Ένα μικρό καθρεφτάκι με ασημένια λαβή, ποικιλμένο με σχέδια και χαράγματα, ήταν το μαγικό κλειδί που άνοιξε την πόρτα. Ακολούθησαν πνιχτές λέξεις, άσημα λόγια, που οδηγούσαν συνεχώς πιο κοντά.
Κατακτήσαμε την ιδιωτική μας γλώσσα και, όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, αγωνίστηκαν τα σώματα να βρουν τη δική τους. Σπάθιζαν οι ματιές στον αέρα κι έλαμπε το πρόσωπο. Σιγά σιγά αθροίζονταν εικόνες πολλές και με προσοχή μία μία τις εναποθέταμε στο πιο κρυφό μέρος.
Πότε το χέρι ακουμπούσε στο κεφάλι, πότε το βιαστικό πέρασμα στα μαλλιά, πότε μια λέξη στον αέρα. Εφησυχάζαμε γαληνεμένοι και αφουγκραζόμασταν τον χρόνο να περνά και να γλυκαίνουν τα πράγματα.
Ήταν απλά μια διαδρομή δυο στρατοκόπων, που κι άλλοτε βρέθηκαν σημαδεμένοι με τη θεία σφραγίδα. Κι ήταν απλά μια διαδρομή, όταν πήραμε ανάποδα τον δρόμο της επιστροφής για τα λιμάνια μας. Πλούσιοι ή όχι από όσα ζήσαμε στο ταξίδι δεν ξέρω.
Ξέρω καλά πως κάθε μέρα γινόταν πιο φρικτή πορεία, πως θόλωναν τα είδωλα, πως τριβέλιζε το μυαλό η ηδονή των ημερών που περάσαμε, πως ρίζωσαν οι εικόνες βαθιά μέσα μου.
Όταν μετά από χρόνια αντίκρισα το καθρεφτάκι, ξαφνιάστηκα. Είχαν γυρίσει τα παιδιά από τη γυμναστική, χτύπησε το κουδούνι και βιαστικά βιαστικά συγυρίζονταν για το μάθημα. Έφτιαχνε προσεκτικά τα τσουλούφια της και κοιταζόταν με χάρη. Το καθρεφτάκι περήφανο αποθησαύριζε το θαυμαστικό της βλέμμα.
Δεύτερη ώρα στην τάξη, άγνωστα τα ονόματα, φυσιογνωμίες καινούριες. Την πρώτη ημέρα σε κάποιο ανέκδοτο είχε ξεπηδήσει από τη γωνιά της ένα δροσάτο, γάργαρο γέλιο που με είχε ξαφνιάσει ευχάριστα και με έκανε για λίγο να χάσω τον λόγο του Θουκυδίδη που μετέφραζα.
Άφησα να περάσει η ώρα και κράτησα τη μικρή στην τάξη. Άρχισα να ρωτώ ονόματα και βρέθηκα χρόνια πολλά πριν στην ακρογιαλιά. Πίναμε τον πρωινό καφέ και δοκιμάζαμε λίγα σύκα, κομμένα πρωινά.
Ζητούσε επίμονα το κομπολόι για να παίξει, έβλεπε τις χάντρες να ηχούν και με τα δαχτυλάκια της προσπαθούσε να φέρει βόλτα τον σπάγγο και εκείνος αρνιόταν να πειθαρχήσει στην τέχνη της. Εκείνη η μικρή φοραδίτσα το πέταξε πέρα με οργή και δάγκωσε το λεπτό της χειλάκι.
Όσο μπορούσα αδιάφορα, προσπάθησα να μάθω για το καθρεφτάκι που κρατούσε. Δεν ήταν ακριβώς δικό της, αλλά το ζήλεψε, όταν το είδε εκεί όπου βάζει η μητέρα της κάποια κρυφά πράγματα και το πήρε στην τσάντα της. Έμεινα να σκέφτομαι πόσο δίσταζα να το χαρίσω τότε, γιατί ένα καθρεφτάκι δεν είναι δώρο που κάνεις στα καλά καθούμενα.
Έχει ένα δικό του συμβολισμό. Έμεινε μέρες κρυμμένο στην τσέπη μου. Και εκείνη το δέχτηκε ρίχνοντας το πρόσωπό της επάνω του με ένα πονηρό χαμόγελο. Αντέχουνε στον χρόνο τα πράγματα. Μένουν βουβά κι ας γερνούν κι εκείνα. Μονότονα, σαν την ηχώ βγάζουν πάντα τον ίδιο ήχο.
Αναταράζουν τον κόσμο μας και κάποτε συναντιόμαστε μαζί τους ανέτοιμοι. Επιστρέφουν τα πράγματα, γυμνά σπαθιά και πληγώνουν την ανύποπτη σάρκα μας. Μας διώχνουν τα πράγματα, όταν οργίζονται.
Δε θέλησα να δω το πρόσωπό μου στο μικρό καθρεφτάκι. Δεν ζήτησα να το πάρω στα χέρια μου. Έβλεπα μόνο το μικρό ζαρκαδάκι με χορευτικό βήμα να στρίβει στη γωνία, να βρει τα άλλα παιδιά και να υψώσει στον ουρανό το γέλιο της, προσμένοντας τη χειρονομία μιας άλλης δειλής δωρεάς.
Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος