Ξεφεύγοντας για λίγο από την κουραστική μας καθημερινότητα, κι αφήνοντας πίσω μας τις μικρές και μεγάλες μας έγνοιες, αρχίζομε να ιχνογραφούμε στην σκέψη μας εικόνες πιο μακρινές, πιο διαφορετικές και πιο τραγικές ίσως από την καθημερινή μας βολή. Είναι η συναίσθηση ότι δεν υπάρχουν μόνο ευχάριστα στη ζωή, αλλά συμπορπατεί μαζί μας και η πίκρα, ο πόνος, και η δυστυχία. Κοντά μας, δίπλα μας, υπάρχουν άνθρωποι που υποφέρουν πιότερο από μας. Που ό,τι είναι για μας αυτονόητο είναι γι’ αυτούς μια ακριβή προσδοκία. Πιο πέρα ακόμη σκοτώνονται, ξεριζώνονται, πεινούν και πεθαίνουν μικροί και μεγάλοι, κάτω από τις αποκρουστικές φτερούγες του πολέμου. Των πολέμων που συνεχίζουν να είναι στην επικαιρότητα, σε πείσμα κάθε λογικής και κάθε στοιχειώδους εγκράτειας και νοημοσύνης. Τότε,

Πώς να μην είμαι δυστυχής, πώς να μην έχω πόνο
άμα χτυπούνε οι συμφορές την πόρτα των γειτόνω

Κι ακόμη πέρα από τις εστίες των πολέμων, δίπλα μας, γύρω μας υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν από την πείνα, την αρρώστια, και την κοινωνική βία που αν δεν την υποθάλπομε, τουλάχιστον την ανεχόμαστε..

Θωρώ τσ’ αθρώπους και γελούν, κι άλλοι κρυφά πονούνε
και λέω αν είναι Θιός ποθές, κι αν έχει μάθια, πού ‘ναι

Άγριος και ανελέητος ο κόσμος που φτιάξαμε. Γεμάτος αδικία, βία και άγρια εκμετάλλευση. Επιστήμη και τεχνολογία συντονισμένη κυρίως στην κατασκευή μέσων εξόντωσης και καταστροφής του ανθρώπου και του περιβάλλοντος. Ωστόσο,

Για μένα ο πόνος των αλλώ, δεν είναι ξένο πράμα,
χαρά κι αν έχω πνίγεται στων αλλωνώ το κλάμα

Διαπιστώσεις με γκρίζο, μουντό χρώμα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Κι ωστόσο η διάθεση κι η επιθυμία είναι φυλακισμένες στα μπουντρούμια και τ’ αδιέξοδα των ίδιων των επιλογών μας. Ακροβατούμε αφελώς ήσυχοι ανάμεσα στη βολή και την δράση, κι αρκούμαστε να ψυθιρίσομε:

Εγώ τον κάθε δυστυχή, τον κάθε πικραμένο
απού τα βάθη τση ψυχής τονε καταλαβαίνω…

Οι κατατρεγμένοι και οι δυστυχείς του κόσμου και της στενότερης κοινωνίας μας, ας γνωρίζουν τουλάχιστον ότι είναι στην καρδιά μας. Συμπάσχομε όσο κι αν αυτό θεωρείται ανώφελο.

Όλοι του κόσμου οι δυστυχείς, είναι δικοί μου φίλοι,
γιατί την πρίκα πού ‘χω εγώ έχουν κι αυτοί στα χείλη

Δίκιο βαμμένο με αίμα, αλήθειες φυλακισμένες, πόθοι τραυματισμένοι, πύρινες κραυγές που έρχονται από μακρινούς αιώνες… Κάπου, κάπως, αναζητούμε ένα κάποιο δίκιο.

Το δίκιο μου το κρέμασα στου τουφεκιού την κάννη
γιατί άλλο δρόμο δε θωρώ στο τέρμα να με βγάνει

Επιθυμίες, όνειρα, πόθοι, ελπίδες, και πάνω απ’ όλα αίσθημα χρέους. Κι όλα να ξεπερνούν τα όρια των δυνατοτήτων. Όλα να ζητούν, κι όλα να φωνάζουν, προχώρα…

Τραυματισμένα όνειρα, νεκρές ελπίδες πάλι,
κι ο δρόμος κακοδιάβατος, ώφου και πού θα βγάλει…