Πριν λίγες δεκαετίες, οι κάτοχοι ενός πτυχίου, πόσο μάλλον ενός μεταπτυχιακού, αποτελούσαν μια εξέχουσα φέτα της κοινωνίας μας, οι οποίοι αντιμετωπίζονταν από την κοινή γνώμη ως μορφωμένοι και πνευματικά καλλιεργημένοι. Το μονοπάτι εύρεσης εργασίας ήταν ευκόλως προσπελάσιμο και οι απαιτήσεις ασφαλώς λιγότερες καθώς η ύπαρξη και μόνο ενός τίτλου σε ένα βιογραφικό, εφάπτονταν των ικανοτήτων και αποτελούσε ισχυρό εργαλείο για κάποιον που αναζητούσε δουλειά. Σε ένα προοδευτικό και συνεχώς εξελισσόμενο περιβάλλον όμως, τα πράγματα δε θα μπορούσαν παρά να αλλάζουν συνεχώς. Ελάχιστα είναι εκείνα που παραμένουν άκαμπτα ως προς την αξία τους και τα πτυχία σίγουρα δεν ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία.
Στην Ελλάδα του σήμερα, τα πράγματα εμφανώς έχουν αλλάξει και αν κάποιος πιστεύει ότι η απόκτηση ενός πτυχίου θα ανοίξει διάπλατα τις επαγγελματικές πόρτες του μέλλοντός του, εθελοτυφλεί πεισματικά. Οι καταστάσεις δεν είναι οι ίδιες, οι απαιτήσεις της αγοράς έχουν αυξηθεί και πολλά είναι τα επαγγέλματα των οποίων το χρώμα έχει ξεβάψει με το πέρασμα του χρόνου. Η απόκτηση ενός πτυχίου πλέον, θεωρείται αναπόσπαστο κομμάτι ρουτίνας της ζωής ενός ανθρώπου, ενώ παράλληλα η απόκτησή του δεν συνιστά εύπεπτο τεκμήριο δεξιοτήτων για τους εργοδότες.
Πάγιος προβληματισμός των περισσότερων νέων, εξακολουθεί να είναι η σωστή επιλογή του αντικείμενου των σπουδών τους. «Κι αν τελικά δεν μου αρέσει η σχολή μου; Τι θα γίνει όταν τελειώσω; Θα βρω δουλειά στο αντικείμενό μου;» είναι ορισμένα από τα βασικά ερωτήματα που -δικαιολογημένα- σφυροκοπούν αδιάκοπα το νου τους. Ασφαλώς όλα αυτά δεν υφίστανται για απόφοιτους σχολών, των οποίων η επαγγελματική απορρόφηση είναι σχεδόν άμεση, όπως για παράδειγμα απόφοιτους στρατιωτικών σχολών.
Για όλους τους υπόλοιπους όμως, δεν ισχύει κατ’ ανάγκη το ίδιο και κατά κοινή ομολογία τα πράγματα στις μέρες μας δεν είναι τόσο εύκολα. Οι παλιές ‘‘καλές’’ εποχές που ένα χαρτί ήταν αρκετό για μια πρόσληψη στο δημόσιο, σίγουρα αποτελούν γλυκύτατη ανάμνηση για κάποιους που δεν ψήφιζαν κατά συνείδηση, όμως πλέον βρίσκονται βαθιά χαραγμένες στην καρδιά, αλλά και στο παρελθόν μας.
Η αξία που έχει ένα πτυχίο σήμερα δεν εξαρτάται τόσο από τη φύση του ιδίου, όσο από τη χροιά που προσδίδει σε αυτό ο κάτοχός του. Είναι τεράστιο σφάλμα να βλέπουμε ένα πτυχίο ή ένα μεταπτυχιακό σαν ένα εισιτήριο αβίαστης εισόδου στη σκληρή και απόλυτα κυνική πλέον, αγορά εργασίας. Η περίοδος των σπουδών είναι από τις περιπτώσεις που μετράει μεν ο προορισμός, αλλά αυτό που μετράει πολύ περισσότερο είναι το ταξίδι. Κατά τη διάρκεια αυτών, ένας φοιτητής έρχεται σε επαφή με μια κουλτούρα η οποία διαφέρει ποικιλοτρόπως από αυτήν του σχολικού περιβάλλοντος
. Παύει να έχει ανάγκη κάποιον καθηγητή να τον επιβλέπει στο διάβασμα και μπαίνει στη διαδικασία ανεύρεσης μεθόδων και τεχνικών που θα τον οδηγήσουν σε ένα θετικό αποτέλεσμα. Λαμβάνει τη φιλοσοφία της σχολής του, η οποία τον φορτίζει με έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης πάνω στον οποίο θα βασιστεί προκειμένου να εξελιχτεί σαν άνθρωπος. Το καλύτερο πράγμα που μπορεί να κάνει κάποιος προκειμένου να δώσει αξία στις μετοχές των εργασιακών δεξιοτήτων του, δεν είναι μόνο να περνάει τα μαθήματα και να γεμίζει με πτυχία τον τοίχο του σπιτιού του.
Αυτό μπορεί να το κάνει σχεδόν ο καθένας. Η ουσία βρίσκεται στην πραγματική απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων, οι οποίες μάλιστα σπάνια απαντώνται στα αμφιθέατρα. Οι ποιοτικές και άμεσα εφαρμόσιμες γνώσεις που παρέχει το Πανεπιστήμιο, συνήθως ωχριούν μπροστά σε αυτές που λαμβάνει κάποιος κατά τη διάρκεια της εργασίας του και το πρώτο πράγμα που ζητάει ένας εργοδότης σήμερα δεν είναι η στατιστικά υπολογίσιμη γνώση, αλλά οι πραγματικές και ανόθευτες ικανότητες που έχει ο εκάστοτε υποψήφιος.
Ένας αυτοδίδακτος και χωρίς πτυχία προγραμματιστής, δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από έναν πτυχιούχο πληροφορικής την “ώρα της κρίσης”. Αυτός που θα πάρει τη δουλειά, είναι αυτός που θα αποδείξει τις γνώσεις του μέσω των διαδικασιών αξιολόγησης κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. Κάποιος που μπορεί να ‘‘πουλήσει πάγο σε Εσκιμώους’’ αλλά δεν διαθέτει κάποιον Πανεπιστημιακό τίτλο, θα βρει πολύ πιο εύκολα δουλειά από έναν τελειόφοιτο πάνω στο κομμάτι του marketing, όταν ο τελευταίος έχει καταφέρει απλά να πάρει το χαρτί.
Το μοναδικό σημείο στο οποίο υπερέχουν πλέον οι πτυχιούχοι είναι πλέον μικρό. Ένας προπτυχιακός, ένας μεταπτυχιακός, ακόμη κι ένας διδακτορικός τίτλος μπορούν να λειτουργήσουν αποκλειστικά και μόνο ως ‘‘κλειδιά’’ και αφορμές για να γίνει κάποιος δεκτός σε ένα δωμάτιο συνέντευξης.
Από τη στιγμή που η πόρτα θα κλείσει, ο τίτλος του πτυχίου ίσως είναι εξαιρετικά φειδωλός, όταν οι πραγματικές δεξιότητες του υποψήφιου δεν τον αντικατοπτρίζουν. Η αξία του εκμηδενίζεται και μαζί της η όποια προσπάθεια κατέβαλε ο ίδιος να το αποκτήσει.
Οι σπουδές και τα πτυχία, πάντα θα είναι χρήσιμα για τους ανθρώπους και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί κανείς να διαβάλει την αξία τους, οφείλουν όμως να συνοδεύουν επάξια τις ικανότητες των κατόχων τους. Η επένδυση στην απόκτηση ουσιαστικών και χρήσιμων γνώσεων είναι η σάρκα και τα οστά. Το πτυχίο είναι το ένδυμα. Χωρίς τα πρώτα, η αξία του δεύτερου είναι αμελητέα. Άλλωστε, ‘‘Αν το να έχεις γένια νομίζεις ότι δείχνει σοφία, τότε και ο τράγος θα ήταν Πλάτων’’. (Λουκιανός, 120-192 μ.Χ., Σύρος συγγραφέας).
*Ο Κωνσταντίνος Φεργαδάκης είναι μαθηματικός, Msc Business Mathematics