Για τις  εκτελέσεις των εκατοντάδων αθώων ανθρώπων και τις καταστροφές  που διέπραξαν οι Γερμανοί  κατακτητές στην Επαρχία της Βιάννου και χωριών της επαρχίας Ιεράπετρας   το  Σεπτέμβρη του έτους  1943  έχουν γράψει πολλοί και έχουν αναφέρει  τα γεγονότα με λεπτομέρειες.

Αυτά όμως που δεν έχουν αναφερθεί επαρκώς είναι οι συνέπειες που ακολούθησαν, αφού το αίμα άφησε πίσω του γυναίκες χήρες,  παιδιά ορφανά τα οποία δεν είχαν καμία προστασία. Τα σπίτια κατεστραμμένα,  η πείνα και η φτώχεια  ήταν τόσο μεγάλες που η σημερινή Μόρια μπροστά  στην περίοδο εκείνη,   μοιάζει σαν παράδεισος. Οι ηρωίδες μάνες  με τρία και τέσσερα μικρά  παιδιά ορφανά από πατέρα, ήταν εκείνες που σήκωσαν το σταυρό του μαρτυρίου για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της επιβίωσης τους.

Ψωμί  δεν υπήρχε,  τα παιδιά έμεναν νηστικά  όχι μερικές μέρες αλλά και εβδομάδες ολόκληρες και πολλά πέθαιναν από την πείνα, αφού τα πάντα είχαν καταστραφεί  και  ακόμη κι ο αέρας ήταν μολυσμένος από τους καπνούς των  νεκρών και των σπιτιών που κάηκαν, που είχαν γίνει παρανάλωμα του πυρός, από τις   θηριωδίες των κατακτητών.

Το Ελληνικό Κράτος ήταν υπό κατοχή και δεν υπήρχε καμία δυνατότητα  βοήθειας στους αναξιοπαθούντες κατοίκους της περιοχής, οι  γυναίκες και τα παιδιά λιμοκτωνούσαν και πέθαιναν από την πείνα.

Η  μόνη βοήθεια λοιπόν ήταν η επαιτεία. Έφευγαν λοιπόν οι χήρες γυναίκες κατά ομάδες και πήγαιναν στα  διάφορα χωριά  να  ζητιανέψουν  για ένα κομμάτι ψωμί, για να ζήσουν  αυτές  και τα παιδιά τους.  Επισκεπτόταν λοιπόν τα διάφορα χωριά  και σε ερώτηση από πού ήταν, η  μόνιμη απάντηση τους ήταν από τα καμένα χωριά.

Επειδή όμως και οι κάτοικοι σε άλλες περιοχές δεν είχαν περίσσευμα αγαθών για να βοηθήσουν τις κατατρεγμένες γυναίκες,  όσες   ήταν τυχερές να φιλοξενηθούν  και να τους δώσουν  ένα κομμάτι ψωμί, για  να μπορέσουν να συντηρηθούν στη ζωή,  ήταν   να μείνουν σε ένα  στάβλο  παρέα με  τα ζώα  και οι πιο τυχερές μέσα σε φούρνους.   Οι συνθήκες λοιπόν που αντιμετώπιζαν  ήταν άθλιες και η μόνη λύση, που είχαν,  ήταν  η  επαιτεία ή ο θάνατος.

Για να δείξω λοιπόν  την άθλια οικονομική  κατάσταση και  τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι  επιζήσαντες κάτοικοι της  καταστρεμμένης  από τους Ναζί   Επαρχίας  Βιάννου,  αναφέρω  ένα περιστατικό που έζησα ως δεκάχονο παιδί.

Το χειμώνα  λοιπόν του 1944  ήρθε στον Αχεντριά,   ένας  άνδρας  από το Καλάμι της Βιάννου, ο οποίος   είχε γλυτώσει από τα βόλια των Γερμανών κατακτητών και  είχε φορτώσει σε δύο ζώα πέντε ασκιά λάδι, τρία στο ένα και δύο στο άλλο, το οποίο πουλούσε  για να πάρει  λίγο κριθάρι.

Πήγε λοιπόν  σε ένα καφενείο του χωριού  ξεφόρτωσε το λάδι και ζητούσε αγοραστή, αλλά κανείς δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον,  αφού  δεν υπήρχε  οικονομική δυνατότητα για να το αγοράσουν.

Κάποια στιγμή λοιπόν πήγε στο καφενείο ένας ο οποίος είχε αλευρόμυλο και μπορούσε να αγοράσει τα λάδι.   Γνωρίστηκε λοιπόν με τον πωλητή του λαδιού και συμφώνησαν να αγοράσει το λάδι, φορτώνει λοιπόν στα δυο ζώα τα πέντε  ασκιά με το λάδι και πάνε στο σπίτι του αγοραστή, το οποίο βρισκόταν  σε απόσταση περίπου τριακόσια μέτρα.

Συμφωνούν  λοιπόν την τιμή του λαδιού αλλά είδος με είδος, δηλαδή πόσο λάδι και πόσο κριθάρι. Και η  συμφωνία  ήταν άκουσον, άκουσον  οκτώ οκάδες λάδι μια οκά κριθάρι. (σημειώνεται για τους νεότερους ότι μια οκά ισοδυναμεί με 1280 γραμμάρια) Το λάδι λοιπόν ήταν περισσότερο από εκατόν είκοσι οκάδες και το κριθάρι που έπρεπε να πάρει ήταν  μόλις δέκα έξι οκάδες.

Λέει λοιπόν  ο αγοραστής του λαδιού  στον πωλητή, γιατί κουμπάρε δεν παίρνεις το λάδι να βρίσκεις και  μερικά χόρτα να τρώνε τα παιδιά σου και του απαντά,   έχω έξι παιδιά, λάδι έχω και άλλο, αλλά τα παιδιά μου  έχουν  να φάνε ψωμί σαράντα μέρες . Τοτε τον  λυπήθηκε ο αγοραστής  του λαδιού  και του  γέμισε  δυο σακιά κριθάρι το οποίο ήταν πάνω από εξήντα οκάδες και ο άνθρωπος νόμισε ότι του χάρισε ολόκληρο τον κόσμο.

Με αυτές τις συνθήκες λοιπόν αντιμετώπισαν οι κάτοικοι των κατεστραμμένων χωριών της επαρχίας Βιάννου,  την πολλή δύσκολη περίοδο  εκείνη  χρονική περίοδο,  οι οποίοι  εκτός από  την πείνα,  δεν είχαν ούτε σπίτι να μένουν, αφού τα πάντα είχαν καταστραφεί  από τους Γερμανούς κατακτητές.

*Ο Γιάννης Ξηρουχάκης είναι πρώην δ/ντής ΕΛΤΑ