Ξεκίνησε πρωί πρωί για να πάει στο χωράφι του ο μπάρμπα Γιωργής…

Όλη κι όλη μια αίγα του απόμεινε, για να ’χει η γριά του να πίνει ένα ποτήρι γάλα. Άσε που πολύ τους άρεσε το ρυζογαλάκι, όπως και το γάλα με το αλεσμένο στάρι!

Χρόνων πολλών συνήθεια ήταν αυτή!

Στη νιότη του είχε και γαϊδούρια, είχε και δυο πρόβατα και ακόμη είχε τρεις αίγες…

Τα γερατειά όμως, δεν του επέτρεπαν πλέον τέτοια.

Καθημερινά, όταν ο καιρός το επέτρεπε, έπαιρνε την αίγα και την πήγαινε στην εξοχή…

Τόσα χρόνια η ίδια καθημερινότητα. Ήταν συνήθεια πια να πηγαίνει στη φύση. Άσε που δεν του άρεσε το γρουσουζιλίκι του καφενείου…

Έκανε τη βόλτα του, και αναλόγως την εποχή όλο και κάτι θα μάζευε. Άλλοτε έβρισκε αγριορόδικο, άλλοτε μάζευε σύκα ή ρόγδια-ξαρέσκι για τη νοικοκερά του που, πριν χτυπήσει η καμπάνα του σπερνού, τονέ περίμενε στην πόρτα!

Κατά το μεσημεράκι άνοιξε το μπολάκι που του ’χει ετοιμάσει η γριά του: Δυο πατατούλες κι ένα κομμάτι κοτόπουλου που ’χε απομείνει από χθες το βράδυ.

Μόλις που πρόλαβε να ανοίξει το χρειασίδι με το φαγητό και να σου μια σφήκα να θέλει σώνει και καλά μερίδιο!

Την έδιωξε μια, την έδιωξε δυο, την έδιωξε τρεις και πέντε μα, αυτή, αντί να συναισθανθεί ότι είναι ανεπιθύμητη, όχι μόνο επέμενε, αλλά είχε αρχίσει και τις απειλές…

«Φύγε το καλό που σου θέλω», της είπε στωικά ο μπάρμπα Γιώργης που δεν είχε σκοτώσει στη ζωή του μηδέ μελίτακα…

Η ενοχλητική σφήκα απομακρύνθηκε για λίγο κι ύστερα εμφανίστηκε κι άλλη! «Πήγε και ζήτησε ενισχύσεις», σκέφτηκε μονολογώντας ο μπάρμπα Γιώργης… γιατί σε λίγο εμφανίστηκε και μια τρίτη και μια τέταρτη!

«Δεν πάμε καθόλου καλά», είπε ο γέροντας ξωμάχος… και θυμήθηκε μια αρχέγονη τέχνη που είχε διδαχτεί από το μακαρίτη τον κύρη του: «Έλα να σου μάθω τη γητειά για τσοι σφήγκες και μόλις τσοι δεις να ξεσμυγιόνουνται και να σε απειλούν θα τη λες κι θα υπνωτίζουνται» του είχε πει και πράγματι!

Μόλις που είχε αρχίσει να λέει τη γητειά αυτή και λες και οι σφήγκες ήπιαν ρακή κι άρχισαν τους κύκλους κι ύστερα, αποκαμωμένες ξάπλωναν καταγής!

«Κατέχεις για τσοι κακούς αθρώπους καμιά γητειά μπάρμπα Γιώργη;», τον ρώτησα μια μέρα που μου διηγιότανε ετούτη την ιστορία.

«Εγώ παιδί μου γατέω να γητεύγω μονάχα τσοι σφήγκες, τσοι σβούρους, τσοι σκορπιούς και τσοι όφιδες… Οι αθρώποι είναι κακά έχνη…», είπε ο σοφός γέροντας…

Σε ρώτηξα μπάρμπα Γιώργη, γιατί οψές έδιωξα μια μολυσμένη «σφήγκα» που χρόνια τώρα τρώει από ξένο πιάτο και εξεσμυγιώθηκε όλος ο εσμός να πέσει να με κατασπαράξει!

«Θεριά οι άνθρωποι, δεν μπορούν

το φως να το σηκώσουν.

Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή

σαν την αλήθεια της σιωπής.

Χίλιες φορές να γεννηθείς,

τόσες θα σε σταυρώσουν»… είπε ο Κώστας Βάρναλης…

 

*Ο Μανώλης Σπανάκης είναι δημοσιογράφος