Ήταν κάποτε μια πόλη, που μέσα της έκρυβε μιαν άλλη μικρότερη, μπεντενογυρισμένη αλλοτινών καιρών, με σπίτια, μαγαζιά, μαχαλάδες, ρούγες και στενοσόκακα, στριμωγμένα σ’ ένα ακρογιάλι της Κρήτης, μπροστά από ένα μόνιμα αγριεμένο πέλαγος.

Μ’ ένα πολύβουο και θορυβώδες λιμάνι που μπαινόβγαιναν προϊόντα και άνθρωποι απ’ όλη τη Μεσόγειο. Φωνές και μυρωδικά παντού. Ολάκερη η πολιτεία ήταν ένα φρούριο, μα και «η κάθε ψυχή της ήταν κι αυτή ένα αιώνια πολιορκούμενο οχυρό κι είχανε για πρωτοκαπετάνιο έναν άγιο με το μπεγίρι του, τον προστάτη του Μεγάλου Κάστρου», θα ξανάγραφε ο Καζαντζάκης.

Μετά από χρόνια πολλά, ήρθαν άνθρωποι που σκέπασαν τούτα τα αποτυπώματα, και κάνανε τους δρόμους της, στρωμένους με λήθη. Οι άρχοντές της, άνθρωποι πεφωτισμένοι και προφεσόροι με αλατόμητα ακαδημαϊκά εύσημα, με άμουσα και στιλιζαρισμένα χαμόγελα προς κατανάλωση, είχαν ένα όραμα: να φέρουν την πόλη στο μέλλον, σβήνοντας επιτέλους το ενοχλητικό παρελθόν.

Έτσι, ό,τι θύμιζε ιστορία το έκρυβαν. Κι αν δεν το έκρυβαν, το έκαναν «γαργάρα». Όπως τα δελφίνια της Κνωσού που τα απέκτεινε… η θρασεία Όστρια. Και αυτοί και οι προγενέστεροί τους, στον ίδιο ρυθμό: Τα τείχη έγιναν πάρκινγκ, οι πέτρες μπετά, και οι ερειπωμένοι βενετσιάνικοι ναοί και κτήρια, καθρέφτες του χρόνου, κατεδαφίστηκαν και αντικαταστάθηκαν με μπετόν και γυαλί. Οι δρόμοι πήραν ονόματα ασφαλή: οδός Προόδου, πλατεία Καινοτομίας, πεζόδρομος Ευρωπαϊκής Εναρμόνισης. Το παλιό λιθόστρωτο; Ενοχλητικά ανομοιόμορφο· πώς να περνά το SUV, αν και πεζόδρομος, με άνεση;

Το αρχοντολόι το ήξερε καλά: το πνεύμα του τόπου είναι κάτι ξεπερασμένο. Δεν φορολογείται, δεν μπαίνει σε ΕΣΠΑ και, το κυριότερο, δεν ψηφίζει. Αντί για αυτό, πρόκριναν την αισθητική του σύγχρονου «σεμιναρίου διαχείρισης»: τζάμια, ψευδοροφές και ρολόγια που χτυπούν συγχρονισμένα με τις προθεσμίες υποβολής φακέλων.

«Γιατί να κρατήσουμε τον παλιό πατητήρι, που βρέθηκε στην ανάπλαση των οδών Δοϊράνης και Δελημάρκου στην παλιά πόλη;», αναρωτήθηκε ο δημοτικός εκπρόσωπος σε ομιλία του, πλαισιωμένος από ολογράμματα ανάπτυξης. «Ας το ξαναθάψουμε αφού το φωτογραφίσουμε». Το κοινό χειροκρότησε. Ήταν όλοι παρόντες: developers, influencers και ένας καθηγητής βιώσιμης Αστικής Ανάπλασης που δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στο Μεγάλο Κάστρο…

«Η μνήμη», τους είπαν κάποιοι, «είναι η ραχοκοκαλιά του τόπου». Εκείνοι γέλασαν. «Η μνήμη», εξήγησε ο υπεύθυνος καινοτομίας του Δήμου, είναι «συναισθηματικός θόρυβος. Οι πέτρες δεν έχουν προφίλ. Ούτε κάνουν stories. Το genius loci δεν μπορεί να μετρηθεί σε βασικό δείκτη απόδοσης της δημοτικής πολιτικής».

Στο μεταξύ, μια ηλικιωμένη κυρία -μοναδική μάρτυρας από τον παππού της, της σφαγής της 25ης Αυγούστου- ρώτησε: «Τι απέγινε εκείνη η πλατεία με την οθωμανική κρήνη, όπου πρωτοφίλησα τον άντρα μου;».

Της απάντησαν ευγενικά: «Έγινε χώρος στάθμευσης με αισθητικές προδιαγραφές. Και το φιλί; Το φιλί το μετέτρεψαν σε QR code πολιτιστικής ανάμνησης». Οι δημοτικοί παράγοντες δεν ξέχασαν, δεν αδιαφόρησαν. Απλώς είχαν αλλεργία στη μνήμη· τους έφερνε φαγούρα στην προοπτική.

Προτίμησαν να κοιτούν μπροστά, αλλά με τα μάτια κλειστά. Γιατί, όπως σωστά λέει και η ευρηματική επιγραφή με μαύρο σπρέι σ’ ένα τοίχο της παλιάς πόλης του Μεγάλου Κάστρου, «εδώ κάποτε υπήρχε κάτι σημαντικό. Αλλά ευτυχώς, δεν το θυμόμαστε».

Το παρόν κείμενο γράφεται με αφορμή την πρόσφατη ανακάλυψη του μοναδικού βενετσιάνικου πατητηριού που έχει βρεθεί στην ανάπλαση των οδών Δοϊράνης και Δελημάρκου στην περιοχή της Αγίας Τριάδας, εντός των Τειχών του Δήμου και που πληροφορίες θέλουν την επανεπίχωσή του από το Δήμο.

Δεν θα περίμενε άλλωστε κανείς διαφορετικά. Οι παραπάνω γραμμές πιστοποιούν ότι από μεριάς τους δεν υπάρχει οπτική στην αθέατη κληρονομιά.

Και όμως. Ο μούστος του κρητικού φεγγαριού μέσα στα Τείχη του Μεγάλου Κάστρου αιωρείται κάπου σε μια ανέκδοτη μνήμη μιας χαμένης ιστορίας, που δεν πρόλαβε να γράψει στα κατάστιχά του και στα ημερολόγιά του στον «Καιρό της Σχόλης» ο Τζουάνες Παπαδόπουλος:

Στον Χάνδακα των Βενετών, εκεί όπου οι πέτρινοι προμαχώνες αγκαλιάζουν τη θάλασσα κι οι καμπάνες των καθολικών και των ορθόδοξων εκκλησιών χτυπούν με τη σειρά τους, ένα φθινοπωρινό πρωινό του Σεπτέμβρη, ξημέρωνε με τη γλύκα του τρύγου.

Οι κάτοικοι της πόλης, Ρωμιοί και Φράγκοι, Κρητικοί και Βενετσιάνοι, είχαν ξεχυθεί στα γύρω αμπέλια. Στον περίβολο ενός παλιού μετοχιού, μέσα στα Τείχη, κοντά στην πύλη του Μόλου, είχε στηθεί το πατητήρι. Ήταν μια γιορτή· όχι μόνο για το κρασί.

Κοπέλες με μαντήλια στο κεφάλι και κεντημένες φούστες έμπαιναν ξυπόλυτες στο πέτρινο σκαλιστό πατητήρι. Το πατητήρι ήταν βαθύ και τετραγωνιασμένο σαν αρχαίο θησαυροφυλάκιο. Ο ήλιος τους έλουζε, ενώ εκείνες χοροπηδούσαν πάνω στα σταφύλια, με τα πόδια τους να βάφονται στο μωβ και τα γέλια τους να σκορπίζουν στις αυλές.

Οι άνδρες, άλλοι με πλατύγυρα βενετσιάνικα καπέλα κι άλλοι με σκούφους κρητικούς, κουβαλούσαν κοφίνια, τραγουδούσαν μαντινάδες και φυσούσαν φλογέρες. Τσίτερες, λαγούτα και ασκομαντούρες σκορπούσαν παραδεισένιες μελωδίες. Μυρωδιά φρεσκοπατημένου μούστου, ανέβαινε στον αέρα και μπλεκόταν στα ρουθούνια με το ιώδιο της κοντινής θάλασσας.

Μέχρι το μεσημέρι, ο μούστος είχε μαζευτεί σε μεγάλα ξύλινα βαρέλια από καστανιά. Τα έδεναν με σχοινιά και τα φόρτωναν σε κάρα, που έσερναν βραδυκίνητα μουλάρια μέσα στα στενά της πόλης κάτω από καμάρες και λιθόστρωτα, μέχρι να βγούνε στη Ρούγα Μαΐστρα κατά το Ενετικό Λιμάνι. Εκεί, κάτω από τον Κούλε, καραβέλες με ιστία βαριά, ζωγραφισμένες με το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, περίμεναν με ορθάνοιχτα αμπάρια.

Οι βαρελάδες ξεφόρτωναν το μούστο και τον σφράγιζαν, βάζοντας σημάδια για τον τόπο και το έτος. Πολλά από τα βαρέλια φτάνανε στη Βενετιά, για να γεμίσουν τις κάβες των πατρικίων και τις ταβέρνες της Γέφυρας των Στεναγμών. Οι έμποροι του λιμανιού σημείωναν τις ποσότητες σε δερμάτινα κατάστιχα και αντάλλασσαν νομίσματα και υποσχέσεις.

Το βράδυ, πίσω στο πατητήρι, η γιορτή συνέχιζε. Λαμπάδες και πυρσοί φώτιζαν τα τραπέζια. Τραγούδια, κρασί και φωνές, αντηχούσαν ώσπου να βγει το κρητικό φεγγάρι. Ένας γέρος οργανοπαίχτης από τη γενιά των Κορνάρων, σηκώθηκε και είπε:

«Αυτός ο μούστος που πατήσαμε σήμερα, θα ταξιδέψει ως τη Βενετιά. Μα η χαρά, αδέρφια, θα μείνει εδώ, στον Χάνδακα, στο χώμα μας, στην καρδιά μας»!

Κι όλοι σήκωσαν τα ποτήρια, πίνοντας από το φρέσκο μούστο, σαν να πίνανε λίγο από το κρητικό φθινόπωρο, λίγο από τον καστρινό ήλιο, λίγο από την ίδια τους την πατρίδα.

Το Μεγάλο Κάστρο είναι από τις λιγοστές πόλεις, όπου το πνεύμα του τόπου είναι διαρκώς παρόν. Σε κάθε γωνιά της παλιάς πόλης βοούν και τα πιο μικρά σπαράγματα μνήμης.

Η πόλη, πέρα από την πολεοδομική της μορφή και τα λειτουργικά της συστήματα, φέρει εντός της μια αθέατη αλλά πανίσχυρη ουσία: το πνεύμα του τόπου, το genius loci. Δεν είναι απλώς μια ρομαντική ιδέα· είναι μια πραγματικότητα που αναδύεται μέσα από τις σκεπασμένες πέτρες του παλιού κτηριακού αποθέματος, τα φθαρμένα βήματα στις πέτρινες σκάλες, τις σκιές στους ερειπωμένους ναούς, τα ονόματα που επιζούν σε δρόμους και πλατείες. Το πνεύμα του τόπου είναι η μνήμη σε μορφή τόπου. Η συνείδηση μιας πόλης καταγραμμένη όχι σε αρχεία αλλά σε πέτρα και χώμα.

Η διατήρηση των μνημειακών αποτυπωμάτων μιας πόλης -των αρχαίων θεμελίων, των ενετικών προμαχώνων, των οθωμανικών κρηνών, των βενετσιάνικων σπαραγμάτων- δεν είναι πράξη μουσειακής εμμονής ή αρχαιολογικού ρομαντισμού. Είναι πράξη ευθύνης απέναντι στην ιστορία και πράξη αλληλεγγύης προς τις μελλοντικές γενιές. Κάθε γενιά οφείλει να κληροδοτεί την πόλη όχι αποστειρωμένη και εξωραϊσμένη, αλλά συνεχώς ερμηνευμένη μέσα από την ιστορική της πορεία.

Η καταστροφή ή η αδιαφορία απέναντι σε αυτά τα στοιχεία ισοδυναμεί με αμνησία: με ένα βίαιο διαζύγιο από τη συλλογική μνήμη. Και μια κοινωνία χωρίς μνήμη, είναι μια κοινωνία χωρίς ταυτότητα.

Το genius loci δεν είναι στατικό· δεν είναι ένα αρχέτυπο που παραμένει αμετάβλητο στο χρόνο. Είναι ένα πνεύμα ζωντανό, που μεταμορφώνεται, εμπλουτίζεται, αλλάζει – μα πάντοτε χρειάζεται ρίζες. Όπως ένα δέντρο δεν μπορεί να υψωθεί στον ουρανό χωρίς γη, έτσι και μια κοινωνία δεν μπορεί να υψώσει πολιτισμό χωρίς ιστορικό έδαφος. Τα μνημεία, οι τόποι μαρτυρίου, οι ναοί και τα δημόσια κτήρια δεν είναι απλώς δομές: είναι φορείς νοήματος. Είναι βιβλία από πέτρα, ανοιχτά σε όσους ξέρουν να τα διαβάσουν.

Η αρχιτεκτονική και η ιστορική φυσιογνωμία μιας πόλης διαμορφώνουν και το ψυχικό της τοπίο. Η απώλειά τους επηρεάζει βαθιά και την πολιτιστική παιδεία των πολιτών. Μια πλατεία που διατηρεί τα ίχνη των παλαιών χρήσεων, ένα νεκροταφείο που δεν ισοπεδώθηκε, ένα τείχος που δεν γκρεμίστηκε για να γίνει χώρος στάθμευσης, λειτουργούν όχι μόνο ως αισθητικά τοπόσημα αλλά και ως κέντρα συλλογικού αναστοχασμού.

Πολλοί επικαλούνται την πρόοδο, την ανάγκη για εκσυγχρονισμό, την «ανάπτυξη». Μα ποια πρόοδος μπορεί να υπάρξει πάνω σε ένα έδαφος λησμονιάς; Χωρίς ιστορική συνέχεια, κάθε πρόοδος κινδυνεύει να γίνει κενό άλμα – να κατασκευάσει πόλεις χωρίς ψυχή, ανθρώπους χωρίς ρίζες, τόπους χωρίς παρόν, γιατί δεν έχουν πια παρελθόν.

Είναι αναγκαίο και μονόδρομος να υπερασπιστούμε τη μνήμη. Όχι με φανατισμό, αλλά με σεβασμό. Όχι για να παγώσουμε την ιστορία, αλλά για να την αφήσουμε να συνεχίσει να αναπνέει μέσα στον σύγχρονο ιστό. Η διατήρηση του πνεύματος του τόπου είναι μια διαρκής συμφιλίωση με το παρελθόν και ταυτόχρονα μια πράξη ευθύνης απέναντι στο μέλλον.

Και τότε θα αντηχήσει, σχεδόν σαν κατακλείδα ποιητικής συνείδησης, η φωνή του Σεφέρη:

«Τούτες τις πέτρες τις εβάσταξα όσο μπόρεσα, τούτες οι πέτρες η μνήμη μου».

Λέξεις και λόγος λιτός και ελεγειακός, που συνοψίζει ό,τι δυσκολευόμαστε να ομολογήσουμε: πως η μνήμη δεν είναι απλώς παρελθόν, είναι βάρος και ευθύνη, είναι το στοιχείο της ταυτότητάς μας, υλική και πνευματική μαζί. Και οι πέτρες που κουβαλά, δεν είναι ερείπια, είναι φορείς ζωής.

Διότι η μνήμη, τελικά, είναι αυτή που μας κρατά ανθρώπινους. Και οι πόλεις που θυμούνται, είναι οι μόνες που μπορούν και να ονειρευτούν.

Ο Κωστής Ε. Μαυρικάκης είναι πολιτικός μηχανικός Ε.Μ.Π.