Εκείνη τη χρονιά για πρώτη φορά η Ανάσταση γίνεται πρωί πρωί και όχι τη δωδέκατη ώρα αφού οι Γερμανοί καταχτητές απαγορεύουν κάθε μετακίνηση ή φωτισμό από τη Δύση μέχρι την Ανατολή του ήλιου. Οι χωριανοί είναι μαζεμένοι στο ναό του Αγίου Γεωργίου πριν ο ήλιος ανατείλει και παρακολουθούν με ευλάβεια και βαθειά κατάνυξη τα αναστάσιμα τροπάρια. Ο ιερέας κάνει την απόλυση του όρθρου και ρωτά εάν ήρθαν όλοι ώστε να τελεστεί η ακολουθία της Αναστάσεως. Έτσι γινότανε τότε στις μεγάλες γιορτές, που γνωριζόμαστε αναμεταξύ μας και βεβαιώναμε το παππά ότι δε λείπει κανένας.
Σβήνανε τα κεριά από τα μανουάλια και τρέχαμε να πάρομε το Άγιο φως από τη λαμπάδα του ιερέα, ποιος θα ανάψει το δικό του κεράκι πρώτος. Μετά βγαίναμε στο προαύλιο ακολουθώντας το Ευαγγέλιο με τα εξαπτέρυγα. Στην πλατεία της εκκλησίας τα παιδιά του χωριού είχαν συγκεντρώσει ένα μεγάλο σωρό από κλήματα, βάτα και λιόκλαδα για να ανάψουν τη “φουνάρα” και να κάψουν τον Ιούδα. Ακούγεται το Χριστός Ανέστη και η καμπάνα ηχεί δυνατά και χαρμόσυνα.
Άπαντες φωνάζομε χρόνια πολλά και δίνομε το φιλί της αναστάσεως του Κυρίου. “Άντε και του χρόνου ελεύθεροι πια να εορτάσομε μέσα στην εκκλησιά κανονικά το Πάσχα” φωνάζει ο πατέρας και μας φιλεί έναν έναν. Οι νέοι βάζουν φωτιά στη φουνάρα, η καμπάνα συνεχίζει να χτυπά δυνατά και εγώ ψάχνω να βρω τη μάνα μου για να μου πει με ποιο παιδάκι θα τσουγκρίσω το κόκκινο αυγό που κρατώ τόση ώρα στο χέρι μου με αποτέλεσμα να έχουν γίνει κατακόκκινα τα δάχτυλά μου.
Απέναντί μου το Αννιώ, με το αυγό της στο χέρι επίσης, καμάρωνε γεμάτη χαρά τα καινούρια της ρούχα και τους φελλούς στα πόδια της, κάτι τσόκαρα με κόκκινα λουράκια που σχημάτιζαν φιόγκους στο πλάι. Γύρισε και μου χαμογέλασε. Ξαφνικά όμως ακριβώς πάνω μας, ψηλά στον ουρανό ακούγεται βόμβος από δυο αεροπλάνα που διασχίζουν τα σύννεφα. Στη στιγμή διακρίνομε να αφήνουν στον αέρα δυο μεγάλα αντικείμενα σα μακρουλές γκυκοκολοκύθες, να κάνουν ένα μικρό αναπήδημα και να φεύγουν γρήγορα προς τα δεξιά. Εκείνοι που γνώριζαν από αεροπλάνα, άρχιζαν να φωνάζουν ότι τα αντικείμενα είναι βόμβες και να κρυφτούμε όπου μπορούμε γιατί σε λίγη ώρα όταν αυτά πέσουν κάτω θα σκάσουν και θα σκορπιστούν τα βλήματα παντού.Πράγματι όταν οι βόμβες εγκατέλειψαν τα αεροπλάνα πήγαιναν σχεδόν οριζόντια για λίγα λεπτά και σιγά σιγά έπαιρναν κλίση προς το έδαφος ώστε φαίνονταν μεγαλύτερες και σφύριζαν δαιμονισμένα προκαλώντας τέτοιο πανικό σε όλους μας που δε περιγράφεται. Οι γυναίκες έξαλλες άρχισαν να τσιρίζουν και να στριμώχνονται στη πόρτα της εκκλησίας για να προλάβουν να μπούνε μέσα με τα μωρά τους στην αγκαλιά. Τα μεγαλύτερα παιδιά να ουρλιάζουν και να νομίζουν ότι τις έχουν χάσει, μαμά… μαμά… αντηχούσε ο τόπος και άντε να καταλάβει κανένας ποιο είναι το παιδί και ποια η μάνα. Οι περισσότεροι άντρες να τρέχουν να καλυφθούν πίσω από ψηλούς πέτρινους τοίχους για να προφυλαχτούν από τις βόμβες.
Οι πιο ψύχραιμοι, όπως ο πατέρας, παρακολουθούσαν τη πορεία τους και δεν έσπευσαν να κρυφτούν. Αυτές ύστερα από μια παράξενη τροχιά, απομακρύνθηκαν αρκετά από το χωριό μας και πήγαν και έπεσαν στο Ρούμα, σε απόσταση περίπου δυο χιλιομέτρων. Είδαμε τότε δυο λάμψεις τη μία μετά την άλλη. Έπειτα ανυψώθηκαν δυο νέφη μαύρου καπνού και έσμιξαν με τα σύννεφα. Τέλος ακούστηκαν ισχυροί κρότοι από τα βλήματα, που τραντάχτηκε όλος ο τόπος.
Έκλαιγα γοερά καθώς η μάνα μου, με έσερνε από το χέρι τόσο δυνατά με κίνδυνο να με ξεχερίσει. Ο πατέρας, μας αγκάλιασε σκεπάζοντάς μας με το μεγάλο σώμα του. Ανάμεσα στα μπράτσα του αντίκρισα σαστισμένος τους νιόπαντρους, το Ζαχάρη και τη Σοφία, να στέκουν αντικριστά, σα να μην εκτυλισσόταν τίποτα από όλα αυτά γύρω τους και να κοιτάζονται στα μάτια. Σταμάτησα το κλάμα.
Δε ξέρω αν το ονειρεύτηκα ή αν συνέβη αλήθεια, αλλά ο άντρας έσκυψε έντρομος στο κεφάλι της και η κοπέλα δακρυσμένη του πρόσφερε τα χείλη της. Σε ολόκληρη τη ζωή μου, δε μπορώ να θυμηθώ πιο πολύτιμο, πιο απεγνωσμένο φιλί, από το φιλί που αντάλλαξαν μέσα στην αναταραχή οι δυο εκείνοι νέοι. Έτσι λογάριαζα για πάντα το αναστάσιμο φιλί. Το φιλί της αγάπης.
[Το πορτραίτο – απόσπασμα, Αφροδίτη Φραγκιαδουλάκη]