Υπάρχουν στιγμές στην ιστορία ενός τόπου που δεν ορίζονται από σεισμούς, πολέμους ή καταποντισμούς αλλά από σιωπές. Σιωπές ασήκωτες, σιωπές βαριές. Θεσμικές σιωπές που δεν λένε όχι, ούτε ναι. Απλά κοιτάνε αλλού. Και κοιτάνε αλλού, χωρίς προσχήματα.

Πολλές τέτοιες σιωπές κυκλώνουν σήμερα τον λόφο «Παπούρα» στο Καστέλλι Πεδιάδος, εκεί όπου η γη μίλησε ξανά μετά από τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια. Οι Μινωίτες άφησαν στην κορυφή ενός λόφου τα αποτυπώματα και τους ψιθύρους ενός Κόσμου που λάτρευε τη ζωή, το φως και τον ουρανό. Τους ανοιχτούς ορίζοντες και το ιερό ύψος. Όμως αυτόν τον λόφο, κάποιοι σήμερα τον βλέπουν μονάχα ως εμπόδιο. Εμπόδιο στην εγκατάσταση στον ίδιο χώρο του ιερού κορυφής, συστημάτων ραντάρ αεροναυτιλίας του Νέου Διεθνούς Αεροδρομίου Καστελλίου.

Πριν από μόλις λίγες ώρες, η διεθνής κοινότητα με μια ιστορική απόφαση της UNESCO στο Παρίσι, ενέταξε στο Καλεντάρι της με παγκόσμια αναγνώριση της εξέχουσας οικουμενικής αξίας τους, έξι εξαιρετικά σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους της Κρήτης –της Κνωσού, της Φαιστού, των Μαλίων, της Ζάκρου, της Ζωμίνθου και της Κυδωνίας. Την ίδια ακριβώς ώρα, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) που εκ του νόμου και του Συντάγματος γνωμοδοτεί, με ισχυρές θεσμικές εγγυήσεις αυτονομίας και ανεξαρτησίας για υποθέσεις μείζονος σημασίας, που παραπέμπονται σε αυτό από την υπουργό Πολιτισμού, με μια ηχηρή του απόφαση αρχαιολογικής μειοδοσίας, και ένδειας γκρεμίζει αρχές, αξίες και άβατα.

Εκεί που η αρχαιολογία ήταν κάποτε η τέχνη της αποκάλυψης, κινδυνεύει να γίνει τώρα η τέχνη της παραίτησης και της σιωπής. Μια αρχαιολογία των εκπτώσεων.

Εκπτώσεων στην ακεραιότητα των μνημειακών χώρων, στην αυστηρότητα των αρχών, στην ευαισθησία του βλέμματος. Και το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, θεσμός ταγμένος στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας, καλείται τώρα να διαλέξει αν θα μείνει πιστό στην αποστολή του ή αν θα υποδυθεί ένα καινούργιο τραγικό ρόλο. Εκείνον του διαχειριστή των άτακτων υποχωρήσεων χωρίς προσχήματα.

Ας μην γελιόμαστε. Δεν πρόκειται για ένα απλό διοικητικό ζήτημα. Δεν πρόκειται για «τεχνική συνύπαρξη» μνημείου και υποδομής, όπως καθησυχαστικά λέγεται.

Πρόκειται για υπαρξιακή ρήξη ανάμεσα σε δύο κοσμοείδωλα. Εκείνη που βλέπει τον λόφο της ακρόπολης της Παπούρας ως ιερό και εκείνη που τον μετρά απλά με συντεταγμένες GPS. Πρόκειται για την απαξίωση του τοπίου ως μνήμης και την κατάλυσή του ως βιωματικού χώρου.

Αν σήμερα γίνει δεκτή η μετατροπή της Παπούρας από ακρόπολη του πνεύματος σε πλατφόρμα ραντάρ, τότε αύριο τι ακριβώς θα μείνει για να προστατεύσουμε; Η αρχαιολογία δεν είναι επιστήμη νεκροτομείου. Είναι πρωτίστως άσκηση ευθύνης. Και όταν οι ταγοί της υπογράφουν με εκπτώσεις, δεν παραδίδουν μόνο τις αρχαίες πέτρες στις ερπύστριες και στους εργολάβους, παραδίδουν και τη συνείδηση ενός ολόκληρου έθνους.

Το ΚΑΣ βρίσκεται σήμερα ενώπιον ενός ιστορικού διλήμματος. Ή θα σταθεί ως το τελευταίο ανάχωμα αξιοπρέπειας ή θα γίνει συνένοχος μιας αδιανόητης σιωπής και υποχώρησης. Από εκείνες που δεν ηχούν στην αρχή, αλλά αφήνουν βαθύ ίχνος στη μνήμη των επόμενων γενεών.

Η πολιτιστική κληρονομιά δεν είναι απλώς ζήτημα μνημείων και νόμων· είναι ζήτημα ταυτότητας, συνέχειας και ορατότητας του μέλλοντος μέσα από το φως του παρελθόντος.

Στον λόφο Παπούρα, πλάι στον οικισμό της Αρμάχας στο Καστέλλι, στα 494 μέτρα πάνω από τη θάλασσα, ανασκάφτηκε ένα μνημειακό σύνολο, μοναδικό στην Ελλάδα -πιθανό ιερό κορυφής- που η ίδια η φύση το προστάτεψε επί αιώνες. Τώρα απειλείται από την προτεινόμενη εγκατάσταση ραντάρ αεροναυτιλίας, που θα το περικυκλώσουν, θα αλλοιώσουν την τοπογραφία του και θα ακυρώσουν τη δυνατότητα επισκεψιμότητας και συνέχισης της αρχαιολογικής του τεκμηρίωσης και μελέτης.

Το μνημείο στον λόφο Παπούρα δεν μπορεί να αποκοπεί από τον τόπο του. Δεν είναι ένα απλό αρχαιολογικό εύρημα. Είναι σημαίνον σημείο, τοπόσημο στο φυσικό και συμβολικό ορίζοντα του μινωικού κόσμου, «που θα ανοίξει νέους ορίζοντες στην υπάρχουσα γνώση σχετικά με την κατοίκηση και την πολιτισμική δραστηριότητα στην περιοχή κατά την αρχαιότητα», σύμφωνα με δηλώσεις της ίδιας της υπουργού.

Η εγκατάσταση δύο σύγχρονων μεταλλικών όγκων (ραντάρ) στο ίδιο σημείο, όχι μόνο ακυρώνει τη δυνατότητα ανάδειξης του χώρου, αλλά προσβάλλει την αυθεντικότητα και την εσωτερική συνοχή του μνημείου -όπως προβλέπει και η Σύμβαση της UNESCO (1972) για τη διατήρηση του «πνεύματος του τόπου» (genius loci), καθώς και άλλες διεθνείς συμβάσεις οι οποίες έχουν ενταχτεί στην ελληνική νομοθεσία μνημείων και δεσμεύουν καθοριστικά τη χώρα.

Ο λόφος Παπούρα παραμένει ένας τόπος αναλλοίωτος από την εποχή των Μινωιτών. Αυτή η χρονική συνέχεια είναι στοιχείο μοναδικότητας και ιερότητας. Η παρουσία των ραντάρ εκεί θα συνιστά ρήξη με τη συνέχεια του τοπίου, διαταραχή του «ρυθμού» που ο Πικιώνης και ο Σεφέρης θεωρούσαν προϋπόθεση για κάθε αληθινή παρέμβαση σ’ αυτό και στη φύση.

Το μνημείο της Παπούρας είναι χώρος πνευματικής γεωγραφίας, όχι απλώς σημείο συντεταγμένων για ένα μεγάλο αναπτυξιακό έργο της Κρήτης.

Το ότι σήμερα σύμπασα η τοπική κοινωνία, αλλά και δεκάδες ειδικοί, αρχαιολόγοι και συλλογικοί φορείς, που θέτουν ως κορυφαίο ζητούμενο τη διάσωσή του, κινητοποιούνται, όχι από άρνηση της ανάπτυξης, αλλά από βαθύ σεβασμό στη μνήμη και την ιστορία, αυτό κάτι πρέπει να σημαίνει για τα μέλη του ΚΑΣ.
Ο λόφος Παπούρα είναι ένα μνημείο στο οποίο μπορεί και να κοιμάται ακόμη ένας Μινωικός θεός. Ας μην τον ξυπνήσουμε με τους θορύβους των ερπυστριών. Ας τον αφήσουμε να μιλήσει με τη γλώσσα των λίθων και του ανέμου. Το ΚΑΣ και το ΥΠ.ΠΟ. βρίσκονται ενώπιον μιας τεράστιας ιστορικής ευθύνης να διασώσουν τόσο το μνημειακό παλίμψηστο, όσο και την αισθητική και την πνευματική διάσταση της προστασίας του τοπίου ως ζώσας πολιτιστικής κληρονομιάς.

Ο Κωστής Ε. Μαυρικάκης είναι πολιτικός μηχανικός ΕΜΠ