Το ότι κάποιοι έχουν τον ίδιο εχθρό, δε σημαίνει ότι είναι μεταξύ τους φίλοι. Όλοι μάχονταν εναντίον των Τούρκων αλλά μόνο ελάχιστοι υπέρ της Ελλάδας.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε ήδη καταφέρει, εφαρμόζοντας με κάθε της λεπτομέρεια τη Δημοκρατία της Αθήνας, να ενώσει και να οργανώσει διαφορετικούς λαούς. Είχε βγάλει, όχι ένα έθνος απ’ τις μικροδιαφορές του αλλά διαφορετικά έθνη απ’ τις αιματηρές διαμάχες τους.
Είχε ενώσει ξένους μεταξύ τους και, ως εξαίρετος διπλωμάτης, είχε συνεισφέρει στην εξασφάλιση της ουδετερότητας τους απέναντι στις τότε υπερδυνάμεις. Είχε κάθε λόγο να πιστεύει ότι θα κατάφερνε το ίδιο και σε μια χώρα με ομοιογενή, όπως πίστευε, πληθυσμό που, επιπλέον, ήταν και η γενέτειρα του.
Η Ελβετία ανήκει εξ’ ολοκλήρου στη Δημοκρατία της Αθήνας. Είναι η μοναδική περίπτωση στην Ιστορία που η Δημοκρατία δεν κακοποιήθηκε για την εξυπηρέτηση των λίγων αλλά αξιοποιήθηκε για την ευημερία όλων.
Η πόλη-κράτος, το αυτόνομο καντόνι, η πολυπραγμοσύνη -μόνο εφτά πολιτικοί δε συνεχίζουν να ασκούν το επάγγελμα τους, ο οστρακισμός -κάθε χρόνο οι εφτά εκλέγουν διαφορετικό πρωθυπουργό, η Άμεση Δημοκρατία- εκατό χιλιάδες υπογραφές είναι αρκετές για να γίνει δημοψήφισμα ενώ, όπου είναι δυνατόν, η ψηφοφορία γίνεται με την ανάταση του δεξιού χεριού, ο πάνω απ’ όλα υπερασπιστής -όλοι πάντα ετοιμοπόλεμοι στρατιώτες, η στήριξη της Επιστήμης και της γνώσης -τα σπουδαιότερα ερευνητικά κέντρα του κόσμου, οι θεοί όλοι στον Όλυμπο -η διδασκαλία θρησκευτικών είναι απαγορευμένη από αιώνες, η ανυπαρξία κομμάτων -τα κόμματα είναι μόνον ιδιωτικοί σύλλογοι κι ο Ελβετός ψηφίζει πρόσωπα, όχι παρατάξεις.
Όλα αυτά ανήκουν στην Δημοκρατία της Αθήνας. Η ελβετική”προέκταση” είναι: * η εξάλειψη της διαφοράς μεταξύ των φύλων -που προέκυψε, όχι φεμινιστικά αλλά λογικά, * ο σεβασμός στη ζωή -όταν όλοι ανταγωνίζονται να φτιάξουν πυρηνικά όπλα, οι Ελβετοί έφτιαξαν για όλους πυρηνικά καταφύγια, * η αποφυγή της συμφόρησης, όχι όλη η χώρα σε μια πόλη, * η εκτίμηση κάθε μορφής εργασίας και πόρου -δέκα λεπτά έξω απ’ το κέντρο της Ζυρίχης υπάρχει περιοχή προστατευόμενη ως αγροτική, δηλαδή λιβάδια όπου βόσκουν αγελάδες, * η υποστήριξη και ανάδειξη κάθε εγχώριου προϊόντος -από ψωμί, τυρί και σοκολάτες μέχρι βιταμίνες και φάρμακα, χειροποίητα παιχνίδια, πανάκριβα ρολόγια … Και πάνω απ’ όλα, η παντελής έλλειψη αλαζονείας και κάθε ιμπεριαλιστικής τάσης που, αποτέλεσαν τις βασικές αιτίες του τέλους της Δημοκρατίας της Αθήνας.
Πρέπει να είναι ανυπολόγιστη η δύναμη της ιδέας, αν σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για εντελώς ξένους μεταξύ τους -ο Ελβετός απ’ τη Ζυρίχη δε μπορεί να κάνει κανένα διάλογο με τον Ελβετό απ’ τη Γενεύη αφού … δε μιλούν την ίδια γλώσσα.
Οι δεσμοί που τους κρατούν τόσο πεισματικά ενωμένους είναι: η άμεση Δημοκρατία, η ομοσπονδιακή διακυβέρνηση και η ουδετερότητα. Καμιά θρησκεία, κανένα κόμμα, καμιά γλώσσα.
Οι περισσότεροι πιστεύουμε ότι όλοι οι Ελβετοί είναι τραπεζίτες -ξυπνούν κάθε πρωί και μετά από ένα πλούσιο πρωινό, μπαίνουν στο πολυτελές καμπριολέ τους και πηγαίνουν ν’ ανοίξουν την τράπεζα τους και να δεχτούν ”τα λεφτά” δικτατόρων και εμπόρων ναρκωτικών.
Ας αφυπνιστούμε αφού, με τον υπνωτισμό δεν καταφέραμε τίποτα. Διότι οι Ελβετοί δεν έχουν κανένα σύμπλεγμα κατωτερότητας, δε χρειάζονται άλλη ταυτότητα απ’ την Ελβετική, είναι και αγρότες κι εργάτες και υδραυλικοί και απορριμματοσυλλέκτες… και δηλαδή, καμιά δουλειά δεν είναι γι’ αυτούς ντροπή.
Το 55,8% του πληθυσμού είναι οικονομικά ενεργό -το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι 44,1%- κι η ανεργία είναι 2,6%-στην Ελλάδα την ίδια εποχή ήταν 8,1%. (2008). Σήμερα οι διαφορές αυτές είναι, μάλλον, πολύ μεγαλύτερες. Πιστεύει κανείς ότι, η Ελβετία έχει εκατοντάδες μαγαζιά με ρούχα, παπούτσια και αξεσουάρ “επώνυμα” αλλά μπορεί να φανταστεί ότι είναι ”δεύτερο χέρι”; Είναι δυνατόν να καταδέχεται η Ελβετίδα ν’ αγοράσει μεταχειρισμένη τσάντα Louis Vuitton, που ξέρει και να την προφέρει;
Αρκετές κυρίες εδώ που, δε θα καταδέχονταν τη μεταχειρισμένη, λένε, αντί για ”λουί-βιτό(ν)”, όπως προφέρεται, … ”λουίζ βουϊτόν”-προφανώς από το … βουητό που, νιώθεις στ’ αφτιά όταν ακούς το λογαριασμό. Δεν είναι ανάγκη να επισκεφθεί κανείς την Ελβετία για να δει την απλότητα και την αυτοπεποίθηση της. Μπορεί να πάει ως την οδό Ιασίου 2, στο Κολωνάκι και να δει πώς είναι η Πρεσβεία μιας από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου.
Μια αντίστοιχη επίσκεψη σε οποιοδήποτε προξενείο της Ελλάδας είναι επιφοίτηση για το πού πηγαίνουν τα λεφτά μας. Η”επιφοίτηση” στην Ελλάδα δεν είναι μόνο της θεία -είναι και του θείου και του ανιψιού και του κουμπάρου και, πάνω απ’ όλα, του βαφτισιμιού.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε κάθε λόγο να πιστεύει ότι, θα κατάφερνε το ίδιο και σε μια χώρα με ομοιογενή, όπως πίστευε, πληθυσμό που, επιπλέον, ήταν κι η γενέτειρα του.
Ενώ, όλα τα υπολόγισε σωστά (η έλλειψη Παιδείας δεν είχε φανεί σημαντική, όταν εκπροσώπησε τους απαίδευτους τότε Ελβετούς, οι διαφορετικές γλώσσες και εθνότητες που κλήθηκε να ενώσει εκεί, δεν ήταν κάτι που ίσχυε για την Ελλάδα, επομένως, όλα έμοιαζαν πιο απλά), έκανε μόνο ένα λάθος: δεν παρατήρησε τη λεπτή διαφορά ότι, οι τότε αμόρφωτοι-σήμερα Ελβετοί είχανε βγάλει από αιώνες έξω απ’ την αληθινή ζωή όλο το παπαδαριό.
Είχαν από αιώνες καταφέρει τη θρησκευτική μεταρρύθμιση, είχαν περάσει από αλλεπάλληλες αιματηρές συγκρούσεις και είχαν αντιληφθεί ότι, κανένας… τράγος δε φέρνει την Άνοιξη. Και πίστεψε, ο δύστυχος, ότι αν σεβόταν αυτό που τόσο σέβονταν εκείνοι που εκπροσωπούσε, θα γινόταν συμπαθής. Κι επέμενε να πάει στην Κυριακάτικη λειτουργία χωρίς καμιά προστασία, ακριβώς όπως σήμερα κάθε Ελβετός πολιτικός – μόνο που… δεν πηγαίνει στην εκκλησία.
Έφαγε το κεφάλι του διότι οι άνθρωποι εκείνοι που, είχαν υιοθετήσει το τουρκικό “φούστα-φούντα και τσαρούχι”, έπρεπε πρώτα ν’ απελευθερωθούν απ’ τον παπά. Κι αν το σκεφτεί σήμερα κανείς, έπρεπε ν’ απελευθερωθούν ΜΟΝΟ απ’ τον παπά.
Ο Καποδίστριας είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε απόσταση… ασφαλείας και απ’ την Ελλάδα κι από κάθε Οθωμανική επαρχία. Σπούδασε γιατρός και δεν ήταν πολιτικός αλλά διανοούμενος. Πίστεψε ότι, με την ίδια υπερηφάνεια αλλά κι ευκολία που ο ίδιος βρήκε την ταυτότητα του, θα την έβρισκαν και οι χατζήδες και οι μπέηδες, αρκεί να διάβαζαν λίγο Όμηρο και λίγο Πλάτωνα και να έβαζαν στην ελληνοτουρκική διάλεκτο που μιλούσαν, μια ιδέα Ελληνικών.