Θα τη βγάλουμε κι απόψε καλή μου;
Μια υποκωφη ερώτηση που όταν ξημέρωνε, φάνταζε σαν βεβαιότητα.
Αρχές της δεκαετίας του 80, σ’ ένα μικρό νοσοκομείο του νησιού.
Δίπλα απ’ την παιδιατρική κλινική ένας μικρός θάλαμος για τους καρκινοπαθείς.
Η αναμφισβητητη έλλειψη υποδομών και στο μικρό νοσοκομείο, δε απαλλάσσει επ ουδενί την ανικανότητα του διοικητή να μην έχει προβλέψει μια διαφορετική οργάνωση.
Οι ευθύνες ασφαλώς βάραιναν και βαραίνουν την πολιτεία, αλλά ουδείς άμοιρος ευθυνών, ειδικά όταν αναλαμβάνει την ευθύνη κάποιου χώρου.
Μέρες τέτοιες λοιπόν κι αρχές του φθινοπώρου, πρωτοβρόχια, ευτυχώς μόνο ένα κοριτσάκι ανασκιρτούσε στον πόνο του πολύ συμπαθούς καρκινοπαθούς που δεινοπαθούσε στην άλλη μεριά του τοίχου.
Σε κάθε… Ωχ Παναγία μου, εσφιγγε το χέρι που κρατούσε.
Ήξερε πως ο κύριος που αγκομαχούσε δίπλα της υπέφερε.
Έτσι δεν έδινε και ιδιαίτερη σημασία στη δύσπνοια που την ταλαιπωρουσε…
Εκεί γύρω στις περασμένες μεσάνυχτα ώρες, εξουθενωμένος ο καταταλαιπωρημένος γείτονας μας, δεν είχε πια ούτε τη δύναμη να φωνάξει.
Έκλεισε τότε το κοριτσάκι τα μάτια και παραδόθηκε στις αγκάλες του Μορφέα.
Πατώντας στα ακροδαχτυλα, βρήκε χώρο ο μπαμπάς να κάνει δυο βήματα στο διάδρομο, να ξεπιαστεί.
Τρίζοντας η απέναντι πόρτα βγήκε μια ηλικιωμένη κυρία, απ’ το διπλανό μας δωμάτιο.
Η καλή του κυρίου στην οποία απευθυνόταν το ερώτημα αν θα την βγάλουμε κι απόψε.
Πονεμένη, εξουθενωμένη, με μάτια σαν κουμπότρυπες, ολόβρεχτα από την αγωνία και το διαφαινόμενο τέλος που τρυπούσε τη συζυγική ζωή, τη ζωή της.
Κι έτρεχαν στα εντός της όλες οι θύμησες, άλλοτε μια – μια για τις προσωπικές τους στιγμές κι άλλοτε όλες μαζί για τη ζωή με τα παιδιά τους και τους άλλους.
Παραπατώντας, βρέθηκε απλωμένη σ έναν -ο Θεός να τον κάνει- καναπέ.
Κοιμόταν με τα μάτια ανοιχτά. Και κοιμόταν σίγουρα γιατί ροχάλιζε.
Έτσι ήθελα, να την ακούω να ροχαλίζει. Σημάδι πως ήταν ζωντανή.
Ήθελε, πίστευα, να μη χάσει ούτε στιγμή απ’ τα μάτια της τον αγαπημένο. Τον αγαπημένο της.
Στάθηκα σε μιαν άκρη και κράτησα και την αναπνοή μου.
Δεν ήθελα να την ξυπνήσω, ούτε να χάσω απ’ τα μάτια μου τις εκφράσεις του προσώπου της.
Διάβαζα τα όνειρά της.
Καρέ καρέ τις στιγμές της ζωής τους.
Μια ομορφιά απλωνόταν στο οργωμένο απ’ τον καιρό και τα βάσανα, πρόσωπό της.
Κι απάνω στο χαμόγελο που πότε πότε, ζωγραφιζόταν στα χείλη της, έβλεπα τη ματιά του άντρα της.
Του νεαρού που της κράτησε συντροφιά κοντά εξήντα χρόνια.
Και γράφω νεαρός, γιατί αυτός – αυτή που ερωτευθήκαμε μένουνε πάντα νέοι…
Και πάνω σ’ αυτό το πανηγύρι των δικών μου εν τέλει αισθήσεων και παραισθήσεων ακούω μόλις…
Όχι με το μόλις του χρόνου αλλά με το μόλις της αδυναμίας
Ένα
Θα τη… βγααααλουμεεε κι απόψε καλη μου;
Σκουντάω απαλά – απαλά την κυρία, για να πάει μέσα.
Αλλά ουδεμία απόκριση!
Τρέχω και φωνάζω γιατρούς και νοσοκόμους, αλλά μάταιη προσπάθεια.
Το καρδιογράφημα μια ίσια γραμμή…
Τους εξηγώ πως άκουσα και τον κύριο να φωνάζει ξεψυχισμένα, και μπήκαμε όλοι μαζί στο θάλαμο.
Έσκυψαν όλοι μαζί και μείνανε αγάλματα.
Με πήραν δάκρυα ποτάμια.
Κι όταν σκούπισα τα μάτια μου, με πλησιάζει μια γιατρος και με ρωτάει.
Θυμάστε τι είπε ο κύριος;
Θα τη βγάλουμε κι απόψε καλή μου, ψέλλισα.
Στάθηκα στην ανοιχτή πόρτα, να χω το νου μου στο παιδί και ν αποχαιρετήσω ένα ζευγάρι, που τελείωσε μαζί τη διαδρομή που λέγεται ζωή.
Σαράντα χρόνια μετά σ όλα τα πρωτοβρόχια, αποχαιρετώ στον ορίζοντα μιαν αγάπη, που άφησε αναπάντητη την ερώτηση:
Θα τη βγαλουμε κι απόψε καλή μου;
Και το κοριτσάκι που γίνε κυρία ανελλιπώς μου τηλεφωνεί για να μου πει, μπαμπά πρωτοβρόχια.
Κι αν… Κι αν αυτή η αγάπη, δεν άργησε ούτε μία μέρα, έσβησε σε μια στιγμή…
* Ο Γιώργος Μυλωνάκης είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός