Ένα από τα σημαντικότερα θέματα που ήρθαν στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης ήταν οι ανεπάρκειες των Ελληνικών νοσοκομείων, που αναδείχθηκαν κυρίως στα μεγάλα δημόσια νοσοκομεία που σήκωσαν το βάρος της πανδημίας.
Ελλείψεις ιατρικού, νοσηλευτικού και υποστηρικτικού προσωπικού και ανεπάρκεια στο νοσοκομειακό εξοπλισμό, που οδηγούν στην υπολειτουργία των δημόσιων δομών υγείας, είναι μόνο μερικά από τα προβλήματα που ήρθαν για άλλη μια φορά στην επιφάνεια. Το ΕΣΥ στη χώρα μας νοσεί εδώ και πολλά χρόνια, υποστελεχωμένο και υποβαθμισμένο από τις πολιτικές λιτότητας και τις πολιτικές εξίσωσης προς τα κάτω.
Ευτυχώς για όλους μας η κυβέρνηση έλαβε τη μέγιστη πολιτική απόφαση της προστασίας της δημόσιας υγείας έναντι οπιουδήποτε κόστους και πρέπει να της αποδοθούν εύσημα. Το ΕΣΥ ανταποκρίθηκε επαρκώς. Τα μεγάλα νοσοκομεία που σήκωσαν το βάρος της πρωτόγνωρης πανδημίας κατάφεραν να αντεπεξέλθουν.
Δοκιμάσθηκαν, όμως, στον ίδιο βαθμό που δοκιμάσθηκαν τα νοσοκομεία της Βόρειας Ιταλίας της Ισπανίας της Νέας Υόρκης, του Λονδίνου; Προφανώς όχι, γατί η συγκράτηση του κύματος της πανδημίας δεν οφείλεται στην αποτελεσματικότητα του ΕΣΥ αλλά κατά κύριο λόγο στην καραντίνα και την κοινωνική αποστασιοποίηση.
Η πανδημία του κορωνοiού κατέστησε αναγκαία την πρόσληψη ιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού καθώς και την αναβάθμιση του ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού. Οι προσλήψεις όμως που έπρεπε να γίνουν, και σωστά έγιναν, δεν λύνουν τα εγγενή από δεκαετίες προβλήματα του ΕΣΥ.
Εξακολουθεί να παραμένει ανέπαφος ο κεντρικός πυρήνας της παθογένειας του ΕΣΥ, δηλαδή η οργανωτική του ανεπάρκεια και οι ιδεοληψίες στο γρήγορο εκσυγχρονισμό και την ανταγωνιστική αξιολόγηση, κύρια του ιατρικού προσωπικού, που μαζί με το νοσηλευτικό προσωπικό αποτελούν τη σπονδυλική στήλη του συστήματος. Xαρακτηριστικό παράδειγμα και οι πρόσφατες προσλήψεις του επικουρικού ιατρικού προσωπικού, που λόγω του βεβιασμένου χρόνου, έγιναν με κριτήρια επετηρίδας, χωρίς καμιά διαδικασία επιστημονικής αξιολόγησης.
Η πρόσληψη όμως ικανού ιατρικού προσωπικού και η ανανέωσή του πρέπει να γίνεται μόνο με απόλυτα ανταγωνιστική αξιοκρατική αξιολόγηση και έλεγχο του παραγόμενου ιατρικού έργου σε ποσότητα και ποιότητα καθώς τα νοσοκομεία πρέπει να λειτουργούν ως ολοκληρωμένα σύνολα. Όταν π.χ. αυξάνονται οι κλίνες της ΜΕΘ-που ορθότατα αυξήθηκαν-πρέπει και να αυξηθούν οι ειδικοί ιατροί και οι υποστηρικτικές ιατρικές δομές για τις κλίνες αυτές (απεικόνιση, ενδοσκόπηση, χειρουργεία κλπ.).
Οι ειδικοί όμως ιατροί υψηλών ταχυτήτων «φτιάχνονται», δεν βρίσκονται όταν τους έχεις ανάγκη, γιατί απλά τότε δεν τους βρίσκεις, όπως συνέβη και το τελευταίο κρίσιμο χρονικό διάστημα. Και την ευθύνη για την “δημιουργία “ αυτών των ιατρών την έχουν κατά βάση οι συντονιστές διευθυντές, οι οποίοι πρέπει να επιλέγονται με πανελλήνιες προκηρύξεις, με πραγματικά ανταγωνιστικά επιστημονικά κριτήρια και όχι με διαδικασίες επετηρίδας, διαδικασίες αναχρονιστικές και κατά βάση παντελώς επιστημονικά αναξιόπιστες.
Η μεγάλη πλειονότητα των ειδικευομένων ιατρών του 2020 είναι παιδιά που μπήκαν στις Ελληνικές Ιατρικές σχολές τη δεκαετία της κρίσης με πανελλήνιες εξετάσεις και οι περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν προκαταλήψεις με την αξιολόγηση. Αυτοί θα αποτελέσουν το νέο αίμα των μεγάλων Eλληνικών δημοσίων νοσοκομείων με την καθοδήγηση διευθυντών κλινικών που θα πρέπει και αυτοί να επιλέγονται με αξιοκρατικά επιστημονικά κριτήρια
Υπάρχει και μια τραγικά λανθασμένη νοοτροπία στα νοσοκομεία να προσλαμβάνονται μόνο νέοι ιατροί για να “βγαίνει” η πράγματι σκληρή ιατρική καθημερινότητα. Είναι αναγκαίο, όμως, να προσλαμβάνονται ή να μετακινούνται και ωριμότεροι ηλικιακά ιατροί για να συντηρήσουν ή να εφαρμόσουν σύνθετες ιατρικές τεχνικές που είναι απόλυτα απαραίτητες και αυτό πρέπει να γίνεται με στοχευμένες προκηρύξεις που θα εξασφαλίζουν τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα των προσλήψεων, αλλά και με κίνητρα προσέλκυσης και παραμονής ικανών στελεχών.
Διαφορετικά υποβαθμίζουμε την ποιότητα του παραγόμενου έργου στα νοσοκομεία και τις παροχές στους Έλληνες πολίτες. Ποσοστό των ιατρών του ΕΣΥ εργάζεται σκληρά με πολύ χαμηλές οικονομικές απολαβές, γεγονός που αποτελεί αντικίνητρο προσέλκυσης ικανών εξειδικευμένων ιατρών.
Το έχω ξαναγράψει, και θα το ξαναγράφω, ότι πρέπει άμεσα να αυξηθούν ουσιωδώς οι μισθοί των ιατρών του ΕΣΥ. Διαφορετικά θα πρέπει, υπό αυστηρές προϋποθέσεις, να δίδεται η δυνατότητα, στους νοσοκομειακούς ιατρούς να αυξήσουν νόμιμα το εισόδημά τους, ασκώντας εκτός νοσοκομείου ιδιωτική ιατρική, αλλά και στους ιδιώτες ιατρούς να ασκούν ιατρική στα δημόσια νοσοκομεία. Κατά τη γνώμη μου, με την παρούσα μορφή του το ΕΣΥ έχει κλείσει τον κύκλο του.
Στη χώρα μας, που ο ένας στους δύο πολίτες δυσκολεύεται να καλύψει τις δαπάνες υγείας, πρέπει να υπάρχει ένα ΕΣΥ που στο δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο επίπεδο να στηρίζεται στα μεγάλα δημόσια νοσοκομεία, τα οποία και χρειάζεται να μετατραπούν σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου για να αποκτήσουν βαθμούς δημοσιονομικής ελευθερίας.
Κάθε άλλη σκέψη, όπως για να στηριχθούμε στον ιδιωτικό νοσοκομειακό τομέα, ειδικά σε καταστάσεις υγειονομικής κρίσης, στερείται σοβαρής επιχειρηματολογίας, τουλάχιστον τώρα. Είναι εξαιρετικά τα μεγάλα ιδιωτικά θεραπευτήρια, αλλά μόνο ένας ισχυρός κρατικός φορέας μπορεί να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις, όπως αυτή που περάσαμε.
Εξάλλου, όσο ακόμα ο τομέας της ιδιωτικής ασφάλειας στη χώρα μας βρίσκεται σε εμβρυακό επίπεδο για τις μεγάλες μάζες, τα ιδιωτικά θεραπευτήρια θα νοσηλεύουν συγκεκριμένες ομάδες ασθενών και παθήσεων. Επομένως, τα μεγάλα δημόσια νοσοκομεία αποτελούν το σταθερό πυλώνα του κοινωνικού κράτους και η στήριξή τους αποτελεί μονόδρομο προς όφελος του Έλληνα φορολογούμενου πολίτη.
Είναι αναγκαίο να προετοιμασθούμε για να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες με καλύτερα μεγάλα νοσοκομεία, όταν το ΕΣΥ θα δοκιμασθεί πολύ περισσότερο. Η επιδημία ανέδειξε περισσότερο τα προβλήματα και μας επιβάλλει να τολμήσουμε να ξεφύγουμε από τη Βαλκάνια θεώρησή μας. Είναι καθήκον μας να πάμε τα μεγάλα δημόσια νοσοκομεία “παρακάτω” τώρα που συνειδητοποιήσαμε πόσο ανάγκη τα έχουμε. Ποτέ δεν είναι αργά.
* Ο Γρηγόριος Αλ. Πασπάτης είναι συντονιστής διευθυντής Γαστρεντερολογικής κλινικής στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο Ηρακλείου και τ. πρόεδρος Ιατρικού Συλλόγου Ηρακλείου