Ένας «ναός του πνεύματος». Με αυτό το χαρακτηρισμό περιέγραφε το Γαλλικό Ινστιτούτο ο κυριότερος διαμορφωτής του στον ελληνικό χώρο, ο Οctave Μerlier, κατά τον 20ό αιώνα. Tο ίδρυμα αυτό, το πνευματικό αυτό «εργοστάσιο» («usine»), αποτελεί το αντικείμενο μελέτης του Νικόλα Μανιτάκη, αναπληρωτή καθηγητή Ιστορίας Γαλλικού Πολιτισμού στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, στο βιβλίο του με τίτλο «Το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών (1915-1961) – Η αειφορία των Ελληνογαλλικών πολιτιστικών σχέσεων» (από τις εκδόσεις «Ασίνη», 2022).
Η σπουδή αυτή θέτει και το αυτονόητο ερώτημα, για ποιους λόγους, δηλαδή, η συγγραφή και η έκδοση μιας ιστορικής μελέτης για το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών ή για το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδας, όπως αυτό ονομάζεται σήμερα.
Πέρα από το γεγονός ότι το βιβλίο αποτελεί επιστημονικό σύγγραμμα και σχεδόν μια ολιστική και συνθετική προσέγγιση του μεγαλύτερου θεσμού του γαλλικού κράτους στην ελληνική χώρα, ο ρόλος που διαδραματίζει διαχρονικά το Ινστιτούτο στην ανάπτυξη, διαμόρφωση και εξέλιξη των ελληνογαλλικών σχέσεων, αλλά και η δυναμική του ως ισχυρής εκπαιδευτικής και πνευματικής εστίας στην Ελλάδα, είναι δυνατόν να δίνει απάντηση στο τιθέμενο ερώτημα.
Θα έλεγα, επίσης, ότι η κυκλοφορία του αποκτά και ιδιαίτερη αξία σε μια εποχή κατά την οποία όλα αναθεωρούνται και προσεγγίζονται κάτω από νέες οπτικές και αναλύσεις, ιδιαίτερα μάλιστα μέσα στο πλαίσιο των σύγχρονων γεωπολιτικών διαφοροποιήσεων και πολιτικοοικονομικών συσχετισμών και ανακατατάξεων στον παγκόσμιο χώρο.
Η εύστοχη, επίσης, αναφορά του θέματος της Γαλλικής πολιτιστικής διπλωματίας, η «λογική» των διεθνών ανταγωνισμών και η διατύπωση των πολιτικών ήπιας ισχύος (soft power, έννοια εξαιρετικά ευρεία και πολύπλευρη), όπως ρητώς εγγράφονται στο βιβλίο, οδηγούν στην ανάδειξη μιας πολυπρισματικής θεματικής, με ποικιλία αναφορών και λειτουργικών συσχετίσεων.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί την πορεία εξέλιξης του θεσμού, τις συνάφειες και τη διασύνδεσή του με την ελληνική ιστορική συγχρονία και κουλτούρα, με την εκπαίδευση, με τον πολιτισμό και τις εγχώριες δομές του, αλλά και τις σχέσεις του με μεγάλες πνευματικές μορφές, όπως για παράδειγμα με τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Νίκο Σβορώνο κ.ά.
Η μελέτη αξιοποιεί με συστηματικό τρόπο την αξιολογική επιλογή ενός αχανούς και σπάνιου ερευνητικού υλικού, ενώ η ανάλυση και η σύνθεση οδηγούν σε οργανωμένα συμπεράσματα, βάσει των οποίων αναδεικνύονται, εκτός των άλλων, οι ιστορικές και οι κοινωνικές συνθήκες οι οποίες διαμόρφωσαν σημαντικές αποφάσεις για την ιστορία και την εξέλιξη του ιδρύματος.
Διερευνώνται, επίσης, οι λόγοι οι οποίοι συνέβαλαν σε συγκεκριμένες εκπαιδευτικές και πολιτιστικές επιλογές, στρατηγικές και στάσεις, ενώ φωτίζονται χαρακτηριστικά ερευνητικά ζητούμενα τα οποία είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε άλλες ομόλογες εργασίες.
Σπανίως εκδίδονται μελέτες πρώτιστα συνθετικές, και μάλιστα τέτοιου μεγέθους, στην ελληνική χώρα. Σε μια γλώσσα, επίσης, εξαιρετικά ζωντανή, άμεση και ρέουσα, σε μια γλώσσα, δηλαδή, που τελικώς επικοινωνεί. Το βιβλίο δεν αποτελεί μόνο ισχυρό και γόνιμο ερευνητικό και εκπαιδευτικό εγχειρίδιο, αλλά είναι χρήσιμο και για την ίδια τη γαλλική επιστημονική έρευνα, κουλτούρα και κοινωνία. Είναι, τέλος, σημαντικό συμπλήρωμα για την ίδια μελέτη της εθνικής μας αυτογνωσίας.