Παρακολουθώ τις τελευταίες μέρες δημοσιεύματα στον τοπικό τύπο γύρω από ένα διαχρονικά πολυσυζητημένο θέμα. Προσφιλές αντικείμενο για φτηνή δημοτική αντιπολίτευση, και προσφιλέστερο για φτηνότερα λαϊκά αναγνώσματα. Αναφέρομαι στο Πολιτιστικό Συνεδριακό Κέντρο Ηρακλείου.

Το έργο, που, κατά την κατασκευή του, ειρωνικά ονομάστηκε από τον τύπο “φαραωνικό”. Για να δείξει τάχα τη δυσαναλογία τής κακομοιριάς και τής μιζέριας ενός επαρχιακού Δήμου μπροστά στο μεγαλείο. Όμως, αυτό το έργο έχει μια ιστορική διαδρομή και αποτέλεσε το όνειρο μεγάλων και άξιων ανδρών, που αγάπησαν με πάθος την πόλη, και κράτησαν κάποτε το τιμόνι τού Δήμου Ηρακλείου.

Όλα ξεκίνησαν στις αρχές τής δεκαετίας τού ’60, όταν ο τότε Δήμαρχος, ο αείμνηστος Νικόλαος Κρασαδάκης, πρότεινε και σχεδίασε τη δημιουργία Δημοτικού Θεάτρου. Τα πράγματα ήταν δύσκολα εκείνα τα χρόνια. Οι καθημερινές πιεστικές ανάγκες, δεν άφηναν πολλά περιθώρια για την υλοποίηση ενός τόσο μεγάλου έργου. Η χώρα, μετά τον πόλεμο, τον εμφύλιο, και τα ερείπια που άφησαν πίσω τους, βρισκόταν ακόμα σε περίοδο ανασυγκροτήσεως.

Στην ιεράρχηση τών αναγκών, το Δημοτικό Θέατρο Ηρακλείου δεν είχε δεσπόζουσα θέση. Οι παλιοί Ηρακλειώτες ίσως θυμούνται ακόμα εκείνο τον τεράστιο κουμπαρά, που είχε στηθεί μπροστά στην τότε Νομαρχία, απ’ όπου περνούσαν οι δημότες, και τα σχολεία συντεταγμένα, και έριχναν τα παιδιά τον οβολό τους για το Θέατρο. Το 1965, ο επόμενος Δήμαρχος Ηρακλείου, επίσης αείμνηστος Ανδρέας Καλοκαιρινός, δεν μπόρεσε τότε να υλοποιήσει την ιδέα, παρ’ όλο που εξαρχής την είχε και ο ίδιος υποστηρίξει με πάθος.

Οι ανώμαλες πολιτικές εξελίξεις και η στρατιωτική δικτατορία που επακολούθησε, στέρησαν το Ηράκλειο και από το Θέατρο και από τον ιστορικό Δήμαρχο του, στα μισά τής θητείας του. Μόνο στις 18 Νοεμβρίου 1975, ο τότε Δήμαρχος, αείμνηστος Μανώλης Καρέλλης, έφερε στο Δημοτικό Συμβούλιο πρόταση για τη δημιουργία Πνευματικού Κέντρου – Δημοτικού Θεάτρου στο χώρο ακριβώς απέναντι από το ξενοδοχείο “Ατλαντίς”.

πολιτιστικό κέντρο ηρακλείου
Σ’ εκείνη τη συνεδρίαση, που δίκαια χαρακτηρίσθηκε ως ιστορική, ο αρχηγός τής αντιπολιτεύσεως Ανδρέας Καλοκαιρινός, φέρνει αντιπρόταση για τη δημιουργία τού Κέντρου το σημερινό χώρο, πολλαπλάσιας εκτάσεως τού προτεινομένου, που είχε ήδη παραχωρηθεί στο Δήμο από το ομώνυμο Ίδρυμα τού οποίου ο ίδιος ήταν προέδρος, καθώς και τη χρηματοδότηση του από την ίδια πηγή με πολλές δεκάδες εκατομμύρια.

Αποκαλύπτει επίσης, ότι ο ίδιος έχει ήδη αναθέσει τη σχετική μελέτη σε γραφείο, με προσωπική του δαπάνη, και περιγράφει τους χώρους τού Κέντρου, με καταπληκτική προσέγγιση στη σημερινή κατάσταση. Ο Δήμαρχσς Καρέλλης, προς τιμή του, αποσσύρει την πρόταση του, και καλεί τους συμβούλους να υπερψηφίσουν την πρόταση Καλοκαιρινού. Αυτό και έγινε. Ήταν η εποχή που οι δημοτικοί άρχοντες, είτε στη συμπολίτευση είτε στην αντιπολίτευση, αγαπούσαν το Ηράκλειο και συναγωνίζονταν, με ήθος, για το ποιός θα φέρει την καλύτερη πρόταση.

Το μέγεθος ενός τέτοιου έργου, μαρτυρά τον προορισμό του, όπως εξαρχής τον παρουσίασε ο Καλοκαιρινός και τον αποδέχτηκε ο Καρέλλης. Ένας φάρος πολιτισμού, που θα ξεπερνούσε τα γεωγραφικά όρια τής Κρήτης και θα κάλυπτε ολόκληρη τη Μεσόγειο, με φωτεινό κέντρο του το Ηράκλειο. Οι μεγάλοι άνδρες, βάζουν στη ζωή τους μεγάλους στόχους. Τα χρόνια πέρασαν, μελέτες και ξανά μελέτες, διαγωνισμοί έγιναν, χρηματοδοτήσεις εξασφαλίσθηκαν, και τελικά τον Απρίλιο 2006, τέθηκε ο θεμέλιος λίθος από τον τότε Δήμαρχο Γιάννη Κουράκη.

Το 2014, η νέα δημοτική αρχή τού Βασίλη Λαμπρινού παρέλαβε το έργο λίγο πριν τελειώσει η πρώτη φάση, την ολοκλήρωσε, δημοπράτησε και τη δεύτερη φάση, και στα τέλη τού 2019, ο Λαμπρινός είχε την τιμή να παρουσιάσει το πρόγραμμα τής πρώτης περιόδου λειτουργίας του, υπό την καλλιτεχνική Διεύθυνση ενός μεγάλου στο χώρο του με διεθνή καταξίωση, συμπολίτη μας, τού Μύρωνα Μιχαηλίδη.

Ο φάρος τού πολιτισμού είχε ανάψει στο Ηράκλειο, και η πόλη μας άρχισε να γίνεται γνωστή ως κέντρο για σπουδαία καλλιτεχνικά δρώμενα και παραστάσεις που θα γράψουν ιστορία. Το Ηράκλειο είχε ξεφύγει από τη μιζέρια και τη μοναξιά τής ελληνικής επαρχίας. Με την περιπέτεια τής πανδημίας, η πορεία διακόπηκε πριν καλά-καλά αρχίσει. Εφέτος, ξεκινά και πάλι το συναρπαστικό ταξείδι.

Όμως, αυτήν ακριβώς τη στιγμή, άρχισαν και πάλι οι μικρόψυχες και στενόμυαλες αμφισβητήσεις. Άνθρωποι που συγχέουν τη διασκέδαση “για να περνά η ώρα”, με την παραγωγή πολιτισμού και διεθνούς προβολής τής πόλης, συγκρίνουν το οικονομικό κόστος κάθε παραστάσεως προς την άμεση οικονομική ωφέλεια. Ένας ισολογισμός εσόδων-εξόδων, σαν να πρόκειται για μαγαζί που κάνει μεταποίηση πρώτων υλών για να τις μεταπουλήσει ως τελικά προϊόντα.

Αναλογίζομαι μήπως αυτοί οι άνθρωποι θα προτιμούσαν να καλούνται στο Πολιτιστικό Κέντρο μας οι γνωστοί αοιδοί τής παραλιακής λεωφόρου Βουλιαγμένης. Αυτό θα ήταν φτηνή διασκέδαση, όχι πολιτισμός. Οι εισπράξεις θα ήταν αστρονομικές που θ’ ανέβαζαν και τα έσοδα τών τοπικών πιατοβιοτεχνών και θα συντηρούσαν άριστα το χαμηλό επίπεδο και την παραδοσιακή μιζέρια μας. Ξανά πίσω, στην κακομοιριά. Μ’ αυτή τη λογική τής κερδοζημίας, δεν θάπρεπε να οργανώνονται εκδηλώσεις και να γίνονται έργα που προβάλλουν τη χώρα.

Ούτε Ολυμπιακοί Αγώνες ή συμμετοχή σ’ αυτούς, ούτε διεθνή φεστιβάλ, εκθέσεις, συνέδρια, καλλιτεχνικές παραγωγές, ανασκαφές αρχαιολογικών χώρων, συντηρήσεις μνημείων, Μέγαρα Μουσικής. Ούτε ακόμα και αυτοκινητόδρομοι, λιμάνια ή αεροδρόμια. Με στοιχειώδη αντίληψη τών πραγμάτων αντιλαμβάνεται κανείς πως το όφελος, έστω και μόνο το οικονομικό, αυτών τών εκδηλώσεων και αυτών τών έργων, είναι έμμεσο και θέλει το χρόνο του για να φανεί.

Μ’ αυτές τις σκέψεις και μ’ αυτούς τους στόχους, το Πολιτιστικό Συνεδριακό Κέντρο Ηρακλείου ξεκινά τη νέα περίοδο. Από ‘δώ θα παρελάσουν σπουδαία ονόματα τού καλιτεχνικού χώρου και παραστάσεις που θα μείνουν ιστορικές. Άνθρωποι θάρθουν και θα φύγουν. Νέες γενιές θ’ αφήσουν το στίγμα τους στην πόλη. Κάθε δημιουργία τού ανθρώπινου πνεύματος θα μπορεί να διαδοθεί και να προβληθεί απ’ αυτόν το φάρο. Όπως τον ονειρεύτηκαν σ’ όλο το μεγαλείο του, εκείνοι οι μεγάλοι άνδρες και οι γυναίκες που έγραψαν την ιστορία τής πόλης μας.