Προσφάτως η Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου πλούτισε τις εκδόσεις της με τη διατριβή του Δημητρίου Βικέλα (1835-1908) «Η ΕΛΛΑΣ ΠΡΟ ΤΟΥ 1821. Τιμητική έκδοση για τα διακόσια χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης» (Ηράκλειο 2021). Ένα έργο «μικρό μεν το δέμας, μεγάλο δε το γέρας», το οποίο φωτίζει την πριν από την Επανάσταση κατάσταση του υπόδουλου Ελληνισμού, διαλύει μύθους και αποκαθιστά, πέρα από κάθε υστερόβουλη προκατάληψη, την ιστορική αλήθεια.
Το βιβλίο δεν είναι μόνο επίκαιρο, εν όψει του εορτασμού των δύο εκατονταετηρίδων, αλλά με τα τεκταινόμενα τον τελευταίο καιρό στο γεωγραφικό μας περίγυρο επιβεβαιώνεται ότι ο σημερινός Τούρκος ηγέτης εξακολουθεί να πολιτεύεται ως διάδοχος της πάλαι ποτέ σουλτανικής αυτοκρατορίας, με τις οθωμανικές αντιλήψεις να έχουν εγκατασταθεί στο γονιδίωμα του, ζώντας στις παρυφές του πολιτισμού και να ομοιάζει με το λύκο, που όσο κι αν εγέρασε «ούτε τη γνώμη του άλλαξε, ούτε την κεφαλή του».
Διατρέχοντας ο αναγνώστης τις σελίδες του βιβλίου γοητεύεται από τη συναρπαστική γλώσσα της γραφής και σαγηνεύεται από την επιστημοσύνη της ιστορικής αυθεντικότητας. Ό,τι γράφει ο Βικέλας δεν είναι προσωπική του κρίση αλλά καρπός συμπερασμάτων και βιωμάτων ξένων περιηγητών και στοιχείων μελετών της εποχής εκείνης. Ρέκτης των στατιστικών δεδομένων μας προσφέρει αξιόλογες κι ενδιαφέρουσες φυλετικές, εδαφικές και πληθυσμιακές πληροφορίες. Είναι φανερό ότι δεν παρεισέφρησε στα γραπτά του μόνο η ηροδότεια περιγραφή αλλά και η θουκυδίδεια.
Η βαρβαρότητα και ο δεσποτισμός του κατακτητή απόσβησε στους υποτελείς κάθε φλόγα μάθησης, «το έθνος διέμενε εις παχυλήν αμάθειαν», η καλλιέργεια της γης συρρικνώθηκε, το εμπόριο αφανίστηκε, κάθε επικοινωνία με τον πολιτισμένο κόσμο διακόπηκε γιατί «όλα τα’ σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Η κρατική διαφθορά είχε εξακτινωθεί σε κάθε μορφής εξουσία, οι αξιωματούχοι εξαγόραζαν σε πλειστηριασμό τη θέση τους, και το κόστος της εξαγοράς με δόλιο τρόπο έπεφτε στους ραγιάδες: «οι πασάδες επλουτίζοντο αλλά οι κάτοικοι απεγυμνούντο».
Στις πόλεις οι χριστιανοί κατοικούσαν σε χωριστές συνοικίες, το βάψιμο των οικιών τους γινόταν μόνο με σκούρα χρώματα, η ενδυμασία τους έπρεπε να είναι με ευτελή και κελαινά υφάσματα, ακόμη και το χρώμα των παπουτσιών ήταν ορισμένο. Σε συνάντηση με τον Τούρκο ο ραγιάς αν ήταν έφιππος, έπρεπε να αφιππεύσει, κι αν ήταν πεζός όφειλε να παραμερίσει και να υποκλιθεί. Η ναοδομία απαγορεύτηκε, αλλά και για την επισκευή παλιών εκκλησιών απαιτούταν ειδική και ακριβοπληρωμένη άδεια. Δεν επιτρεπόταν καμπάνες στις εκκλησίες για να μην ακούνε οι Τούρκοι «τον βδελυρόν ήχον». Κι όταν κάποια υπόθεση, που αφορούσε δικαστική επίλυση, έφθανε στο ιεροδικείο, ο Τούρκος έφερνε ψευδομάρτυρες και ο Καδής αθώωνε τον ένοχο. Ο φόνος χριστιανού από Τούρκο δεν θεωρούταν έγκλημα.
Η πληρωμή του κεφαλικού φόρου (χαράτσι) επιβαλλόταν ακόμη και στα παιδιά των πέντε ετών και η καταβολή του αποδεικνυόταν με την απόκτηση του χαρατζοχαρτιού με το οποίο επιτρεπόταν στο ραγιά «να φέρει επί εν έτος την κεφαλήν επί των ώμων του», ενώ η οδυνηρότερη συμφορά, το παιδομάζωμα, μέχρι τα τέλη του 17ου αι. όχι μόνο κατέτρωγε, ως άλλος Μινώταυρος, τα αγόρια των ραγιάδων, αλλά τα έστρεφε Γενίτσαρους εναντίον των γονέων τους. Μοναδική παρηγορία και στήριγμα του άθλιου και δύσποτμου ραγιά παρέμεινε η Εκκλησία, η οποία ουδέποτε παραμέλησε τα μεγάλα προς το έθνος καθήκοντά της και διαφύλαξε την πίστη, τη γλώσσα και την ενότητα του έθνους.
Ο Βικέλας κάνει ξεχωριστή αναφορά στο ρόλο που κατά το 18ο αι. διαδραμάτισαν οι κοινότητες ως άγκυρα σωτηρίας του Ελληνισμού, Το εμπόριο ήταν ο μοχλός εκείνος που ανήγειρε το έθνος από το διανοητικό λήθαργο, έδωσε την ευκαιρία στις οικογένειες των εμπόρων να μεταναστεύουν σε χώρες της Ευρώπης και να κοινωνούν των αγαθών του πολιτισμού. Έμποροι ήταν οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρίας, έμποροι οι φιλοπάτριδες εθνικοί ευεργέτες, έμποροι οι θρυλικοί καπεταναίοι, «χαρισματικός τύπος κοσμοπολίτη λογίου-εμπόρου» ήταν ο ίδιος.
Είναι εξαιρετικής σημασίας οι απαντήσεις που δίνει ο Βικέλας στα ερωτήματα που κατά καιρούς απασχόλησαν τους μελετητές της Επανάστασης. Ως προς το τάχα πρώιμο και το απροπαράσκευο της Επανάστασης και ότι οι Έλληνες έπρεπε να αναμένουν και με την πνευματική τους υπεροχή να αναστήσουν το Βυζαντινό κράτος, ο Βικέλας, όχι μόνο δικαιωμένος από την επιτυχή της έκβαση αλλά και με ατράνταχτα επιχειρήματα αποκρούει τους ονειροπολούντες.
Η έκδοση της διατριβής του Βικέλα συμπληρώνεται και καλλύνεται από τη φιλόκαλη επιμέλεια και το αριστουργηματικό επίμετρο, που τη συνοδεύει, του εμβριθούς και τελειομανή Καθηγητή της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης κ. Κωνσταντίνου Ι. Ανδρουλιδάκη, ο οποίος, ως άξιος θεράπων της γραφής και της Κλειούς, με το βριαρό του λόγο, κατάφερε να εγκλείσει στο «φιαλίδιο» ενός τομιδίου μια ιστορική πραγματεία, επενδεδυμένη με τις ακτινοβόλες ανταύγειες της γοητευτικής και κλασικίζουσας φιλολογίας του να αναδίδουν «οσμήν ευωδίας πνευματικής».
Ο Βικέλας εξιστορεί και ο Ανδρουλιδάκης, ως ακόρεστος ερευνητής, με ιστορική και βιβλιογραφική επάρκεια, εισχωρεί σε αδιόδευτους χώρους, διευκρινίζει, συνεπικουρεί και συμπληρώνει με νεότερα στοιχεία τη μελέτη του συγγραφέα. Από μόνο του το επίμετρο είναι μία πραγματεία, ένας συνδυασμός γλωσσικής καλλιέπειας και ιστορικής τεκμηρίωσης, ένα προσόν στην παρούσα έκδοση, που την κάνει να ξεχωρίζει από τις άλλες που προηγήθηκαν.
Η σύζευξη των δύο κειμένων, αντάξια της λογιότητας των συντακτών της, προσδίδει στην έκδοση πρόσθετη αξία. Και, χωρίς να κάνω υποδείξεις, θα είναι, κατά την ταπεινή μας άποψη, λίαν επωφελές αν το βιβλίο αυτό προσφερόταν στις βιβλιοθήκες των Σχολείων όχι μόνο ως επετειακό βοήθημα στους διδάσκοντες, αλλά για συμπλήρωση ή ακόμη και για «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» με κάποιους αμφισβητίες ή και αρνητές της ιστορικής πραγματικότητας. Επιπλέον δε, με τα εκπεμπόμενα παιδαγωγικά μηνύματα, νομίζομε ότι δεν θα αφήσει αδιάφορους τους σημερινούς αυτόχθονες και ίσως να αφυπνίσει τους αλλόθρησκους νεήλυδες να αγαπήσουν και να σεβαστούν τη χώρα που τους φιλοξενεί.
Γιατί, υπάρχουν βέβαια και κάποιοι «συγκαιρινοί μας», όπως τους χαρακτηρίζει ο κ. Ανδρουλιδάκης, που η ιδεολογική τους μονομέρεια και προκατάληψη τούς οδηγεί στο ίζημα της ιστορικής αλήθειας θεωρώντας την Ελληνική Επανάσταση ως ταξικό δημιούργημα. Σ’ αυτούς απαντά ο ίδιος ο Βικέλας ανατρέχοντας σε πλήθος μαρτυριών των τότε ξένων επισκεπτών του ελλαδικού χώρου. Αλλά και σε όσους υποστηρίζουν ότι «η οθωμανική αυτοκρατορία υπήρξε τάχα μια ανοιχτή, φιλελεύθερη, πολυπολιτισμική και προοδευτική κοινωνία» (!), ο κ. Ανδρουλιδάκης μέσα από τις δικές του βιβλιογραφικές πηγές ενισχύει το Βικέλα αναιρώντας αξιόπιστα και δραστικά τις «ονειροπολήσεις» των αιρετικών, ανιστόρητων και αφελών.
Μετά από δύο αιώνες έχομε την πολυτέλεια της νηφάλιας αντίληψης των γεγονότων. Ο χρόνος μπορεί να διαστέλλεται ή να συστέλλεται, καταβυθίζεται όμως στην ουσία των πραγμάτων και δεν αφήνει περιθώρια αλλοίωσης της πραγματικότητας. Η σημερινή βαθύτερη κατανόηση των τότε γεγονότων, κατά κοινή ομολογία, έχει απαντήσει και στο καίριο ερώτημα για την «αναγκαιότητα» της Επανάστασης.
Η τιμή που αποδίδεται στους τιμημένους επιστρέφει αναλλοίωτη και αυτόβουλη στους τιμώντας. Αποτελεί, επομένως, τιμή για τους διοικούντες τη Βικελαία Βιβλιοθήκη η έκδοση του τομιδίου αυτού. Πέραν της επετειακής επικαιρότητας και των ιστορικών ντοκουμέντων, με τα οποία διαχρονικά πλουτίζεται ο σημερινός αναγνώστης, το βιβλίο προσφέρεται και ως μνημόσυνο αθανασίας στον ευγενή δωρητή της πλούσιας βιβλιοθήκης του στην πόλη του Ηρακλείου.
* Ο κ. Καλοχριστιανάκης είναι εκπαιδευτικός- συγγραφέας