Ο «τίτλος» είναι μια άγνωστη λέξη για πολλούς, ιδιαίτερα στην Κρήτη. Είναι ένα μικρό φυτό που το λουλούδι του χρησιμοποιούσαν ως φυτίλι για τα καντήλια, ώστε να μεταφέρει το λάδι σιγά σιγά στην κορυφή, όπου άναβε και φώτιζε για να διώχνει το σκοτάδι.

Είναι, όμως, γνωστή η φράση ότι ο καθένας ζει τόσο, όσο έχει λάδι το καντήλι του και μετά περνά στον κόσμο, όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, εκεί που πάει η μουσική, όταν δεν την ακούμε πια.

«Τα λουμινάκια» είναι ο τίτλος μιας νουβέλας της Βάντας Παπαϊωάννου-Βουτσά, μιας φιλολόγου που ζει ως ερωτική μετανάστρια στη Θράκη, όπου υπηρέτησε. Είχα την τύχη να γνωρίσω αρχικά τη Βάντα στον διαδικτυακό μαραθώνιο ανάγνωσης της Οδύσσειας του Ν. Καζαντζάκη, εδώ και ένα χρόνο, που οργανώνει η Διεθνής Εταιρεία Φίλων του Ν. Καζαντζάκη και να εκτιμήσω την πληρότητα και τη χάρη των γνώσεών της.

Και επιβεβαίωσα την εντύπωσή μου πρόσφατα με τις εκδηλώσεις που οργάνωσε η Εταιρεία και ήρθε και εκείνη στο Ηράκλειο, όπου γνωριστήκαμε από κοντά. Το δώρο της ήταν το βιβλίο της, όπου μάς αφηγείται μια τρυφερή ιστορία των προσφύγων μετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή, που ενταφίασε τη Μεγάλη Ιδέα του ελληνισμού.

Προφανώς καταγράφει τα προσωπικά της βιώματα και ενσωματώνει αφηγήσεις από την περιπέτεια όσων ήρθαν σε μια πατρίδα, όπου αντιμετωπίστηκαν όχι ιδιαίτερα φιλικά.

Έχω και εγώ αρκετές αναμνήσεις, αφού στο χωριό μου, στη Ζίντα Αρκαλοχωρίου, ήρθαν πολλοί Μικρασιάτες με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Εκείνοι έφεραν την ανάπτυξη και δίδαξαν με την επιμονή και την ανθεκτικότητα στα βάσανα, που φέρνει η μοίρα, του ντόπιους.

Αντίστοιχη συγκίνηση μού είχε προξενήσει το μυθιστόρημα του Ηλία Βενέζη «Η Γαλήνη», όπου αποτυπώνεται η αγωνία των ανθρώπων να ριζώσουν κάπου και να ξαναστήσουν τη ζωή τους.

Η Βάντα είναι από εκείνους τους δασκάλους που τιμούν το λειτούργημά τους, διαθέτουν την όρεξη της προσφοράς και έχουν την αγωνία να μεταφέρουν στη νέα γενιά τις αξίες του ανθρωπισμού. Η δράση της είναι πλούσια.

Η νουβέλα αυτή είναι γραμμένη με τέχνη και κατορθώνει να ζωντανέψει με άρτια τεχνική τους ήρωες της πρώτης και της δεύτερης γενιάς των προσφύγων, χωρίς να τους εξαγιάζει. Προμετωπίδα έχει κάποιους στίχους από τη «Ρωμιοσύνη» του Ρίτσου:

«Πού λάδι τώρα πια για το καντήλι… πού δυόσμος πια

να λιβανίσει το μαλαματένιο κόνισμα του δειλινού,

πού μια μπουκιά ψωμί για τη βραδιά-ζητιάνα»

Η πρώτη παράγραφος είναι εξαιρετική:

«Ασυγκράτητη η άνοιξη έριξε χρώματα, έπλασε σχήματα, άλλαξε τη φορεσιά της πλάσης. Ακόμη και τα βουνά της σκουριάς τολμούσαν και πιάνονταν στο γιορντάσι της. Σπρώχνοντας, λες, οι μαυριδερές πέτρες κάνοντας χώρο σε καμιά παπαρούνα, ίσως και καμιά μαργαρίτα ακόμα να εκμεταλλευτούν την ανοιξιάτικη προσφορά.

Δυναμικά τεντωμένοι μίσχοι αραιά και πού ανάμεσά τους. Το χαμομήλι δεν το αποφάσιζε. Δεν το βοηθούσε η διάπλασή του. Έμενε στα ριζά της σκουριάς κι άπλωνε ομαδικά τον βελουδένιο του τάπητα».

Η Χαρά είναι το κύριο πρόσωπο της αφήγησης. Αδυνατεί να υποταχθεί στους κανόνες της κοινωνικής συμμόρφωσης, αλλά αναζητά με αγωνία την ελευθερία στον έρωτα για να σβήσει το καντήλι της και να αφήσει πίσω της τον καρπό μιας παράνομης σχέσης, τον Ζήση, που παραμένει μόνος μετά τον θάνατο και της γιαγιάς που τον μεγάλωσε.

Η συγγραφέας παίζει με τη λέξη Χαρά, που αν αφαιρέσουμε το χ, μετατρέπεται σε αρά, δηλαδή κατάρα. Ο Ζήσης εξακολουθεί να ζει στο φτωχικό σπίτι, όπου μεγάλωσε. Το μεγάλο κλειδί της πόρτας είναι ένα σύμβολο που ονειρεύεται να πετάξει και να βρει τη δική του ζωή.

Αντίστοιχο σύμβολο είναι και το τριαντάφυλλο που συνήθως κρατεί η Χαρά. Σβήνει και εκείνο, όπως έσβησε τραγικά η κόρη. Μόνο που στο τέλος θα συναντηθεί με τον παιδικό φίλο που τώρα είναι πανεπιστημιακός γιατρός και της προσφέρει παρηγορητική φροντίδα.

Ο παιδικός τους έρωτας έμεινε ανεκπλήρωτος.

Για να μεταφερθεί πλήρως η ομορφιά ενός βιβλίου, πρέπει να το αντιγράψεις ολόκληρο, όπως ειρωνικά υποδεικνύει ο Μπόρχες σε ένα διήγημά του. Η αρετή ενός βιβλίου δεν είναι τόσο το θέμα του, όσο η αφηγηματική τεχνική της πλοκής και η διαγραφή των χαρακτήρων.

Φυσικά, και η γλώσσα και το ύφος της γραφής. Και σε αυτά, η Βάντα είναι καλός μάστορας. Η γνώση και η εμπειρία της από τη διδασκαλία την έκαναν επαρκή, ώστε να κρατήσει τα όρια και να μη γίνει η αφήγησή της μελοδραματική, όπως γίνονται ίσως άλλοι λιγότερο ικανοί. Το μέτρο και η ισορροπία διατηρούνται ακόμα και στις πιο τραγικές στιγμές.

Ο αναγνώστης τελικά αποκομίζει την αισθητική ηδονή που προσφέρει η Τέχνη. Μια ηδονή καθώς παρακολουθούμε τα πάθη των ηρώων, που τελικά με το ήθος τους γράφουν τη μοίρα τους.

Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος