Τώρα που ο κοροναϊός  μας έκλεισε σπίτι, είναι ευκαιρία να  αναλογιστούμε πολλά  που συνέβησαν έως τώρα στη ζωή μας και να  μετρήσουμε αξίες, συμπεριφορές και ανθρώπους.

Αρχές του χρόνου, από  τον καλύτερό μου φίλο, αδερφό πές, (κι ας είναι μακριά), πληροφορήθηκα τον πρόσφατο  θάνατο του πατέρα του. Λυπήθηκα πολύ, και φυσικά αν το είχα μάθει έγκαιρα θα ήμουν κοντά του.

Θα  ήμουν… και έπρεπε να ήμουν γιατί αυτός ο άνθρωπος όπως και όλη η οικογένειά του, με δέχτηκαν ως μέλος τους, με αγκάλιασαν στοργικά στα φοιτητικά μου χρόνια, μου άνοιξαν το σπίτι τους  και την καρδιά τους, με ταίσαν, με πότισαν, με φιλοξένησαν, και το κυριότερο με έβαλαν στην καρδιά τους όπως κι εγώ.

Άνθρωποι ξένοι έως τότε, άγνωστοι, που για αυτούς ήμουν ένας συμφοιτητής  και φίλος του γιού τους. Κι αυτό συνέχισε και τα χρόνια μετά τις σπουδές, που απομακρυνθήκαμε, που έφυγα μακριά. Κάθε φορά που επέστρεφα στο αγαπημένο Ηράκλειο, το σπίτι της οικογένειας Οικονόμου, στην τότε Ακαδημίας, ήταν ανοιχτό για μένα και  την οικογένειά μου.

Ο  αείμνηστος κος Νίκος  όπως και η σύζυγός του η κα Ανθούλα, περιποιητικοί, ευγενικοί, καλοσυνάτοι άνθρωποι. Δοτικοί, όπως άλλωστε και οι οικογένειες και των δύο.

Μορφή χαρακτηριστική ο κος Νίκος, στην αγοράς του Ηρακλείου στην οδό 1866, στο κατάστημα  ΕΞΑΝΤΡΙΚ που είχε με τον αδελφό του (στη φωτό δεξια όπως βλέπουμε  ο κος Νίκος).

Αυτό τον άνθρωπο, τον Μικρασιάτη στην καταγωγή, τον Αλατσατιανό, τον Κύριο με όλη τη σημασία της λέξης,  ήθελα να τιμήσω με τα γραφόμενα μου. Ως χρέος ηθικό, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης και αγάπης. Ως μνημόσυνο στην ψυχή του και το κεράκι που δεν του άναψα από κοντά αλλά θα του ανάβω έστω και από μακριά.

Και να δείξω ότι υπάρχει καλοσύνη και αγάπη στον κόσμο, όμως πρέπει να υπάρχει και η μνήμη και η ευγνωμοσύνη. Ο θεός να τον αναπαύσει και να ανταποδώσει στην ψυχή του τα αγαθά που έπραξε.

Γιάννης Κυρίτσης – Ναύπακτος