Θυμάμαι πως κάποτε νοστάλγησα να ξαναδώ το πατρικό μου σπίτι στο χωριό μου, το Σμάρι, το άδειο και εγκαταλελειμμένο σπίτι μου, το σπίτι που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Ήθελα να το δω, να δω πόσο γέρασε και να του κρατήσω λίγη συντροφιά.

Μπήκα, λοιπόν στο αυτοκίνητό μου και σε μισή ώρα ήμουν κοντά του.

Κοιμήθηκα εκεί το βράδυ και σαν ξημέρωσε, έτρεξα, πρωί-πρωί στα παιδικά μου λημέρια, στα αγαπημένα μου αρχοντικά, της βορειοδυτικής άκρης του χωριού μου, κοντά στο σπίτι μου, απ’ όπου μπορούσα να δω όλη την αγροτική δυτική περιοχή του και ιδίως τους Αντρυάδες, μια στενή κοιλάδα γεμάτη αντρύδες (αγριοβελανιδιές) και ελιές, μια κοιλάδα πανέμορφη την άνοιξη, η δεύτερη σε ομορφιά περιοχή του χωριού μου μετά τον άγριο μα πράσινολαγκό μας.

Πήγα και κάθισα στον αξέχαστο και αγαπημένο μου βράχο, εκεί στα Αρχοντικά. Σ’ αυτόν και γύρω απ’ αυτόν περνούσα τις ελεύθερες ώρες μου σαν παιδί και σαν έφηβος, άλλοτε μόνος μου και άλλοτε μ’ άλλα παιδιά της ηλικίας μου. Εκεί πετούσαμε τα καλοκαίρια τους αετούς μας και πάνω σ’ αυτόν κάθισα αρκετές φορές σαν νέος τα καλοκαιρινά βράδια και απολάμβανα τις ξαστεριές και το φεγγάρι του ουρανού μας.

Σαν ξανακάθισα εκεί, στο ίδιο μέρος, ήρθαν στο νου μου πολλά από τα περασμένα. Μα ξαφνικά κάτι με απέσπασε από τις αναμνήσεις μου. Ένα περήφανο γεράκι, με τεντωμένες και ακίνητες τις φτερούγες του, έκανε βόλτες στον ουρανό, πάνω από το κεφάλι μου, διαγράφοντας μεγάλους κύκλους.

Προσήλωσα το βλέμμα μου σ’ αυτό. Πετούσε κι όλο πετούσε, χωρίς να κουράζεται. Θεέ μου, τι όμορφο και περήφανο πουλί! Όλο το κοίταζα και το καμάρωνα. Μα κάποια στιγμή… το ζήλεψα, ναι, το ζήλεψα! Άρχισα να σκέφτομαι και να μονολογώ: Τυχερό πλάσμα, που πετάς και ζεις ελεύθερο, απολαμβάνοντας από ψηλά κάθε ομορφιά του κόσμου!

Που δεν έχεις ανάγκη τα χρήματα; Για να αγοράζεις τρόφιμα και νερό, γιατί ψάχνοντας από ψηλά τα βρίσκεις έτοιμα. Που δεν χρειάζεσαι ρούχα και παπούτσια ή κρέμες και καλλυντικά. Που δουλεύεις, όταν θες (θέλεις) και όπως θες, χωρίς εργοδότες και συνδικαλιστές. Που έχει λίγες σκοτούρες όσο ζεις: Να τραφείς και να πιείς, να κτίσεις φωλιά, για να πολλαπλασιαστείς, να μεγαλώσεις τα παιδιά σου, να προσέχεις τη ζωή σου. Τυχερό που είσαι!

Το γεράκι έκαμε μια ακόμη βόλτα στον ουρανό κι ύστερα χάθηκε μακριά, στο πετροβούνι της Χοντράδας.

Έμεινα τότε για λίγο σκεφτικός, μα γρήγορα ο νους μου πέταξε στα καημένα τα φυτά, δέντρα, θάμνους, νανόφυτα (χαμόφυτα). Άτυχα πλάσματα! είπα. Μένουν πάντα ακίνητα, στο ίδιο μέρος. Ποτέ δε βλέπουν τον κόσμο, μόνο τον ουρανό και τη γειτονιά τους. Το καλοκαίρι καίγονται από τον ήλιο, μα δεν κουνούν, για να βρουν σκιά είναι καταδικασμένα σε ισόβια ακινησία, είναι παραπληγικά, χωρίς καρότσι

. Το χειμώνα κρυώνουν, δεν έχουν ούτε ρούχα, ούτε τρίχωμα, ούτε φτερά και όταν χιονίζει, χάνουν κλαδιά ή πλαντούν και τουρτουρίζουν. Φαγητό δε διαλέγουν· τρώνε πάντα από το ίδιο χώμα την ίδια τροφή. Νερό; Μόνο υγρασία από το χώμα και τον ουρανό ή όποια είναι τυχερά, φυτρώνουν σε ακροποταμιές ή κοντά σε νεροπηγές και δε διψούν ποτέ.

Και όταν τα φυσούν αέρηδες δυνατοί ή τυφώνες ή σηκωθούν ανεμοστρόβιλοι, κάνουν μετάνοιες βαθιές, σαν προσευχόμενοι Μουσουλμάνοι ή αν δεν μπορούν ή δεν αντέξουν, σπάνε ή ξεριζώνονται ή  χάνουν πολλά από τα κλαδιά τους. Φτωχά, άτυχα και απροστάτευτα πλάσματα, πόσο σας πονώ και σας λυπάμαι!

Σκέφτομαι ακόμη: Στις πυρκαγιές ή για καυσόξυλα και κάρβουνα ποιος καίγεται; Για ξυλεία, τάβλες, έπιπλα, δοκάρια και χαρτί ποιος πεθαίνει; Ποιος τρέφει τα ζώα που αποστρέφονται τα κρέατα; Φτάνει! Φώναξα ψιθυριστά στη σκέψη μου, χωρίς να το θέλω, και σταμάτησα. Μα σε λίγο ο νους μου πέταξε και πάλι, αλλά στα ζώα αυτή τη φορά.

Σκέφτηκα προβληματισμένος: Μήπως και τα ζώα δεν είναι και τόσο τυχερά, όσο φαντάζομαι; Γιατί; Άρχισα να συγκρίνω: Ζούνε λίγα χρόνια (ξεχάστε τα μονοετή φυτά). Γίνονται κι αυτά  τροφή. Νομίζω πως πονούν πιο πολύ. Αρρωσταίνουν και πεθαίνουν πιο εύκολα. Αισθάνονται και καταλαβαίνουν τη δυστυχία περισσότερο. Είναι πιο ευαίσθητα στις κακουχίες. Υποφέρουν για να γεννήσουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους.

Κάποια κακοποιούνται άσχημα, όχι μόνο σαν θηράματα από τους θηρευτές τους, αλλά και σαν εξημερωμένα από τ’ αφεντικά τους, μα δε μιλούν, κάποια φωνάζουν, ίσως και να κλαίνε, μα δε φαίνεται να δακρύζουν. Αμύνονται, όταν και όσο μπορούν ή το βάζουν στα πόδια με καταπιωμένη τη γλώσσα. Φοβούνται κάθε στιγμή για τη ζωή τους, ιδιαίτερα τα άγρια και αδύναμα. Θα υπάρχουν ασφαλώς κι άλλα αρνητικά στοιχεία για τα ζώα και τη ζωή τους μα σταμάτησα εδώ.

Και τότε ξανασκέφτηκα: Τα φυτά ή τα ζώα είναι τα πιο άτυχα; Φίλοι αναγνώστες, σ’ αυτό το ερώτημα, όσο και να προσπάθησα, δεν μπόρεσα τότε να δώσω με σιγουριά απάντηση. Η γνώμη μου ήταν ίσως άδικη, γιατί έκλινε πότε με τα ζώα, πότε με τα φυτά· ήταν, όπως λέμε, επαμφοτερίζουσα. Συγχωρήστε με γι’ αυτό. Έτσι, σας παρακαλώ, σκεφτείτε και σεις το πρόβλημα τώρα που το διαβάζετε, αν φυσικά θέλετε, και ας δώσει ο καθένας στον εαυτό του την απάντηση που νομίζει.

 

*Ο Μανώλης Ροδιτάκης είναι τ. εκπαιδευτικός και ειδικός πάρεδρος του Παιδαγ. Ινστιτούτου, πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών