Έχω αρωτήσει πολλές φορές τους τουρίστες μας:

– Γιατί σας αρέσει η Κρήτη; Τι είναι αυτά τα οποία σάς κάνουν μεγάλη εντύπωση, που εμείς τα ‘χομε και δεν τα βλέπομε;

– Είναι πάρα πολλά που μας εντυπωσιάζουν, που εσείς τα ‘χετε συνηθίσει, δεν τα ‘χετε στερηθεί και δεν τα βλέπετε. Δεν είναι μόνο ο ήλιος και η θάλασσα, όπως νομίζετε, είναι τόσα πολλά, που μπορείς να γράψεις ένα βιβλίο ολόκληρο!

Ν’ αρχίσεις πρώτα από τους ανθρώπους. Εδώ βρίσκεις απλόχερα τη φιλοξενία, τη γεναιοδωρία, το άφθονο γέλιο, την αγνότητα ακόμα, το φιλότιμο, που θα πει το βαθύ συναίσθημα της τιμής και της προσωπικής αξιοπρέπειας. Αλλού είναι λιγοστό, εδώ υπάρχει εν αφθονία.

– (Άμα υπάρχει και… συμφέρον, να δεις!).

– Υπάρχει ακόμα το μεσογειακό ταπεραμέντο, ο αυθορμητισμός, η απλότητα, η εγκαρδιότητα, που νιώθει κανείς ωραία και άνετα μαζί σας.

– (Ακούτε παινάδια; Αυτή είναι η… προίκα μας και δεν θα πρέπει να τη χάσομε!).

– Είσαστε ένας ωραίος λαός και… όμορφος, γι’ αυτό είναι και τα αγάλματά σας ωραία και αρέσουνε.

– (Ευτυχώς μας λένε μόνο τα καλά, για τα κακά… κουβέντα. Πάλι καλά!).

Τους αρέσει, λέει, και η γαστρονομία. Όλα τα βρίσκουνε πολύ νοστιμα, φρούτα και λαχανικά. Ε, μα έτσι είναι. Ο ήλιος τα νοστιμίζει. Δεν ξέρω φέτος πώς θα τα βρούνε, που είχαμε κι εμείς ευρωπαϊκό καιρό! Μην είναι πιο νόστιμα τα δικά τους, που εκεί έκανε πιο πολλές λιακάδες φέτος;

Tους αρέσει, λέει, και η κρητική κουζίνα. Είναι, λέει, και νόστιμα και… υγιεινά! Και πού να ξέρανε ότι είμαστε πρώτοι στην παχυσαρκία από τα πολλά κορεσμένα λιπαρά, κρέατα κ.λπ.

– Τα φασφουντάδικά σας ήρθανε σ’ εμάς. Εσείς μπορεί να προσέχετε και αν δεν είχαμε την υγιεινή διατροφή σας, εμείς τα σολαλούμε! Και αν δεν είχαμε και τη λιτότητα… (Kαι τώρα θα… πιάσομε τα βουνά).

– Κάτι άλλο πολύ ωραίο, φανταστικό, θεσπέσιο, που εσείς δεν το βλέπετε πάλι, είναι τα βουνά σας!

– (Δεν σας το ‘λεγα εγώ;).

– Aυτή η φυσική ομορφιά, η εναλλαγή των τοπίων, η άγρια ομορφιά δεν παραβάλλεται με τη φτιαχτή ανθρώπινη. Απόδειξη ότι την τεχνιτή ομορφιά θα τη δεις μια, δυο, τρεις φορές και μετά δεν θα σε εντυπωσιάζει πια, ενώ με τη φύση, όλη σου τη ζωή να βγαίνεις έξω, δεν θα τηνχορτάσεις ποτέ. Αν είχατε ουρανοξύστες; Έχομε κι εμείς. Αν είχατε νεοκλασικά μεγαθύρια; Έχομε κι εμείς και τα χορτάσαμε. Τα ίδια θα βλέπομε;

– (Έχουν δίκιο. Γι’ αυτό οι βοσκοί δεν θένε να κατεβούνε από τα βουνά. Γι’ αυτό οι ηλικιωμένοι χωριάτες δεν κάνουνε στις πολιτείες. Γι’ αυτό έρχονται και αγοράζουν εδώ σπίτια, για να μένουν. Αγοράζομε εμείς τα δικά τους, για να μένομε εκεί; Για σκεφτείτε το…).

H θάλασσα, λέει, με τον βαθύ και απέραντο ορίζοντα, που σε κάνει να ταξιδεύειες και να κάνεις όνειρα ήρεμα, γαλήνια, με το μυαλό σου. Ο ήλιος που σε ζεσταίνει και σε… ψήνει, αλλά τον ανέχεσαι, γιατί σε μαυρίζει, σε κάνει μελαχρινό και ωραίο! (Θένε να μας μοιάσουνε, αλλά δεν…).

Να βλέπεις τα δαντελωτά ακρογιάλια, που η θάλασσα εκατομμύρια χρόνια σμιλεύει τα βράχια και τα ‘χει κάνει έργα τέχνης! Και να απολαμβάνεις τον φλοίσβο της θάλασσας, να ‘ρχεται το νερό να σε γαργαλάει στα πόδια, να σε δροσίζει. Να βουτάς στη θάλασσα, όποτε σε βράζει ο ήλιος, να δροσίζεσαι, να χαίρεσαι το μπάνιο σου, μετά να βγαίνεις ξανά, να συνεχίζεις το… ψήσιμο, μπας και προλάβεις να πας με άλλο χρώμα πιο ωραίο στη χώρα σου. Και όπως θα είσαι ξαπλωμένος, να λες: “Άλλη ευτυχία δεν υπάρχει!”.

Μα κι εμείς είμαστε υπερήφανοι και ευτυχείς που τους κάνουμε ευτυχισμένους!