Η Άννα – Μαρία Κατσιγιάννη είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Πατρών με πλούσιο έργο. Στο βιβλίο της «Η σχεδία του λόγου», όπου εντάσσονται πολλές μελέτες, υπάρχει και μια με τίτλο «Ο Βάγκνερ στο πρώιμο αφηγηματικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη».

Είναι για μένα μια από τις καλύτερες ερμηνευτικές προσεγγίσεις για να κατανοήσουμε όχι μόνο το ξεκίνημα του μεγάλου συγγραφέα, αλλά τους στόχους του, την ευρυμάθειά του και να διακρίνουμε τους βασικούς θεματικούς πυρήνες που συναντούμε και στο ποιητικό και στο πεζογραφικό του έργο.

Η ανάγνωση της μελέτης αυτής μου έδωσε την αφορμή να ξαναδιαβάσω τα δύο πρωτόλεια έργα του Ν. Καζαντζάκη «Όφις και κρίνο» και «Σπασμένες ψυχές». Το πρώτο γράφεται πιθανότατα στο Ηράκλειο το 1905 και το εκδίδει με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή.

Το ψευδώνυμο μας παραπέμπει στον βουδισμό, όπου το κάρμα είναι κάτι σαν τη μοίρα που μετρά τις καλές και τις κακές πράξεις ενός προσώπου και στη μετεμψύχωση αποκτά ανάλογη υπόσταση. Το Νιρβαμή μάς παραπέμπει στη Νιρβάνα που είναι η απόλυτη ευδαιμονία, όπου καταλήγουν οι ευδαίμονες ψυχές.

Είναι μια νουβέλα με μορφή ημερολογίου από 2 Μαΐου έως 2 Μαρτίου του επόμενου έτους. Καταγράφεται το μεγάλο ερωτικό πάθος στα όρια της παράνοιας ενός ζωγράφου προς μια εξωτικής ομορφιάς γυναίκα που τον τρελαίνει, χάνει την ικανότητά του για καλλιτεχνική δημιουργία, συγκλονίζεται και σε μια ρομαντική έξαρση τελικά επιλέγει τον κοινό τους θάνατο από ασφυξία σε ένα κλειστό δωμάτιο γεμάτο λουλούδια.

Έχει μορφή παραληρήματος, όπου μπλέκεται ο έρωτας ως καταστροφική δύναμη και ο θάνατος. Συχνά κρητικές μαντινάδες συνδέουν τον έρωτα με τον θάνατο που κρατούν ίδια σπαθιά και μας πολεμούν. Πιθανόν υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία και ανακαλείται η μύηση στον έρωτα του συγγραφέα από μια Ιρλανδέζα που του δίδασκε αγγλικά με την οποία χώρισε, όταν έφυγε στην Αθήνα για σπουδές και χάθηκαν χωρίς να βρεθούν ξανά.

Μας εντυπωσιάζουν οι αναφορές του σε σπάνια έργα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας που δείχνουν ότι ο Καζαντζάκης τα γνώριζε. Το έργο δέχτηκε και θετικές κριτικές, αλλά ο ίδιος φαίνεται ότι ήταν επιφυλακτικός για την αξία του. Έχει ένα άκρατο λυρισμό και ρομαντισμό χωρίς γλωσσικές υπερβολές.

«Οι σπασμένες ψυχές» γράφτηκαν στο Παρίσι το 1908 και δημοσιεύτηκαν σε συνέχειες στο Νουμά 1909-1910. Σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ που απέκτησαν τα συγγραφικά δικαιώματα και αναδεικνύουν με τον καλύτερο τρόπο τα έργα του μεγάλου μας συγγραφέα. Χωρίζεται σε τέσσερα μέρη με όρους μουσικούς σαν να πρόκειται για λιμπρέτο όπερας.

Πράγματι ο υφολογικός τόνος κάθε μέρους μάς παραπέμπει σε μελωδίες όπερας με αντίστοιχη συναισθηματική κατάσταση. Κεντρικοί ήρωες είναι ο Ορέστης και η σύντροφός του Χρυσούλα. Στο φόντο υπάρχουν ο φιλόλογος Γοργίας που μελετά τον Σοφοκλή και η Νόρα, μια γυναίκα όνειρο, που εμφανίζεται σε δύο σκηνές, αλλά είναι εκείνη που εκπροσωπεί το ερωτικό πάθος και το αντικείμενο του πόθου του πρωταγωνιστή.

Ο Ορέστης καλείται από την ελληνική παροικία να εκφωνήσει ένα πανηγυρικό λόγο στον τάφο του Κοραή, όπου γελοιοποιείται από τους ακροατές του. Και στο έργο αυτό μπλέκονται ο έρωτας και ο θάνατος. Η Χρυσούλα βαθιά ερωτευμένη με τον Ορέστη γίνεται θυσία, αγωνίζεται να κερδίσει την αγάπη του και τελικά πεθαίνει. Το τέλος της είναι τραγικό. Εκείνος οραματίζεται να γράψει ένα έργο ζωής, την Καινή Διαθήκη, όπου θα κηρύξει μια νέα θρησκεία.

Ζει στον κόσμο του ιδανικού, περιφρονεί την ευτυχία των καθημερινών ανθρώπων, που κάνουν παιδιά και έχουν μια ζωώδη ευτυχία. Γιατί σπασμένες ψυχές θα μας το πει η καταληκτική φράση: «Έτσι κατάντησε. Η ψυχή του είναι σπασμένη. Ψυχή όμορφη μα γυναικίσια, που δεν μπόρεσε στην κρίσιμη στιγμή να κρατήσει αντρίκεια το βάρος της Ιδέας και το βάρος της Σάρκας.

Έτσι κάποια κοντάρια όμορφα και ντελικάτα σπουν, όταν η σημαία είναι μεγάλη και φυσήξει βοριάς». Το ψευδώνυμό του στο έργο αυτό ήταν Πέτρος Ψηλορείτης.

Το πρώτο αυτό μυθιστόρημα του Καζαντζάκη εμπεριέχει σπερματικά όλα τα θέματα που θα κυριαρχήσουν στα ώριμα μυθιστορήματά του. Η πάλη του ανθρώπου ανάμεσα στο χρέος και το πάθος, το ιδανικό και η ταπεινή πραγματικότητα, η αγωνία να υπερβούμε τον εαυτό μας και τις επιθυμίες μας και να ανέβουμε τον ανήφορο που δικαιώνει τον άνθρωπο.

Διακρίνεται επίσης για τη γλωσσοπλαστική του ικανότητα με πολλές σύνθετες και παρασύνθετες λέξεις και εκφραστικούς τρόπους. Τελικά το έργο μάς αφήνει μια στυφή γεύση και την αίσθηση ότι η υπέρβαση είναι αδύνατη,  γιατί η ψυχή μας δεν αντέχει τον αγώνα, τον ασκητισμό και την αγωνία για τη δημιουργία ενός άλλου κόσμου.

Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι υπάρχουν διακειμενικές αναφορές σε αρχαίους τραγικούς, στον Σαίξπηρ και στον Ρήγα Φεραίο, αλλά φαίνεται και η επίδραση του Νίτσε, τον οποίο ο Καζαντζάκης είχε μελετήσει καλά και είχε συντάξει τη διατριβή του για το έργο του.

Επίσης φαίνεται η προτίμησή του για τη μουσική του Βάγκνερ που αρχικά ήταν φίλος με τον Νίτσε, αλλά τελικά συγκρούστηκαν και απομακρύνθηκαν. Στη διένεξή τους ο Καζαντζάκης θα προτιμήσει τον Νίτσε.

Και τα δύο έργα αξίζει να διαβαστούν και οι αναγνώστες να αποκτήσουν μια πληρέστερη εικόνα της ώριμης δημιουργίας του κρητικού συγγραφέα. Παράλληλα θα συνειδητοποιήσουν ότι τίποτε δεν του χαρίστηκε, αλλά ό,τι πέτυχε το κατόρθωσε με πολύ κόπο, ακραίο ασκητισμό και ανεξάντλητη προσπάθεια να κατακτήσει την υψηλή κορυφή της τέχνης που θεωρούσε ότι είναι ικανή να διαμορφώσει μια κοινωνία υπερήφανων ανθρώπων με στόχους υψηλούς, όπως εκείνοι που πέτυχαν οι μεγάλοι δημιουργοί που τον γοήτευσαν.

Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος