το πούλημα των πιο ωραίων, σήκωνε την πιο άσχημη και την πρόσφερε σε όποιον θα ζητούσε τα λιγότερα χρήματα. Τα χρήματα αυτά ήσαν από το πούλημα εκείνων που ήσαν ωραίες. Έτσι αυτές βοηθούσαν να παντρευτούν οι άσχημες και οι ανάπηρες. Κανείς δεν μπορούσε να παντρέψει την κόρη του όπως ήθελε ο ίδιος ούτε μπορούσε να πάρει στο σπίτι του την κόρη που είχε αγοράσει χωρίς να παρουσιάσει εγγυητή.
Έπρεπε να παρουσιάσει εγγυητή ότι θα την πάρει νόμιμη γυναίκα του. Αν δεν πήγαινε καλά ο γάμος και χώριζε το αντρόγυνο, τότε έπρεπε να επιστραφούν τα χρήματα, όπως το όριζε ο νόμος. Επιτρεπόταν να έρθουν νέοι από άλλο χωριό και να λάβουν μέρος στον πλειστηριασμό. Αυτός ήταν ο καλύτερός τους νόμος…».
Έτσι παντρεύονταν. Χωρίς έρωτα. Για την εμφάνιση και τον χαρακτήρα του άντρα, όπως βλέπετε, λόγος δεν γινόταν. Αλλά για την θέση στην οποία τότε βρισκόταν η γυναίκα, αυτή η λύση ήταν ιδανική.
*Ο Αιμίλιος Ψαθάς είναι εκπαιδευτικός