Με τη νέα χρονιά, ολοένα και περισσότεροι συμπολίτες μου με ρωτούν το ίδιο πράγμα: “Θα γίνουν φέτος εκλογές”;

Λογικά, είναι ένα ερώτημα που θα έπρεπε να απασχολεί πρωτίστως εμένα που είμαι και άμεσα ενδιαφερόμενος. Περιέργως πώς, φαίνεται πως απασχολεί και τον κόσμο.

Θα προτιμούσα τα ερωτήματα να είναι άλλα.

Για παράδειγμα, πώς θα πετύχουμε μεγαλύτερη ανάπτυξη. Πώς θα δοθούν κίνητρα στην επιχειρηματικότητα. Πώς θα αρθούν τα εμπόδια που αναστέλλουν την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας. Πώς θα ξεπεράσουμε την υγειονομική κρίση. Πώς θα αντιμετωπίσουμε το λαθρομεταναστευτικό και τα ζητήματα εθνικής ταυτότητας. Πώς θα προσαρμοστούμε στη νέα εποχή της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης. Πώς θα ενισχύσουμε το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Πώς θα αναβαθμίσουμε το Κοινωνικό Κράτος. Και τόσα άλλα…

Οι εκλογές, πόσο μάλλον οι πρόωρες, είναι ένα θέμα δευτερεύουσας σημασίας, κατά τη γνώμη μου, που δεν θα έπρεπε να μας απασχολεί.

Πρώτον, διότι υπάρχει ο εκλογικός κύκλος που οφείλει να ολοκληρώνεται. Οι κυβερνήσεις εκλέγονται με ορίζοντα τετραετίας, όπως ορίζει το Σύνταγμα. Και επιτέλους πρέπει να μάθουμε να σεβόμαστε αυτήν την συνταγματική επιταγή.

Δεύτερον, διότι η επίλυση των προβλημάτων και η αντιμετώπιση των θεμάτων που έχουμε μπροστά μας δεν επέρχεται με τις εκλογές. Μακάρι να λύναμε τα θέματά μας κάνοντας κάθε λίγο και λιγάκι εκλογές…

Τρίτον, διότι το δίλημμα των εκλογών θα είναι το ίδιο, είτε γίνουν στο τέλος της τετραετίας, όπως κατ’ επανάληψη έχει διαβεβαιώσει ο Πρωθυπουργός, είτε γίνουν πρόωρα. Και αυτό (θα) είναι “ποιος μπορεί καλύτερα”.

Ποιος μπορεί να διαχειριστεί πολύπλοκα ζητήματα με έντονο το χαρακτήρα της κρίσης που βρίσκονται σε εξέλιξη ή έπονται.

Αυτό (θα) είναι το ερώτημα που θα κληθούν να απαντήσουν οι πολίτες στην κάλπη. Στην ερώτηση αυτή, η απάντηση που δίνω είναι προφανής και είναι στέρεη. Προκύπτει στην πράξη και από την πραγματικότητα.

Η παρούσα κυβέρνηση κρίνεται και θα κριθεί από τον τρόπο που αντιμετώπισε πλείστες κρίσεις που κλήθηκε να διαχειριστεί και να συγκριθεί με τον τρόπο που θα τις αντιμετώπιζε μια άλλη κυβέρνηση που επίσης όμως είχε κριθεί σε ανάλογες, ίσως ομαλότερες, συνθήκες και περιστάσεις.

Είναι προφανές πως σύγκριση δεν υπάρχει!

Συνεπώς, η μόνο η σύγκριση είναι ο καλός εαυτός αυτής της κυβέρνησης με τον καλύτερο ή τον ιδανικό εαυτό της. Κοινώς, ο μόνος αντίπαλός μας είναι οι προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας και καλύτερος τρόπος με τον οποίο θα ανταποκριθούμε σε αυτές. Από αυτόν και θα κριθούμε στο τέλος της τετραετίας…

*Ο Μάξιμος Σενετάκης είναι πολιτικός μηχανικός ΕΜΠ, βουλευτής ΝΔ Ηρακλείου