Kαι να ‘θελα δεν θα μπορούσα να μείνω αδιάφορη, ή πολύ περισσότερο ασυγκίνητη, για μια ταινία που μοιάζει να αφορά το μεγαλύτερο μέρος του κινηματογραφόφιλου κοινού.

Η απήχηση του συγκεκριμένου “Joker” που κατάφερε να συγκεράσει χαρακτηριστικά του παλιού αλλά και του νέου κινηματογράφου, φαίνεται να χτύπησε φλέβα χρυσού.

Πάντα πίστευα ότι ο προορισμός της τέχνης είναι πανανθρώπινος.

Δεν ξεχωρίζει μυημένους ή μη, αλλά απλά συμπυκνώνει ανησυχίες και οράματα που αφορούν  την ίδια την ζωή.

Η αξία της πολλές φορές είναι αμφιλεγόμενη αλλά ποτέ αδιάφορη. Ο κινηματογράφος συγκρινόμενος στην απόδοση μ’ ένα λογοτεχνικό έργο έχει ένα πλεονέκτημα, μετατρέπει σε εικόνα αυτό που στο μυαλό του αναγνώστη μένει “άυλο”.

Το ύφος όμως, η ροή ενός έργου, όπως και η κεντρική ιδέα του, όσο πιο γρήγορα αναγνωριστούν από τον θεατή  ή τον αναγνώστη αντίστοιχα, τόσο πιο γρήγορα θα τον παρασύρουν στην απόλαυση ή στην παραίτησή του απ’ αυτό.

Στην περίπτωση του “Joker” τα πρώτα λεπτά της ταινίας σου τα δίνουν σχεδόν όλα, εκτός από τον επίλογο, που κι αυτός μπορεί να ανιχνευθεί. Ο τρόπος που ο Χοακίν Φοίνιξ, ο προικισμένος αυτός “Joker”, πέφτει πληγωμένος από τα ανελέητα χτυπήματα ομάδας νεαρών ατόμων που εκδικούνται την ίδια την ζωή για τη κατάντια τους, καταλαβαίνεις τι σε περιμένει να δεις.

Η πτώση, μια μικρή χορογραφία που μετατρέπεται νοερά, σαν σε θάνατο ενός πληγωμένου ζώου, η ξεχωριστή μουσική υπόκρουση η δυσκολία εντοπισμού του χρόνου και του τόπου που από την πρώτη σκηνή μοιάζει οικείος αλλά κι άγνωστος, όλα συνάδουν σε μια δυνατή ταινία όπως και είναι.

Τα μηνύματά της ξεκάθαρα, ο κοινωνικός αποκλεισμός η επικράτηση του αμοραλισμού, η τραγωδία που συγγενεύει άρρηκτα με την κωμωδία, εκφράζονται με τα ίδια μέσα. Το γελιο αντί για διέξοδος χαράς γίνεται εκδήλωση τρόμου κι απογοήτευσης.

Η τρέλα, η παράνοια συμπτώματα ενός κόσμου που ξέχασε τι σημαίνει συμπόνια, κατανόηση, γιατρειά για ανθρώπους καταδικασμένους στο περιθώριο.

Η ταινία στηριζόμενη σ’ ένα κόμικ χαρακτήρα και ακροβατώντας ανάμεσα σε μια πραγματικότητα ενός διαταραγμένου ανθρώπου αλλά κι ενός φανταστικού υπερήρωα, καταφέρνει να έχει συνοχή, κάτι δύσκολο αλλά απαραίτητο, ποντάροντας στην εκπληκτική ερμηνεία του Χοακίν Φοίνιξ που ψυχή τε και σώματι είναι παρών. Ο επίσης εξαιρετικός Ρόμπερτ Ντε Νίρο υποδυόμενος ένα δημοφιλή τηλεπαρουσιαστή δίνει την λάμψη παλιού σταρ, που τόσο πολύ κατέχει.

Με την ενορχήστρωση-σκηνοθεσία του Τοντ Φίλιπς, που φαίνεται να τιμά την παρακαταθήκη κλασικών συναδέλφων του, χαίρομαι που το νεανικό κοινό σύσσωμο λόγω συγκυριών αλλά και κατάλληλης προσέγγισης βρίσκει την ευκαιρία να παρακολουθήσει μια καλή ταινία με προδιαγραφές ποιότητας.