Το φεγγάρι ήταν εκεί. Άρχιζε κάπως έτσι το κείμενο που μου διάβασε, ένα κείμενο που δεν είδα ποτέ, όσο κι αν πολλές φορές ζήτησα να μου το δώσει. Μου διαφεύγουν τα υπόλοιπα. Θυμάμαι μόνο πως ήταν γεμάτο τρυφερότητα και αγάπη.
Κάθε φορά που αντικρίζω το φεγγάρι, η φωνή της ζωντανεύει και η εικόνα του προσώπου της όλο και πιο θολή μού γνέφει από μακριά. Ποτίζεται το βλέμμα μου από το δροσάτο φως και αναζητά τα σημάδια όπου ακούμπησαν τα μάτια της. Στιγμές ονείρου και πίκρας.
Είναι πολλά χρόνια από τότε που η μοναξιά μπήκε στην ανθρώπινη ψυχή και εκφράστηκε με τους στίχους της Σαπφούς. Ερήμωσε στο μοναχικό της κρεβάτι, όταν χάθηκαν από τον ουρανό το φεγγάρι κι η πούλια. Και τόλμησε, πρώτη εκείνη να συνομιλήσει με τα άστρα και να τα καλέσει να την παρηγορήσουν. Κουράστηκαν, όμως, τόσους αιώνες κι εκείνα να δέχονται τις ανθρώπινες εξομολογήσεις. Φύγαμε κι εμείς από την εποχή της μαγικής σχέσης με τον κόσμο. Στην οδυνηρή μας πορεία υψώσαμε θριάμβους και λατρέψαμε άλλους θεούς.
Χάθηκε από τ’ αυτιά μου ο μαγευτικός ήχος που συνοδεύει την κίνηση των άστρων, όπως λέει ο Πλάτωνας. Η σοφία που κατακτήσαμε λάμπει σαν το διαμάντι, αλλά διαλύεται κάποτε και γίνεται κάρβουνο. Έπαψαν πια να κλαίνε λυπημένα τα πουλιά και να βουρκώνουν τα βουνά με τον καημό μας, όπως γίνεται στα δημοτικά τραγούδια.
Το φεγγάρι ήταν εκεί. Δεν ήταν όμως το ίδιο. Ήταν βυθισμένο στη σιωπή του. Πειθαρχικό στο αιώνιο χρέος ακολουθούσε τη μοίρα του χωρίς διαμαρτυρία. Με απόλυτη υποταγή. Μια μοίρα που αρνιέται η ψυχή μου να δεχτεί. Αφήνομαι να ξεγελιέμαι με ελπίδες ψεύτικες. Και η ομίχλη, που εισχωρεί από παντού ως το μυαλό, με περιπαίζει σαρκαστικά.
Το φεγγάρι ήταν εκεί. Εσύ απουσίαζες. Μια απουσία που προέκυψε, γιατί θέλησες να μπεις στον κόσμο των ονείρων σου, να γεμίσεις το κενό που σε κυνηγούσε πάντα και να ανοίξεις τα φτερά σου αναζητώντας αλλού έναν κόσμο, μια ουτοπία. Και το φεγγάρι ήταν εκεί και τα στενά που περπατήσαμε και οι τρυφερές στιγμές που αποκάλυπταν την ομορφιά του κόσμου.
Έβλεπα τη μορφή σου αέρινη, το βλέμμα σου σκοτεινό, άπλωνα το χέρι μου για να κρατήσω το δικό σου και έπιανα τον αέρα. Αρνιόμουν να δεχτώ την αλλαγή και ένα «γιατί» αιωρούταν χωρίς απάντηση μέσα μου.
Άργησα να δεχτώ την αλήθεια και τώρα που τα χρόνια περνούν απομένουν μόνο οι μνήμες και τα επιφωνήματα, αλλά και μια άδεια ηχώ που επιστρέφει τις σκέψεις μου, καθώς προσπαθώ να με δεχτούν τα πράγματα και να αρκεστώ, ευγνωμονώντας την τύχη για τις ώρες που μου δόθηκαν. Έχει και η μοναξιά την ομορφιά της, όταν είναι επιλογή σου.
Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος