-Φίλε βάλε και τη δεύτερη ρακή που έχομε δικαίωμα να πιούμε και να σκολάσουμε την παρέα γιατί ‘ναι παραμονές Χριστουγέννων και πρέπει να ανεγογυρευτούμε για τα σπίτια μας.

Με τα δυο πόδια δε μπήκαμε; Ε, δυο ρακές δα πιούμε, είπα του Μπλομπλού και του σίμωσα το ποτηράκι μου, πιάνοντας με προσποιητή ευγένεια ένα κομμάτι ακόμα από το λιόκαυτο χταποδάκι, που είχε απλωμένο σε μια χαρτοπετσέτα πάνω στο γραφείο του.

Το συνηθίζει ο Μπλομπλός, να έχει πάντα στην καβάντζα ένα μεζέ και μια ρακή για όποιον μπει στο γραφείο του του να τονε χαιρετήσει. Ειδικά τέτοιες μέρες χρονιάρες που έρχονται, σμίγομε και λέμε με τον τρόπο μας εκτός από τα «κάλαντα» και τον «εξάψαλμο» στα πρόσωπα της επικαιρότητας και ιδιαίτερα σε όσους «πονηρούς» ξεσκονίζουν (με το αζημίωτο) τα πόδια της εξουσίας.

Κάτι μουρμούρισε για οπεκεπέδες και κομπιναδόρους, αλλά γέμισε τα ποτηράκια και ήπιε μονορούφι το δικό του. Το ξαναγέμισε και πρόσταξε με το δικό του τρόπο:

-Πιες το και συ, να πιούμε και την τρίτη και τέλος.

-Δεν είπαμε ορέ πως έως δύο θα πίνουμε, τώρα που γίναμε «μεγαλοκοπέλλες»;

-Ε, και τι; Ξεροσφύρι θα φάμε το χταποδάκι;, είπε και έφερε από το διπλανό δωμάτιο δύο ακόμη πλοκάμια λιόκαυτου.

-Γεννηθήτω το θέλημά σου, του απάντησα και πήρα τον έλεγχο του μπουκαλιού.

Στην πέμπτη ρακή, ο Μπλομπλός με κοίταξε κατάματα και έσπασε τη σιωπή που κρατούσε τόση ώρα:

-Ρε κονσέρβα, βλέπεις τι γίνεται με αυτές τις επιδοτήσεις και τους οπεκεπέδες που λένε; Τι απατεώνες έχουμε γύρω μας από τη κορφή μέχρι το πάτο; Και ξέρεις τι δεν καταλαβαίνω; Γιατί τόσες αμαρτίες στην Κρήτη; Όλα εδώ συμβαίνουν; Πουθενά αλλού; Τη μια βεντέτες, την άλλη σκοτωμοί, την παράλλη πονηριές, απατεωνιές και διαφθορά. Αϊ σιχτίρ… Απογοητεύεται κανείς να τα ακούει και να τα βλέπει. Όλοι στο κόλπο με αυτό τον ΟΠΕΚΕΠΕ, πώς διάολο τόνε λένε…

-Χαλάρωσε φίλε. Ναι, σε αυτό τον κόσμο ζούμε. Και δεν συμβαίνουν πονηριές μόνο στην Κρήτη. Παντού συμβαίνουν. Απλά δεν είναι όλοι πονηροί. Και για να τον πειράξω συνέχισα: Καλά εσύ που οργώνεις θάλασσες και ξερονήσια, δεν μπόρεσες να βρεις δυο-τρεις χιλιάδες στρέμματα καλλιεργήσιμη θάλασσα να τη δηλώσουμε βοσκότοπο για τους ροφούς και τις συναγρίδες, να πάρομε κι εμείς τζάμπα καμιά επιδότηση, να βγάλουμε την κρίση των συνταξιούχων που μας ξεραίνει;

Χαμογέλασε με νόημα και άρχισε.

-Άκου να σου πω να γελάσεις: Πάνε αρκετά χρόνια, δε θυμάμαι τώρα πόσα, που αγόρασα με προτροπή της γυναίκας μου, εδώ προς τον Καρτερό, ένα λιόφυτο με εβδομήντα ελαιόδεντρα, για να βγάζουμε -λέει- το λάδι της χρονιάς.

Τότε, μου υπέδειξε ο πωλητής να πάω σε κάποια υπηρεσία (δεν θυμάμαι πως τη λέγανε), να δηλώσω τα δέντρα μου αυτά, να παίρνω λέει και επιδότηση. Άσχετος και αφελής, πήγα μα έπεσα πάνω σε διάλογο των δύο υπαλλήλων, που μου είπαν να περιμένω. Περίμενα πάνω από δέκα λεπτά, ακούγοντας την κουβέντα τους, για κάποιο τραπέζι με αντικρυστά κ.λπ. Κάποια στιγμή, διαμαρτυρήθηκα για την αναμονή και με κάλεσαν να με εξυπηρετήσουν.

Μάλλον με γνώρισαν και ήξεραν ποιος ήμουν, γιατί μου πέταξαν την μπηχτή:

-Εσύ ‘σαι μωρέ ο Μπλομπλός, που πιάνεις τα πολλά ψάρια και τα τρως αμοναχός σου;

-Εγώ ‘μια, φίλε, μα τα ψάρια τα τρώω με τους φίλους μου και ποτέ αμοναχός.

-Καλά, και ήντα θες επαδέ;

Του λέω το αίτημα πως πήγα να δηλώσω τις εβδομήντα ελιές που είχα αγοράσει και μου απαντά, κοιτάζοντάς με στα μάτια:

-Εφτακόσιες ρίζες ελιές, ε; Καλή αγορά.

-Όχι εφτακόσιες, εβδομήντα σου λέω. Επιμένει αυτός:

-Εφτακόσιες, ένα μηδενικό είναι η διαφορά. Παρά την ασχετοσύνη μου, κατάλαβα πού το πήγαινε. Πήρα τα χαρτιά μου και έφυγα, λέγοντας πως θα ξαναγυρίσω. Ίσως με περιμένει ακόμη. Στα δέντρα της αγοράς μου, πήγα δύο-τρία χρόνια και τις μάζεψα. Την τελευταία φορά δεν είχαν καρπό και δεν ξαναπήγα. Ούτε που θυμάμαι τώρα πια πού ακριβώς βρίσκονται…

-Κατάλαβες, «κονσέρβα»; Κατάλαβα του λέω.

-Δες τα χάλια τους τώρα όλων αυτών των πονηρών. Τι είδους Χριστούγεννα θα κάνουν;

Λίγο πριν αρχίσουμε να κατεβάζουμε «καντήλια», «κατά πάντων και διά πάντα», συμφωνήσαμε πως δεν κάνει να υβρίζουμε τέτοιες μέρες Χριστουγεννιάτικες και πώς μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, όπως εμείς, μετά τα όσα βλέπουμε να αποκαλύπτονται. Είχε τελειώσει και ο μεζές της ρακής και αποφασίσαμε ομόφωνα:

-Θα τα ξαναπούμε, άντε γεια…