Βασικός πυλώνας κάθε πολιτεύματος είναι το εκλογικό σύστημα, που επιλέγεται και τίθεται σε ισχύ κάθε φορά. Δύο είναι οι πόλοι, γύρω από τους οποίους στρέφεται η διαμάχη του ενός ή του άλλου εκλογικού συστήματος: αυτοδύναμη Κυβέρνηση ενός κόμματος ή συνδυασμός περισσοτέρων του ενός κομμάτων. Τα μεν δεξιά κόμματα προτιμούν το πρώτο, τα δε αριστερά το δεύτερο. Ας επιχειρήσομε τώρα να ανιχνεύσομε ποιο είναι το σκεπτικό και η φιλοσοφία κάθε μιας από τις δύο αυτές τάσεις.
Ως πηγές θα χρησιμεύσουν και εδώ οι εξηγήσεις και οι αναλύσεις των δύο κορυφαίων κλασσικών φιλοσόφων, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Και οι δύο πιστεύουν ότι, όταν κατά τη διακυβέρνηση της χώρας τηρείται η νομιμότητα, το άριστο είναι οι εξουσίες να είναι συγκεντρωμένες στα χέρια ενός ανθρώπου, ο οποίος θα είναι κυρίαρχος. Περιπτώσεις τέτοιων πολιτευμάτων στην εποχή μας είναι μεταξύ άλλων τα πολιτεύματα της Γαλλίας, των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Κίνας.
Στις χώρες αυτές ο ανώτατος άρχων συγκεντρώνει τις μέγιστες εξουσίες, οι οποίες προέρχονται κατ’ ευθείαν από τον λαό. Στα πολιτεύματα αυτά η μέγιστη ισχύς του ανώτατου άρχοντα είναι, λόγω της φύσης του εκλογικού συστήματος, εκ των προτέρων εξασφαλισμένη. Μιλάμε πάντα για δημοκρατικά πολιτεύματα, όπου η δύναμη αντλείται από τον λαό, και όχι για δικτατορίες, στις οποίες πνίγεται η θέληση του κάθε λαού, ενώ καταπατούνται βάναυσα τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Στον αντίποδα βρίσκεται η Ελλάδα, η Γερμανία και άλλες χώρες, όπου οι μονοκομματικές Κυβερνήσεις είναι σπάνιο πράγμα και κυρίως θέμα τύχης. Αντίθετα, όταν κατά τη διακυβέρνηση υπάρχει παρανομία και διαφθορά, είναι προτιμότερο οι εξουσίες να είναι μοιρασμένες, οπότε θα έχομε με τη σημερινή ορολογία συνασπισμό κομμάτων. Στη μεν πρώτη περίπτωση της συγκέντρωσης των εξουσιών ο άρχων, όπως ήταν την εποχή εκείνη ο Περικλής, μπορεί να κάμει τόσο μεγάλο καλό όσο και μεγάλο κακό, ενώ στη δεύτερη συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι δυνατό να συμβεί.
Το πράγμα αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι αυτός, που διαθέτει μεγάλη δύναμη, μπορεί να επιτελέσει μεγάλα πράγματα είτε καλά είτε κακά ανάλογα με το ήθος του, πράγμα που σημαίνει ότι ο καλός θα κάμει καλά , ενώ ο κακός κακά πράγματα. Αντίθετα, μικρές φύσεις δεν μπορούν να κάμουν τίποτα το μεγάλο και σημαντικό, ούτε καλό ούτε κακό. Επομένως στην περίπτωση που είναι καλοί, θα κάμουν μικρά καλά, ενώ, όταν είναι κακοί , μικρά κακά. Κατά συνέπεια στην περίπτωση χρηστής διοίκησης τα καλά που γίνονται είναι μικρά, ενώ στην αντίθετη περίπτωση, δηλαδή της κακοδιοίκησης και της διαφθοράς τα κακά που γίνονται είναι μικρά, κυρίως επειδή ο ένας εμποδίζει τον άλλον( Πολιτικός 303 a-b).
Επειδή στην εποχή μας τα πράγματα έχουν αλλάξει και η δομή των πολιτευμάτων είναι διαφορετική από εκείνη της αρχαιότητας, παρουσιάζονται ιδιαίτερα προβλήματα. Με την ενισχυμένη αναλογική και την πριμοδότηση των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, παρέχεται μεν το πλεονέκτημα ότι δημιουργούνται ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για σχηματισμό Κυβέρνησης, αλλά και το μειονέκτημα ότι έχομε Κυβερνήσεις μειοψηφίας, οπότε αλλοιώνεται η φύση και η ουσία του δημοκρατικού πολιτεύματος, στο οποίο εξ ορισμού πρέπει να κυβερνά η πλειοψηφία των πολιτών. Για να αποφευχθεί το ατόπημα αυτό, πολλές χώρες στράφηκαν στην υιοθέτηση της προεδρικής δημοκρατίας, όπου στο τέλος μένουν δύο μόνον μονομάχοι, ώστε τελικά να επικρατήσει ο ένας από αυτούς.
Οι χώρες, που δεν προσχωρούν στην προεδρική δημοκρατία, βρίσκονται ανάμεσα σε δύο κακά, δηλαδή στο δίλημμα : ή να δεχτούν την ενισχυμένη αναλογική με την πριμοδότηση π.χ. των 50 βουλευτών, με συνέπεια να αλλοιώνεται ενίοτε το νόημα της δημοκρατίας, ή να υιοθετήσουν την απλή αναλογική, με αποτέλεσμα ενίοτε να ελλοχεύει ο κίνδυνος της της ακυβερνησίας.
Για να προσανατολιστεί κανείς σε μια καλύτερη λύση, πρέπει να θέσει το ερώτημα: τι είναι λιγότερο κακό, να έχομε κυβερνήσεις μειοψηφίας ή ακυβερνησία; Από την απάντηση, που ο καθένας θα δώσει στο ερώτημα αυτό, θα εξαρτηθεί και η υιοθέτηση της μιας ή της άλλης άποψης. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι τίποτα από αυτά δεν είναι απόλυτο, ώστε να έχουν αναντίλεκτη βεβαιότητα.
Αξίζει να θυμηθούμε για παράδειγμα ότι , αν και είχαμε ενισχυμένη αναλογική στα μέσα της δεκαετίας του 60, υπήρχε μεγάλη ακυβερνησία στη χώρα, αφού είχαμε σε ελάχιστο χρόνο πολλές εκλογικές αναμετρήσεις, με αποτέλεσμα να μειωθεί η ισχύς και η θωράκιση του κράτους, πράγμα που επωφελήθηκαν οι στρατιωτικοί, με το να χρησιμοποιούν το γεγονός αυτό ως δικαιολογία, προκειμένου να επιβάλουν στυγνή δικτατορία, με όλα τα κακά, που αυτό συνεπάγεται, με μέγιστο την κατάληψη της μισής Κύπρου από τους εξ Ανατολών γείτονές μας.
Στη δε περίπτωση των κυβερνητικών συνασπισμών μάς είναι ακόμα γνωστή η έκβαση της σύμπραξης δύο κομμάτων με αντίθετες ιδεολογικές τάσεις, καθώς και το οικτρό και άδοξο τέλος, που επιφύλαξε η τύχη στο μικρότερο εξ αυτών, το οποίο έσβησε από τον πολιτικό χάρτη. Ως βάση των δύο αυτών ρευμάτων χρησιμοποιήθηκαν κατά την αρχαιότητα τα δύο είδη ισότητας στη δικαιοσύνη, της αναλογικής και της αριθμητικής ισότητας, ή με τη σημερινή έννοια, η αναλογία και η ισότητα.
Ας εξετασθεί τώρα το εκλογικό σύστημα σε σχέση με τη δύναμη των κομμάτων. Το θέμα αυτό παρουσιάζει δύο όψεις ανάλογα με το κριτήριο αξιολόγησης, που θέτει κανείς κάθε φορά. Αν θέσει κανείς ως κριτήριο το γενικό καλό και το εθνικό συμφέρον, η απάντησή του θα εξαρτηθεί από το τι θεωρεί λιγότερο κακό, την κακή διακυβέρνηση ή την ακυβερνησία. Πάντως, σε παγματείες και αποφθέγματα διάσημων πολιτικών και φιλοσόφων έχει θεωρηθεί χειρότερο κακό η ακυβερνησία και το χάος σε σύγκριση με την κακή Κυβέρνηση.
Εδώ υπάρχει ωστόσο η δυνατότητα επιλογής. Υπάρχει όμως και το άλλο κριτήριο, που συναρτάται με τη δύναμη των κομμάτων, και συνδέεται άμεσα με τα μικροκομματικά συμφέροντα, δηλαδή τα μεν μεγάλα κόμματα θέλουν κατά κανόνα την ενισχυμένη αναλογική, διότι έτσι αυξάνονται οι πιθανότητες να κυβερνήσουν, τα δε μικρά θέλουν την απλή αναλογική, διότι δημιουργούνται δυνατότητες να συγκυβερνήσουν. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε η επιλογή του ενός κριτηρίου έναντι του άλλου καθορίζει και το ήθος του πολιτικού, με το αν αποβλέπει στο κομματικό ή στο εθνικό συμφέρον. Είναι εδώ σημαντικό να σημειωθεί ότι οι προτάσεις αυτές, κατά την ορολογία του Αριστοτέλη, δεν αντιστρέφουν.
Δεν σημαίνει δηλαδή ότι, όταν ένα μεγάλο κόμμα προτιμά την ενισχυμένη αναλογική, το κόμμα αυτό αποβλέπει κατ’ ανάγκη στο εθνικό συμφέρον, ή σε αντίθετη περίπτωση, στο κομματικό, διότι η ισχύς των κομμάτων δεν είναι σταθερή και αναλλοίωτη, αλλά ρευστή και μεταβαλλόμενη. Αυτό που παραμένει πιο σταθερό είναι η ιδεολογία και η κομματική ένταξη. Ως παράδειγμα για τις αναλύσεις αυτές θα μπορούσε ίσως να χρησιμοποιηθεί η συνέντευξη, που έδωσε ο Πρωθυπουργός προχθές, στις 26 Μαΐου, σε τηλεοπτικό σταθμό πανελλαδικής εμβέλειας. Εκεί καταφέρθηκε εναντίον της Προέδρου του ΚΙΝΑΛ κας Φώφης Γεννηματά, διότι αν και μικρό κόμμα, θέλει να επαναφέρει την ενισχυμένη αναλογική.
Το σκεπτικό του ήταν ότι με το εκλογικό αυτό σύστημα απομακρύνεται το ενδεχόμενο να ανέβει στην εξουσία και να συγκυβερνήσει, πράγμα που στρέφεται εναντίον όχι μόνον των συμφερόντων του κόμματος, του οποίου ηγείται, αλλά και εναντίον της ίδιας, ως αρχηγού κόμματος. Το γεγονός αυτό, να απεμπολεί δηλαδή κανείς τα συμφέροντά του, θεωρήθηκε ανεξήγητο, ακατανόητο και ασύλληπτο στον ανθρώπινο νου. Η σκέψη αυτή, όπως ακούγεται χωρίς περαιτέρω διευκρινήσεις, δημιουργεί αλγεινή εντύπωση και δυσμενές κλίμα των οπαδών και ψηφοφόρων του κόμματος εναντίον της Προέδρου, με πιθανή συνέπεια τη διάλυση του κόμματος και την καθαίρεσή της.
Όμως, ένας νουνεχής και εχέφρων πολίτης δεν πρέπει να δεχτεί αβασάνιστα και επιπόλαια μια τέτοια εκδοχή , ας μου επιτραπεί η έκφραση, μαζοχισμού, αλλά οφείλει αλλού να αναζητήσει την αιτία της στάσης της Προέδρου, διότι εκτός του λόγου, που θα αναπτύξομε στα επόμενα, μπορεί να θεωρηθεί πιο άτοπη και δυσκολονόητη η σκέψη αυτή του Πρωθυπουργού, παρά τα λόγια της Προέδρου. Είναι δηλαδή περισσότερο δυσκολονόητο να μέμφεται κανείς κάποιον άλλον, επειδή έχει διαφορετική γνώμη, με δεδομένο ότι θέτει διαφορετικά κριτήρια, παρά να διατυπώνεις ευθαρσώς τη άποψή σου.
Δεν μπορώ να γνωρίζω τι ενδεχομένως να σκέφτηκε η κα Γεννηματά, η οποία ανεξάρτητα από την πολιτική της ικανότητα, που δεν είμαι εγώ αρμόδιος να κρίνω δημόσια, είναι στολίδι και καύχημα στην πολιτική της χώρας μας, διότι, παρά τις αντιξοότητες, την περιπέτεια της υγείας της ίδιας και των γονέων της, παρά το γεγονός ότι είναι σύζυγος και μητέρα τριών παιδιών, έχει την τόλμη και το θάρρος ως γυναίκα να γίνει αρχηγός κόμματος, πράγμα που την τιμά ιδιαίτερα.
Με βάση το σκεπτικό ότι το γυναικείο φύλλο καταπιέζεται, διώκεται και βασανίζεται ακόμα και σε υψηλές κοινωνίες ανά την υφήλιο, θα έπρεπε ίσως να προσεχθεί ιδιαίτερα η ποσόστωση μεταξύ ανδρών και γυναικών αναφορικά με τους αρχηγούς κομμάτων. Μου επιτρέπεται λοιπόν να υποθέσω ότι η κα Γεννηματά προέταξε στην κλίμακα των αξιών της το εθνικό και όχι το μικροκομματικό συμφέρον, με βάση το σκεπτικό που ανέπτυξα παραπάνω. Πρόκειται συνεπώς για μια πράξη, που προδίδει υγιείς αρχές ενός ευνομούμενου δημοκρατικού πολιτεύματος.
Καθ’ όλη τη μακραίωνη ιστορία του πολιτικού στοχασμού ανά τον κόσμο ολόκληρο ορθά πολιτεύματα είναι εκείνα, στα οποία ο πολιτικός αποβλέπει στο κοινό και όχι στο ατομικό συμφέρον. Ήθελα, τέλος, να επισημάνω μια μικρή ακόμα λεπτομέρεια, η οποία δεν είναι αμελητέα. Από όσα κατάλαβα ακούοντας τα ΜΜΕ, σχημάτισα την εντύπωση ότι η κα Γεννηματά είναι μεν υπέρ της ενισχυμένης αναλογικής, όχι όμως στο βαθμό που ισχύει σήμερα, δηλαδή των 50 εδρών, αλλά υπέρ μιας περιορισμένης αναλογικής, ώστε, αντί να μιλάμε για 50 έδρες , να δίδονται λιγότερες στο πρώτο κόμμα.
Πώς μπορεί τώρα να εξηγηθεί αυτό; Γιατί δηλαδή δεν είπε να δίδονται περισσότερες από 50 έδρες, αλλά προτίμησε τις λιγότερες; Το γεγονός αυτό ερμηνεύεται εύκολα αν ληφθεί υπόψη το παραπάνω σκεπτικό, σύμφωνα με το οποίο όσο πιο δεξιό είναι ένα κόμμα τόσο περισσότερο ενισχυμένη αναλογική επιζητεί, ενώ όσο πιο αριστερό είναι το κόμμα τόσο λιγότερο αναλογική ,μέχρι να φτάσει στην απλή αναλογική, η οποία τελικά και αυτή είναι σχετική. Το ΚΙΝΑΛ, όπως τουλάχιστο το βλέπω εγώ βρίσκεται στο μέσον της δεξιάς και αριστεράς, δηλαδή στον κεντρώο χώρο κατά το πρότυπο του Γεωργίου Παπανδρέου, του «γέρου της δημοκρατίας» κατά τη δεκαετία του 50’.