Toυ Αριστείδη Κολετζάκη*
Η Κυπριακή Δημοκρατία ιδρύθηκε την 16η Αυγούστου του 1960 ως αποτέλεσμα των συνδιασκέψεων της Ζυρίχης και του Λονδίνου αλλά επί της ουσίας λειτούργησε μόλις για τρία έτη καθώς το 1963 ξέσπασε συνταγματική κρίση με τον Μακάριο να προσπαθεί να την καταπολεμήσει με την Συνταγματική τροποποίηση των 13 σημείων. Την ίδια στιγμή η τουρκοκυπριακή κοινότητα αντέδρασε έντονα κατηγορώντας την ελληνοκυπριακή κοινότητα πως αναζητεί ακόμα την ένωση με την Ελλάδα. Εν συνεχεία οι διακοινοτικές ταραχές έλαβαν χώρα τα Χριστούγεννα του 1963 με τους τουρκοκύπριους να αποχωρούν από τη διοίκηση της Κυπριακής Δημοκρατίας υποστηρίζοντας πως εξαναγκάσθηκαν να αποχωρήσουν. Τέλος, εκείνη την περίοδο και ενώ οι διακοινοτικές ταραχές ευρίσκονταν στο επίκεντρο, η Τουρκία απειλούσε πως θα επέμβει στις εξελίξεις υπό το ρόλο του εγγυητή που έχει αναλάβει με τη Συνθήκη Εγγυήσεως, η οποία συνθήκη είχε συνοδεύσει την ανεξαρτησία το 1960.
Οι μαινόμενες διακοινοτικές ταραχές οδήγησαν το Συμβούλιο Ασφαλείας να παρέμβει για πρώτη φορά εκδίδοντας ψήφισμα με το οποίο ζητούσε από την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για τον τερματισμό των ταραχών ενώ συνέστησε και τη δημιουργία ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ στην Κύπρο. Πρόκειται για τη λεγάμενη UNFICYP (United Nations Force In Cyprus), για την εγκαθίδρυση της οποίας ο ΟΗΕ αιτήθηκε της συναίνεσης της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί πως όλα τα μετέπειτα ψηφίσματα που αφορούν την ανανέωση της UNFICYP επικαλούνται τη συναίνεση της κυπριακής κυβέρνησης αναγνωρίζοντάς την ως τη νόμιμη κυβέρνηση του κράτους. Ενδιαφέρουσα εδώ είναι η στάση της τουρκοκυπριακής πλευράς η οποία θεωρεί κάθε απόφαση της κυβέρνησης Κυπριακής Δημοκρατίας ως αντισυνταγματική καθώς δεν συμμετέχουν σ’αυτή οι τουρκοκύπριοι. Έχει καταστεί, όμως, σαφές ότι η προαναφερθείσα τουρκοκυπριακή άποψη δεν βρίσκει αντίκρυσμα στις τάξεις του ΟΗΕ.
Σημαντική στιγμή όσον αφορά στις ταραχές ήταν ο βομβαρδισμός της Τυλληρίας από την Τουρκία η οποία έκανε πράξη τις απειλές της στερώντας τη ζωή σε δεκάδες ελληνοκύπριους παραβιάζοντας για πρώτη φορά τον θεμελιώδη κανόνα του Διεθνούς Δικαίου περί απαγόρευσης χρήσης βίας. Η Τουρκία δικαιολόγησε την παρέμβαση της ως μέτρο προστασίας των τουρκοκυπρίων το οποίο έλαβε στη βάση του Άρθρου 4 της Συνθήκης Εγγυήσεως.
Την 15η Ιουλίου 1974 διενεργήθηκε πραξικόπημα εις βάρος του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας το οποίο υποκινήθηκε από την ελληνική χούντα και στόχευε στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ακολούθως, την 20η Ιουλίου 1974 η Τουρκία εισέβαλε στην Κυπριακή Δημοκρατία παραβιάζοντας για δεύτερη φορά τον θεμελιώδη κανόνα περί απαγόρευσης χρήσης βίας, με το Συμβούλιο Ασφαλείας να εκδίδει ψήφισμα απαιτώντας τον τερματισμό της στρατιωτικής επέμβασης χωρίς όμως να την χαρακτηρίζει ως εισβολή.
Κατά την πρώτη φάση της εισβολής φανερώθηκε ο ρόλος που έμελλε να διαδραματίσει η Συνθήκη Εγγυήσεως. Ζήτημα υψίστης σημασίας εγείρει το άρθρο 4 της υπό εξέταση συνθήκης το οποίο προβλέπει ότι σε περίπτωση παραβίασης των προνοιών της συνθήκης εγγυήσεως, οι εγγυήτριες δυνάμεις αναλαμβάνουν την υποχρέωση να διαβουλεύονται μεταξύ τους. Σε περίπτωση όμως που δεν επέλθει συμφωνία μέσα από τις διαβουλεύσεις τότε καθεμιά από τις εγγυήτριες δυνάμεις επιφυλάσσονται του δικαιώματος να αναλάβουν δράση με μοναδικό σκοπό τη διατήρηση της τάξης πραγμάτων που εγκαθίδρυσε το Σύνταγμα.
Το νομικό επιχείρημα με το οποίο η Τουρκία επιδίωξε να νομιμοποιήσει την εισβολή της στην Κύπρο θεμελιώνεται στη θέση της ότι είχε την υποχρέωση να διασφαλίσει την ακεραιότητα και την ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας βάσει της Συνθήκης Εγγυήσεως υπό την ιδιότητα της εγγυήτριας δυνάμεως. Έθεσε, λοιπόν, τις βάσεις του επιχειρήματος υπογραμμίζοντας πως η διαβούλευση πριν την 20η Ιουλίου με τις υπόλοιπες εγγυήτριες δυνάμεις απέτυχε και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο εισέβαλε για να αποκαταστήσει τη συνταγματική τάξη στο νησί.
Βέβαια, πρόκειται για ένα επιχείρημα που είχε αποδομηθεί από τον νομικό Hans Kelsen ήδη από το έτος 1959 σε σχετική γνωμοδότηση περί του επίμαχου άρθρου 4 της Συνθήκης Εγγυήσεως έπειτα από παρακίνηση του ΟΗΕ. Ο Hans Kelsen ήδη από τότε είχε σημειώσει πως το δικαίωμα των εγγυήτριων δυνάμεων να αναλάβουν δράση βάσει του άρθρου 4(the right to take action) δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση δικαίωμα να λάβουν στρατιωτική δράση (the right to take military action). Βέβαια υπάρχει και η αντίθετη άποψη που στηρίζεται στην γραμματική ερμηνεία του άρθρου αλλά ακόμα και απ’ αυτήν την άποψη να θεωρηθεί πάλι ότι αποκλείεται κάθε δικαίωμα στρατιωτικής δράσης με σκοπούς διχοτόμησης λόγω της ύπαρξης του άρθρου 2 της Συνθήκης Εγγυήσεως. Επιπροσθέτως, ενώ η πρώτη φάση της εισβολής είχε πραγματοποιηθεί, η ελληνοκυπριακή πλευρά αντιμετώπισε το επιχείρημα της Τουρκίας σημειώνοντας πως εάν το επίμαχο Άρθρο 4 επέτρεπε στρατιωτική επέμβαση τότε θα ήταν εξ αρχής άκυρο αφού θα παραβίαζε κανόνες jus cogens. Επιπλέον, το τουρκικό επιχείρημα αποδυναμώνεται ακόμα περισσότερο λόγω του Άρθρου 2(4) του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών περί απαγόρευσης χρήσης βίας. Οπότε εάν η Συνθήκη Εγγυήσεως έδιδε τέτοια δυνατότητα στρατιωτικής δράσης τότε θα ήταν σε σύγκρουση με το Άρθρο 2(4) του Καταστατικού Χάρτη ενώ βάσει του Άρθρου 103 του Καταστατικού Χάρτη εκείνος υπερισχύει έναντι οποιασδήποτε διεθνούς συμφωνίας που αντίκειται σ’ αυτόν.
Με την πραξικοπηματική κυβέρνηση Σαμψών να παραμένει στην εξουσία για μόλις 8 ημέρες, η Κυπριακή Δημοκρατία προσήλθε στη συνδιάσκεψη της Γενεύης την 13η Αυγούστου με Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον μέχρι πρότινος Πρόεδρο της Βουλής, Γλαύκο Κληρίδη. Σε εκείνη την συνδιάσκεψη η Κυπριακή Δημοκρατία απέρριψε την πρόταση της Τουρκίας περί διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας και ως εκ τούτου η τελευταία εξαπέλυσε νέο κύμα εισβολής το οποίο τερματίστηκε στο όριο της πράσινης γραμμής δίχως να υπογραφεί συνθήκη κατάπαυσης του πυρός. Καμία τέτοια συνθήκη δεν υπεγράφη ακριβώς επειδή η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στην δύσκολη περίοδο που ακολούθησε η παράνομη κατοχή συνεχιζόταν ενώ το 1983 στο κατεχόμενο τμήμα της νήσου αυτοανακηρύχθηκε η λεγάμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου». Το Συμβούλιο Ασφαλείας παρακολουθώντας τα γεγονότα αντέδρασε εκδίδοντας ψήφισμα με το οποίο θεώρησε τη διακήρυξη της ΤΔΒΚ ως άκυρη ζητώντας από τη διεθνή κοινότητα κρατών να μην την αναγνωρίσει. Η αντίδραση του Συμβουλίου ασφαλείας συνεχίστηκε όταν αντελλάγησαν πρέσβεις μεταξύ της ΤΔΒΚ και της Τουρκίας.
Ακριβώς τότε το Συμβούλιο εκδίδοντας το πλέον ισχυρό ψήφισμα στην ιστορία του Κυπριακού προβλήματος καταδίκασε τις αποσχιστικές πράξεις και κάλεσε τη διεθνή κοινότητα να μην συνδράμει με κανένα τρόπο στην ύπαρξη αυτής της παράνομης οντότητας. Τέλος, το περιεχόμενο της μη αναγνώρισης συνίσταται τόσο σε αποχή από συμβατικές σχέσεις με το προαναφερθέν μόρφωμα, σε απουσία διπλωματικών και προξενικών σχέσεων με το προαναφερθέν μόρφωμα όσο και σε αποχή από οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα που θα ενίσχυε το εν λόγω μόρφωμα.
Η αυτοαποκαλούμενη ως «Τουρκική Δημοκρατία Βορείου Κύπρο» αποτελεί μία εμβληματική περίπτωση κράτους-ανδρεικέλου. Ειδικότερα, το πρώτο στοιχείο που οδηγεί σ’ αυτήν την διαπίστωση είναι πως το εν λόγω μόρφωμα γεννήθηκε κατά παράβαση του κανόνα περί απαγόρευσης χρήσης βίας στις διεθνείς σχέσεις μέσω της παράνομης τουρκικής εισβολής και της συνεχιζόμενης παράνομης κατοχής της βόρειας Κύπρου.Το δεύτερο κρίσιμο στοιχείο που επίσης φανερώνει το status του εν λόγω μορφώματος ως κράτους- ανδρεικέλου είναι το γεγονός ότι εξαρτάται άμεσα από την Τουρκία, η οποία είναι η κατέχουσα δύναμη.
Συμπερασματικά, ανεξάρτητα από τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και βάσει των κανόνων του διεθνούς δικαίου, η ΤΔΒΚ δεν αποτελεί κράτος διότι ελλείπει η ανεξαρτησία που αποτελεί κρίσιμο στοιχείο. Στην περίπτωση αυτή απουσιάζει το προαναφερθέν στοιχείο διότι η ΤΔΒΚ εξαρτάται άμεσα από την Τουρκία. Αλλά, ακόμα και εάν η Τουρκία μαζί με τα στρατεύματά της αποχωρήσει από τη νήσο αποσύροντας και τη στήριξη της και πάλι δεν θα υφίσταται κράτος διότι η ΤΔΒΚ προέκυψε από παραβίαση κανόνων Διεθνούς Δικαίου jus cogens.