Εγώ είμαι ένας ξένος. Έχω μία άλλη οπτική γωνία από έναν ντόπιο για τα καθημερινά φαινόμενα. Κάνω άλλες συγκρίσεις με άλλες κοινωνίες. Και καταλήγω φυσικά σε διαφορετικά αποτελέσματα. Αυτή είναι μία επιστημονική αλήθεια που ισχύει και σε άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Θες απόδειξη; Την τελευταία πενταετία αυτή την ερώτηση την ακούς σε πολλά καταστήματα, ειδικά στα βενζινάδικα. Έπρεπε;
Μάλλον ΟΧΙ – με κεφαλαία. Από τότε που τα ηλεκτρονικά μπήκαν στην καθημερινότητα μας η ερώτηση αυτή συνοδεύει σχεδόν κάθε αγορά.
Γιατί πρέπει να ρωτήσει ο καταστηματάρχης τον πελάτη; Ο καθένας μας είναι επαγγελματίας σ’ αυτό που θα εκτελέσει κάθε μέρα. Τι θα απαντήσει ο πελάτης;
Τι είναι η απόδειξη; Ποιος δεν ξέρει τι είναι η απόδειξη; Το κράτος υπάρχει παντού παρόν. Το κρατικό ταμείο μαζεύει κατευθείαν το φόρο μέσω αυτού του μικρού χαρτιού.
Φορολογούμαστε όλοι σε κάθε πώληση και σε κάθε αγορά. Μ’ αυτό το μικρό χαρτάκι ζει ο αστυνόμος, ο δημόσιος υπάλληλος, ο πυροσβέστης, το νοσοκομείο που εφημερεύει, ο τροχονόμος. Ο νόμος μας συνοδεύει παντού.
Κάθε επιχείρηση επιβιώνει, προχωράει και η κοινωνία επιβιώνει. Επίσης, μ’ αυτό το μικρό χαρτάκι το κράτος ελέγχει ότι ο οικονομικός νόμος τηρείται και λειτουργεί καθε στιγμή.
Πάλι ξαναρωτάμε: “Τι είναι η απόδειξη. “Η απόδειξη είναι το μικρό λουριδάκι που σου δίνει ο καταστηματάρχης όταν πληρώνεις μετρητοίς ή μέσω κάρτας. Το παίρνεις και φεύγεις.
Κάποιος το κρατάει προσεκτικά, κάποιος το πετάει αμέσως. Σ’ εκείνο το χαρτάκι σημειώνονται ημερομηνία αγοράς, το ποσό που πληρώνεις, κάτι σχετικό με το κατάστημα και ένα νούμερο που συνδέεται με το μαγαζί. Τότε γιατί ρωτάει ο καταστηματάρχης;
Θέλον να εξυπηρετήσουν καλύτερα για να τους ξαναεπισκεφθείς ή μήπως θέλουν να κάνουν οικονομία στο κουλούρι του χαρτιού; Δεν νομίζω. Μήπως για να κλέβουν το κρατικό ταμείο;
Θες απόδειξη; Ο πελάτης βλέπει το πλατύ χαμόγελο του βενζινά και κλείνοντας το καπάκι του μηχανακιού σχεδόν μουρμουρίζει:
“Όχι, βρε, τι να το κάνω;”. Και βάζει μπρος τη μηχανή. Η ζωή συνεχίζεται ασταμάτητη.
Πολλά χιλόμετρα ζητάει το μεροκάματο σε μερικά επαγγέλματα.
Σε μερικά μαγιαζιά όλο χαμόγελο και ευγένεια σε ρωτάνε εάν θα πληρώσεις μετρητοίς ή με κάρτα. Και σε βλέπουν με μια μεγάλη ματιά: “Τι θα τους πεις;” Η ευρωπαϊκή πορεία έχει εφοδιάσει σχεδόν κάθε πολίτη με τραπεζική κάρτα πληρωμής, ανάληψης ή κατάθεσης. Ακόμη όχι στα όρια της υποχρεωτικότητας για τις αγοροπωλησίες.
Η Ελλάδα είναι μια τουριστική χώρα.
Εκατομμύρια ξένοι τουρίστες επισκέφτονται αυτή την ηλιόλουστη χώρα όλη τη χρονιά. Ο τουρίστας θέλει να ξεκουραστεί τρώγοντας καλά, χορεύοντας και ακούγοντας ελληνική μουσική.
Σε κάθε γωνία του πλανήτη γνωρίζουν τους Έλληνες, τον ελληνικό πολιτισμό. Ο Έλληνας είναι παρών παντού με το Α και το Ω του ελληνικού αλφαβητου. Ποιος δεν ξέρει τον Πυθαγόρα και τον Δούρειο Ίππο.
Για τον τουριστα αυτό, οι ταβέρνες τα κλαμπ και τα εστιατόρια μετράνε χιλιάδες.
Σερβιτόρος είναι το επάγγελμα των νέων. Μ’ αυτό το επάγγελμα σχετίζεται η ερώτηση: Πώς θα πληρώσετε με τραπεζική κάρτα ή μετρητοίς; Στον νέο σερβιτόρο θα άρεσε να πληρώσετε μετρητοίς. Κάτι θα πήγαινε στο πορτοφόλι του.
Η λέξη μπουρμπουάρ ήταν πακέτο με την λέξη σερβιτόρος τόσες περασμένες δεκαετίες.
Ένα χαμόγελο, μια πλάκα, ένα ακραίο ντύσιμο δεν κόστιζε στον σερβιτόρο, νέο ή νέα.
Το χαμόγελο ήταν κριτήριο για να περνούσε το τεστ του κλασικού σερβιτόρου. Και ο Έλληνας με τόσο ήλιο και φως μόνο χαρά και χαμόγελο προσφέρει στον ξένο τουρίστα. Αυτή είναι ελληνική προσφορά σ’ όλο τον πλανήτη.
Εν τω μεταξύ, ο σερβιτόρος γνωρίζοντας τόσες εθνικότητες τουριστών μπορεί κάθε στιγμή να σου μιλήσει για σχέσεις τουρίστα-χρήματος.
Ο Γερμανός τουρίστας είναι πρώτος στο χάρισμα καλού μπουρμπουάρ… Απ’ τον Κινέζο ούτε το χάλκινο λεπτό δεν θα μπει στην τσέπη σου… Μια πολυετής εμπειρία σερβιτόρου θα σου λέει πολλά περιστατικά με τον ξένο τουρίστα.
Θες απόδειξη; Ποιος χάνει μη κόβοντας απόδειξη; Όλη η κοινωνία.
Και εσύ που διαβάζεις πρέπει να δηλώνεις αυτή τη παρανομία. Όλοι μαζί μπορούμε.
ΜΠΕΚΙΜ ΤΣΑΠΟΚΟΥ