Ακολουθώντας τα ίχνη της μαντινάδας στον χρόνο, και ψάχνοντας να βρω δροσερό και καθάριο νερό, βρέθηκα στην μοσκομύριστη αυλή του Βιτσέντζου Κορνάρου. Εκεί που μπήκαν τα στέρεα θεμέλια του μετρημένου και καλοχτενισμένου δεκαπεντασύλλαβου.

Της ρίμας που ρέει από μέσα της ο ρυθμός κι είναι ντυμένη με σεμνή φορεσιά, και γεμάτη καρπό και ουσία. Ο στίχος, που έχει τον παλμό της ανάσας κι είναι παιδί του μυαλού και της καρδιάς. Που υπάρχει, γιατί έχει κάτι να πει. Κάτι που δε γεννιέται κατά παραγγελία, αλλά από εσώτερη ψυχική ανάγκη, και κρατιέται και ζει διαχρονικά.

Τα μάθια δεν καλοθωρούν στο μάκρεμα του τόπου,

μα πιο μακριά και πιο καλά θωρεί η ψυχή τ’ αθρώπου…

Διαπιστώσεις και αλήθειες διαχρονικές, που βγαίνουν μέσα από την εμπειρία της ζωής, και πλέκονται με επιμέλεια και φροντίδα. Τα λόγια του Κορνάρου απηχούν την επικρατούσα άποψη, για ηθικά και κοινωνικά ζητήματα της εποχής του, και εκφράζουν αναμφισβήτητες αρχές και αξίες.

Βάζοντάς τα στο στόμα της Φροσύνης, της Νένας της Αρετούσας, που με στοργή κι ενδιαφέρον παραστέκεται στην ερωτευμένη κόρη, ορίζει τα εσκαμμένα και οριοθετεί τα πλαίσια της ηθικής δεοντολογίας.

Το σφάλμα όπου στην τιμή αγγίζει και πληγώνει,

ο θάνατος δεν το σωπά, το μνήμα δεν το χώνει…

Είναι απαραίτητο πάντα να υπενθυμίζονται τα όρια. Κι εδώ, στην προσπάθεια της Φροσύνης να συνετίσει την ερωτοχτυπημένη Αρετούσα, επιστρατεύονται όλα τα παγιωμένα -στη συνείδηση του λαού- επιχειρήματα. Ο διδακτικός λόγος έχει την πρώτη θέση, αλλά δεν είναι ο γνωστός τετριμμένος λόγος, είναι το καταστάλαγμα της κρίσης της κοινής γνώμης, που εξελίσσεται σε γνωμικό λόγο.

Τα χόρτα π’ αγκιλώνουσι, τ’ αγκάθια που κεντούσι,

για πελελούς τσι κράζουσι όσοι κι αν τα κρατούσι…

Το πιο φυσικό και πιο όμορφο αίσθημα στον κόσμο, είναι αναμφισβήτητα ο έρωντας, με όλα τα θετικά και αρνητικά του χαρακτηριστικά, και το πιο κυνηγημένο συνάμα από ένα υποκριτικό κοινωνικό σύστημα, που πάσχει προφανώς από συναισθηματική αναπηρία.

Η παράβαση, λοιπόν, των επικρατούντων κανόνων συνιστά βαρύ κοινωνικό αδίκημα, σύμφωνα με τη Φροσύνη, την αφοσιωμένη παραμάνα της Αρετής. Πολύ δε περισσότερο να προχωρεί η ερωντοχτυπημένη κόρη, στην τολμηρή σκέψη για κρυφή συνάντηση με τον αγαπημένο της, έστω στο απόμερο παραθυράκι του παλατιού, με τη βοήθεια της ίδιας της Νένας. Της λέει λοιπόν η Νένα:

Παιδάκι μου, όποιες στην τιμή έτοι’ ασκημάδια βάνου,

σαπούνια δεν τα πλύνουσι, μηδέ νερά τα βγάνου…

Περιδιαβαίνοντας μέσα στο μοσκομύρισμο περβόλι του Βιτσέντζου Κορνάρου, συναντούμε σπάνια ποιητικά λουλούδια, που η ομορφιά τους και η ευωδιά τους, κρατεί ολοζώντανη τόσους αιώνες. Ο στοχαστικός, γνωμικός του λόγος, επίκαιρος και σήμερα, συνεχίζει να τέρπει και να εμπνέει…

Το πρώτο πράμα τση τιμής είναι στον αντρειωμένο,

να μην τον εύρουσι ποτέ σε ψόμα κομπωμένο…

Δεν ξέρει κανείς μπαίνοντας μέσα σ’ αυτό τον ποιητικό παράδεισο του Βιτσέντζου Κορνάρου, τι να πρωτοδιαλέξει, και τι να βάλει βαθειά μέσα στον νου και την καρδιά του, από τα τόσα υπέροχα, μοσκομύριστα ποιητικά λουλούδια που συναντά εκεί. Κι ακόμη αναρωτιέται, αν όλοι όσοι ασχολούνται σήμερο με την μαντινάδα, έχουν μπει άραγε μέσα σ’ αυτό τον μεθυστικό μπαξέ, και τι πήραν από ‘κεί…

Πάντα ‘ναι στα ψηλά φωτιά και τσι φτερούγες καίγει,

κείνου που τ’ ανημπόρετα και τ’ άπιαστα γυρεύγει…

Ο Κορνάρος δεν ύμνησε μόνο τον έρωντα και την ομορφιά, αλλά ζωγράφισε και χαρακτήρες, δημιούργησε πρότυπα και ανέδειξε αξίες, ενώ διακωμώδησε εύστοχα αρνητικούς χαρακτήρες, που τους συναντούμε και σήμερα γύρω μας. Ωστόσο, ταυτίστηκε με τον έρωντα, με την αγάπη και την ομορφιά των ανθρώπων και της φύσης. Έτσι, έγινε συνώνυμος με τον έρωντα και πραγματικός άγιος των αισθημάτων…

Ποιος εις τον κόσμο φάνηκε κι αγάπη δεν κατέχει,

ποιος δεν τηνε δοκίμασε, ποιος δεν τηνε ξετρέχει…