Τον περασμένο Απρίλιο είχαμε αναφερθεί μέσα από τις σελίδες ετούτης της πάντα φιλόξενης εφημερίδας ‘Πατρίς’, στην πασχαλινή εκδοτική εμφάνιση του Δημήτρη Θεοδοσάκη, με τίτλο «Κρητική πεζογραφία-Λαμπρόσκολα-Διηγήματα».
Σήμερα, λίγες μέρες πριν την μεγάλη μέρα της Χριστιανοσύνης, ο πολυγραφότατος Κρητικός συγγραφέας επανέρχεται με το καινούργιο του απόκτημα που ακούει στο όνομα «Κρητική Πεζογραφία, Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα. Τόμος Γ’», προσφέροντάς το στους αναγνώστες του.
Μια έκδοση εκατόν εξήντα σελίδων, ξανά από τις ‘εκδόσεις Σμυρνιωτάκη’ της Αθήνας, μέσα στην οποία περιλαμβάνονται δεκαοκτώ διηγήματα.
Αν δεν σφάλλω, το παρόν βιβλίο του πρέπει να αποτελεί το τεσσαρακοστό πόνημα του εν λόγω συγγραφέα, μια καθ’ όλα αξιόλογη συγγραφική συγκομιδή μέχρι τώρα στο πέρασμα το χρόνου.
Είχε ξεκινήσει κάποτε με την ποιητική του συλλογή «Περασάρικες χαρές», για να φτάσει σήμερα στην συγκεκριμένη συλλογή των Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του.
Όπως αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου του ο συγγραφέας Δημήτρης Θεοδοσάκης, γεννήθηκε στην κλειστή παραδοσιακή κοινωνία στην διπόταμη κοιλάδα του γεωργικού χωριού Χόνδρος, της Βιάννου.
Ένα χωριό που ακόμη αναδύει και του προσφέρει απλόχερα στη καθημερινότητά του απίστευτη ποσότητα και ποικιλία από μνήμες που έχουν να κάνουν με τον λαϊκό πολιτισμό της ευρύτερης περιοχής.
Σε αυτόν τον πολιτιστικό παράδεισο, όπως εξομολογείται, έζησε τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής του τα οποία ενθυμείται με έκδηλη νοσταλγία, αγάπη και ίσως με μία υφέρπουσα και υποσημαινόμενη μελαγχολία.
Ήταν ο ζηλευτός εκείνος τόπος όπου, για να χρησιμοποιήσω τα δικά του λόγια, «…Ανεστορούμαι με πόση λαχτάρα περιμέναμε τις γιορτές των Χριστουγέννων στην γενέθλια γη μου. Τα ήθη τα έθιμα και τις παραδόσεις που χαράξανε στην ψυχή μου τη μαγεία εκείνης της εποχής. Τότε οι άνθρωποι ήταν δεμένοι με την γη τους.
Στον μικρό ορίζοντα που γεννιόντουσαν εκεί μεγαλώνανε παντρεύονταν γεννούσαν και ανατρέφανε γιους και θυγατέρες, όπου παρέδιδαν την γη και την άυλη κληρονομιά των προγόνων…».
Όμως δεν ξεχνάει επ’ ουδενί την δεύτερη πατρίδα του, όπως αποκαλεί, το Ηράκλειο, την πολιτεία του Μεγάλου Κάστρου, όπου έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του και συνεχίζει ακάθεκτος να ανασκαλεύει μνήμες από την πρώτη του πατρίδα, που χάνονται στο βάθος των δεκαετιών του διαρρεύσαντος χρόνου.
Το περιεχόμενο λοιπόν, των Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων της παρούσας συλλογής, δεν θα μπορούσε παρά να αναφέρεται στα πολιτιστικά τεκταινόμενα του χωριού του, μιας κοινωνίας πιο φτωχής αλλά πιο ευτυχισμένης, όπως γράφει, που αφορούσαν τις γιορτινές ετούτες μέρες.
Οι κύριοι χαρακτήρες των κειμένων του, άνθρωποι απλοί, καθημερινοί του χωριού, μέλη μιας φτωχής πλην αλληλέγγυας κοινωνίας. Ξεχωριστή και σημαίνουσα θέση σε όλα τα διηγήματα της συλλογής έχει η γυναίκα, η σύζυγος, η κόρη, η μάνα, η πεθερά και η γιαγιά.
-Πε μου γιάντα τη φόρεσες αυτή τη μαύρη σκέπη;
Δεν είσαι είκοσι χρονών κι ακόμα δεν σου πρέπει!
-Με μαύρα και με πένθιμα θα ζήσω τη ζωή μου,
Για ένα χατίρι θα χαθώ ανέ χαθείς, πουλί μου.
απαντά μια μερακλίνα γυναίκα με μαντινάδα στον καλό της, όπως διαβάζουμε στο διήγημα «Η Κατερίνα του Πετροχαραλάμπη». Στα «Χριστούγεννα στην πόλη», ξεδιπλώνει και σκιαγραφεί τις παραπονεμένες σκέψεις ενός μοναχικού ηλικιωμένου, λησμονημένου από παιδιά και εγγόνια, την ώρα που κοντοζύγωναν οι άγιες μέρες των Χριστουγέννων.
Μια κατάσταση αφόρητη, διαχρονικά και δυστυχώς να γίνεται πραγματικότητα ολοένα και συχνότερα και στις μέρες που βιώνουμε. Σε όλα απεικονίζονται η απλή ζωή των κατοίκων, σε χωριά και πόλεις της Κρήτης, τα ήθη, τα έθιμα, οι συνήθειες και οι όποιες συμπεριφορές των κατοίκων του νησιού.
Ο Δημήτρης Θεοδοσάκης, ή ‘Του Κάστρου Ταχυδρόμος’, όπως αρέσκεται να αποκαλείται, παλινδρομεί νοσταλγικά για ακόμη μια φορά στα νεανικά του χρόνια, εκείνα που τον σημάδεψαν για ολόκληρη την ζωή του και σήμερα μας κάνει και εμάς κοινωνούς όλων αυτών με μια πολυτελέστατη έκδοση στην οποία προφανώς η μυθοπλασία θα συγχέεται με την πραγματικότητα όπως τουλάχιστον εκείνος και οι συνομήλικοί έζησαν τα χρόνια εκείνα και αναμφίβολα όσοι τα διαβάσουν θα βρουν αρκετά στοιχεία του πολιτισμού της μεγαλονήσου Κρήτης και ειδικότερα του αγαπημένου τους χωριού.
Η έκδοση, να σημειώσουμε, κοσμείται από υπέροχα εικαστικά δημιουργήματα του φωτογράφου και ζωγράφου Μηνά Μακαρώνα. Όμως ο Θεοδοσάκης, παράλληλα, δεν παραλείπει, όπως άλλωστε και σε άλλα βιβλία του να θρηνεί για την ερήμωση της υπαίθρου η οποία τα τελευταία χρόνια έχει πάρει απίστευτες διαστάσεις, και φυσικά μαζί με αυτό το άκρως δυσάρεστο φαινόμενο εθνικής σημασίας, και την σταδιακή εξαφάνιση των πολιτιστικών στοιχείων εκείνων των αγαπημένων τόπων!
Ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης είναι τέως διευθυντής Χειρουργικής και συγγραφέας