«Απόψε το κορίτσι θέλει θάλασσα κι εγώ ποτέ χατίρι δεν του χάλασα…»! Προτείνω να μην παρασυρθούμε από το πού , το πώς και το τι θέλει το κορίτσι, όπως λέει το τραγούδι του Μιχάλη Σουγιούλ, σε στίχους του Αλέκου Σακελλάριου. Να μην μας διαφεύγει ο χρονικός προσδιορισμός «απόψε», που σημαίνει ότι θέλει να πάει κάπου βραδινά ή περίπου στο σκοτάδι, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις.
Ιδιαίτερα, στην εποχή που πρωτοκυκλοφόρησε το τραγούδι (1951), το ημίφως, αν όχι το σκοτάδι, ήταν μια από τις προϋποθέσεις για να κυκλοφορήσει «το κορίτσι», ώστε να μη γίνει αντιληπτό και δώσει αφορμή για σχόλια και κουτσομπολιό…
Και λέω να μην παρασυρθούμε από την σημερινή απελευθέρωση των ηθών, όπου το κορίτσι μάλλον, αντί να προσπαθεί να κρυφτεί, κατέχεται συχνά από μια τάση επίδειξης, που σε αντίθεση με το απώτατο παρελθόν, επιδιώκει να συζητηθεί για το ντύσιμό της, την παρέα της και το σύγχρονο μέσο κυκλοφορίας, που χρησιμοποιεί.
Αν είναι να παρασυρθούμε, να το κάνουμε βράδυ και να πάμε το κορίτσι στη θάλασσα. Βράδυ Κυριακής ή βράδυ Σαββάτου, αν είμαστε οι φανατικοί του μπάνιου και της θάλασσας. Κυριακή, από τις 7 το πρωί, ως τις 7 το βράδυ, έχει προτεραιότητα το καθήκον που έχουμε όλοι, ως πολίτες, δηλ. να ψηφίσουμε!
Καθώς διανύουμε την τελευταία εβδομάδα πριν τις εκλογές, είναι επόμενο να καταιγιζόμαστε από τις οδηγίες, τις παραινέσεις, τις προτροπές όλων των κομμάτων, για να πράξουμε το σωστό· για να μην «πάει η ψήφος μας χαμένη»!
Το κάθε κόμμα εμφανίζεται να έχει τη σωστή συνταγή, το κατάλληλο πρόγραμμα, ώστε η χώρα μας να ακολουθήσει μια ανοδική πορεία, μακριά από τα μνημόνια (πού τα θυμηθήκαμε τώρα) και τις όποιες άλλες οικονομικές υποχρεώσεις μας.
Το κάθε κόμμα ξέρει και είναι αποφασισμένο να υλοποιήσει αυτό που δεν ξέρει κανένα άλλο κόμμα, λες και τα κουκιά δεν είναι μετρημένα, σε ό,τι αφορά τις δυνατότητές μας… Υπάρχει, όμως, πάντα και ένας λαός, που μην έχοντας τι άλλο να κάμει, ελπίζει. Μήπως, μάλλον, ίσως, μπας και… και ζητάει αφορμή να πιαστεί από κάποιες συγκεκριμένες ή αόριστες υποσχέσεις!
Η τακτική του Ρομπέν των Δασών έχει μια γοητεία, όσο αναφερόμαστε στο Μεσαίωνα, με τους δεσποτικούς ανθρώπους της εξουσίας, που κυνηγούσαν μονίμως τους φτωχούς και τους επέβαλαν υπέρογκη φορολογία, καταπατώντας τις μικρές περιουσίες τους και οικειοποιούμενοι τις όποιες εκτάσεις από τη γη τους.
Αυτούς τους πλούσιους καταλήστευε ο τοξότης ήρωάς μας, παίρνοντας χρυσαφικά και χρήματα και δίνοντάς τα στους φτωχούς. Ατυχώς, για τους σύγχρονους Ρομπέν, οι πλούσιοι επιχειρηματίες, που είναι και κατά τεκμήριο έξυπνοι, προβλέποντας την πορεία των πραγμάτων, μετέφεραν χρήματα και επιχειρήσεις σε άλλους τόπους, πιο ασφαλείς και προσοδοφόρους.
Έτσι, έμεινε (προς άρμεγμα) η μεσαία τάξη. Μην έχοντας κάτι καλύτερο να ληστέψει, ο σύγχρονος Ρομπέν, της επέβαλε βαριά φορολογία, μείωση των συντάξεων και κάθε λογής μηχανισμούς φτωχοποίησης. Εξάλλου, δεν μπορούσε να κάμει κάτι άλλο, επειδή αυτά που είχε υποσχεθεί, διαπίστωσε πως ήταν «κόλπα μαγικά, που κάνουν στην Ινδία».
Αποτέλεσμα ήταν η μεν μεσαία τάξη να ισοπεδωθεί, να δημιουργηθεί η τάξη των «νεόπτωχων», ενώ οι «ευεργετούμενοι» από κάποια επιδόματα φτωχοί, να παραμείνουν στην κατηγορία αυτή, που είναι και η κατώτατη. Βλέποντας, ζώντας και προβλέποντας την πορεία των πραγμάτων, οι νέοι που με κόπο, τόσο δικό τους, όσο και των γονιών τους, είχαν ολοκληρώσει τις σπουδές τους, δηλ. η αφρόκρεμα της νεολαίας, που είναι και η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, «την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια» … για άλλους τόπους και για άλλες πολιτείες.
Ο θρύλος (όχι ο Ολυμπιακός) κάνει λόγο για 500.000 νέους επιστήμονες να έχουν φύγει. Θέλετε να είναι 490.000; Θέλετε 489.000; Κάτι τέτοιο. Και όταν ο Ρομπέν μιλάει για μείωση της ανεργίας, δεν υπολογίζει τις εκατοντάδες χιλιάδες νέους που δεν επιβαρύνουν πια το ταμείο ανεργίας της χώρας μας! Και για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, οι νέοι αυτοί είναι η ελπίδα (που δεν πέθανε… αλλά) που χάθηκε. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη πληγή στα τελευταία χρόνια και όχι τόσο το οικονομικό πρόβλημα…
Χωρίς πολλές θεαματικές υποσχέσεις, προβλέπεται (δημοσκοπικά) ή αλλαγή στην κορυφή της ηγεσίας, στη χώρα μας. Δύο (ή μάλλον τρεις) είναι οι βασικές υποσχέσεις της νέας ηγεσίας. Η πρώτη είναι η ελάφρυνση της ήδη βαριάς φορολογίας. Καλό αυτό… μόνο που η φορολογία αποτελεί το 90% των εσόδων του κράτους. Μειώνοντάς την, πώς θα πληρώσει το κράτος μισθούς και συντάξεις; Η δεύτερη υπόσχεση είναι η ανάπτυξη που θα γίνει με την προσέλκυση επενδύσεων. Καλό και αυτό… Όμως, η εκκίνηση των επενδύσεων δεν γίνεται «εν μια νυκτί».
Οι επενδυτές απαιτούν υγιές υπόβαθρο (από φήμη και ανταγωνιστικότητα είμαστε ουραγοί), γρήγορη και ευέλικτη κρατική μηχανή (που δεν υπάρχει) και ευνοϊκό αλλά και σταθερό φορολογικό σύστημα (και αυτά εν ανεπαρκεία). Οπότε, μέχρι να γίνουν όλα αυτά… τι κάνουμε; Η τρίτη υπόσχεση είναι η πιο πιθανή να υλοποιηθεί… Έχει να κάνει με την κατάργηση του Πανεπιστημιακού Ασύλου, ενός θεσμού που ήρθε από το πουθενά, πέρασε από το τίποτα και που οδήγησε στα χειρότερα.
Δεν μας εκπλήσσει που ο εμπνευστής του, είναι εκείνος ο οποίος εδραίωσε τη συναλλαγή, τη διαφθορά και τη διαπλοκή, ελαττώματα που συνεχίζουν να μας βασανίζουν… και η υπόσχεση του επίδοξου πρωθυπουργού περιλαμβάνει και την κοινωνική ασφάλεια και γαλήνη. Να δούμε!
Κάποιοι άλλοι γερασμένοι κομματικοί (και παλαιοκομματικοί) μηχανισμοί, αγωνίζονται να αυξήσουν τη δύναμή τους και να ξεχωρίσουν, ώστε να παίξουν –λέει- εξισορροπητικό ρόλο.
Αυτό, με λίγα λόγια θα πει, ότι ένα κόμμα με μονοψήφιο ποσοστό, για να «διευκολύνει» την κατάσταση, είτε θα κάνει τη ζωή δύσκολη στο πρώτο κόμμα, που θα προσπαθεί να κυβερνήσει, είτε θα υπουργοποιηθούν όλοι (σχεδόν) οι λίγοι βουλευτές του και δεν θα βγάζουν άχνα… τα παραδείγματα είναι πολύ νωπά!
Το πιο αστείο είναι ότι όλα τα άλλα κόμματα, ψέγουν το φερόμενο ως πρώτο πιο πιθανό κόμμα, επειδή επιδιώκει να έχει αυτοδυναμία! Δηλ. τι θα έπρεπε να λέει; Μήπως… «δώστε μας μια οριακή πλειοψηφία»; Μας θυμίζει τον προπονητή μιας αδύνατης ομάδας, που όλες οι προβλέψεις είναι εις βάρος της και δηλώνει τα αυτονόητα: «Κατεβαίνουμε για να μη χάσουμε»… Μα μήπως μπορεί να πει ότι κατεβαίνει για να χάσει;