Είχα την τιμή να διαβάσω σε ηλεκτρονική μορφή το πρόσφατο πόνημα του καθηγητή Θ. Δετοράκη για τον Ακάθιστο Ύμνο (Θεοχάρης Δετοράκης, Ο Ακάθιστος Υμνος – ΕΚΔΟΣΗ ΚΡΙΤΙΚΗ) που εκδόθηκε πρόσφατα από την ἹΙεράὰ Μητρόπολη Ρεθύμνης καὶ Αυλοποτάμου. Όντας βιολόγος δεν έχω το υπόβαθρο για να κρίνω μια ιστορική και λόγια μελέτη, επομένως το σημείωμα αυτό δεν αποτελεί βιβλιοκριτική. Είμαι όμως της γνώμης ότι ο συγγραφέας δεν το έγραψε μόνο για τους ομοτέχνους του. Είχε στο νου του και «εμάς» τους πολυπληθέστερους. Γράφω λοιπόν εν ονόματι αυτών των πολλών.
Στο βιβλίο αυτό ο αναγνώστης θα βρει απαντήσεις σε ερωτήματα γύρω από την ιστορία του Ακάθιστου Ύμνου. Πολλοί από μας μεγαλώσαμε με τη λανθασμένη εντύπωση ότι ο συνθέτης του ήταν ο Ρωμανός ο Μελωδός και ότι ο λαός τον έψαλε κάτω από τα τείχη της Βασιλεύουσας ως ευχαριστήριο στην Παναγία για την λύση της πολιορκίας από τους Αβάρους το 626 μ. Χ. Η ανατροπή των παιδικών εντυπώσεων αφήνει πίσω της μια πικρία, αλλά τελικά η αλήθεια επικρατεί πάνω στα βιώματα. Και όμως είναι τα βιώματα που θέλω να προβάλω σε αυτό το σημείωμα γιατί αυτά με συντρόφευσαν στο διάβασμα του βιβλίου και με οδήγησαν σε σκέψεις που είναι έξω από το περιεχόμενο του και τις προθέσεις του συγγραφέα του.
Για χάρη συντομίας θα θέσω το θέμα όσο πιο απλά γίνεται: είναι το θρησκευτικό συναίσθημα απαραίτητο για να ζήσει κανείς τη μαγεία του Ακάθιστου Ύμνου; Ως μαθητής που περίμενα τους Χαιρετισμούς για να ψάλω το «Ανοίξω το στόμα μου» ή να αναγνώσω το «Άσπιλε» δεν είχα αμφιβολίες ότι η πίστη στο περιεχόμενο του Ύμνου αποτελούσε προϋπόθεση για να εκτιμήσει κανείς το μεγαλείο του. Με την ενηλικίωση άρχισαν να ξεχωρίζουν μέσα μου οι δυο συνιστώσες του Ύμνου, η θρησκευτική και η λογοτεχνική
. Υπάρχει ένα μεγαλείο στη θρησκεία και ένα μεγαλείο στην τέχνη. Ποιο από τα δυο είναι πιο οικουμενικό και πιο διαχρονικό; Αν το θρησκευτικό στοιχείο είναι απαραίτητο για να μας αγγίξει ένα έργο τέχνης, σήμερα ο ομηρικός διάλογος μεταξύ του Έκτορος και της Ανδρομάχης θα μας άφηνε αδιάφορους. Το ίδιο ισχύει και για τον Παρθενώνα. Και στις δυο περιπτώσεις – και μια σωρεία άλλων – η τέχνη αποδείχθηκε μακροβιότερη και πιο οικουμενική από τη θρησκεία. Τα μεγαλειώδη επιτεύγματα της Αναγέννησης δεν ανήκουν σε μια θρησκεία, ούτε καν σε μια παράδοση. Ανήκουν στην ανθρωπότητα γιατί ανταποκρί- νονται σε πανανθρώπινα αισθήματα. Είναι αυτά τα αισθήματα που, κατά μία θεωρία, γεννούν τις θρησκείες και τις τέχνες – όχι το αντίστροφο.
Αν δούμε τον Ακάθιστο Ύμνο από αυτή τη σκοπιά, οδηγούμαστε σε κάποιες οδυνηρές σκέψεις. Πρόκειται αναμφίβολα για ένα εξαιρετικής ποιότητας θρησκευτικό και λογοτεχνικό κείμενο. Κάποιος με ενεργή αίσθηση του πλούτου της ελληνικής γλώσσας μπορεί να το εκτιμήσει και αν ακόμη δεν διακατέχεται από έντονο θρησκευτικό συναίσθημα. Αμφιβάλλω αν ισχύει το ίδιο για κάποιον με έντονο θρησκευτικό συναίσθημα αλλά με γλωσσική πενία.
Η οδύνη στην οποία αναφέρθηκα απορρέει από την ισχυρή εντύπωση που έχουμε όλοι ότι η πτώχευση της ελληνικής γλώσσας είναι αναπότρεπτη. Αυτοί που είναι σε θέση να ζήσουν το μεγαλείο του Ύμνου φθίνουν σε αριθμό όχι τόσο γιατί δεν θρησκεύονται αλλά γιατί έχουν αποκοπεί από τις ρίζες της γλώσσας. Στον δημιουργό του Ακάθιστου Ύμνου (ο συγγραφέας προβάλλει πειστικά επιχειρήματα ότι ήταν δύο, ο Κοσμάς ο Μελωδός και ο Ιωάννης Δαμασκηνός) υπήρχαν σύμφυτα η θρησκεία και ο πλούτος της γλώσσας. Σήμερα είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς ποιο από τα δυο απειλείται περισσότερο.
Το βιβλίο του Θεοχάρη Δετοράκη μας δίνει τη δύναμη να βιώσουμε τον Ακάθιστο Ύμνο τόσο ως θρησκευτικό όσο και ως λογοτεχνικό κείμενο. Συνειδητοποιούμε ότι ο Ύμνος δεν μιλάει για εχθρούς και νίκες, δεν έχει τίποτε το παρακλητικό ή ευχαριστιακό για τους κινδύνους του πολέμου, αντίθετα με το «Υπερμάχω Στρατηγώ» που προσαρτήθηκε στην Ακολουθία πολύ αργότερα εκτοπίζοντας σχεδόν καθ’ ολοκληρία «Το προσταχθέν μυστικώς». Πληροφορούμαστε για τις έρευνες και τις αμφισβητήσεις για τους πιθανούς συγγραφείς, αλλά και για πολλές συγκεκριμένες λέξεις που απαντούν στον Ύμνο. Διδασκόμαστε το πώς να εκτιμήσουμε αυτό το υπέροχο λογοτεχνικό πλέγμα από επαναλήψεις, παρομοιώσεις, μεταφορές, παρηχήσεις, αντιθέσεις, συνθέσεις και οξύμωρα σχήματα.
Και το πώς να απολαύσουμε τη μουσικότητα της ομοιοκαταληξίας με εναλλαγές από τη λήγουσα μέχρι την προπαραλήγουσα. Αυτήν την τέχνη της ομοηχίας θα την συναντήσουμε πολύ αργότερα στον Ελύτη εμπλουτισμένη με τους συνδυασμούς της λήγουσας με την προπαραλήγουσα (.. μέσα στις πασχαλιές και σύ/…μύρισες την Ανάσταση). Με αυτό το βιβλίο του ο κορυφαίος μελετητής της Βυζαντινής Υμνογραφίας μας μετατρέπει από παθητικούς σε ενεργούς μύστες της Ακολουθίας του Ακάθιστου Ύμνου. Και όταν το ταξίδι μας φέρει από το Α στο Ω δεν μας μένει παρά ένας χαιρετισμός στον συγγραφέα: Χαίρε δένδρον αγλαόκαρπον εξ ού τρέφονται πολλοί.
* Ο Λευτέρης Ζούρος είναι ομότιμος καθηγητής Βιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης