Γενικώς η Όστρια -η ναυτική ονομασία του νοτιά- είναι ένας επιζήμιος άνεμος. Αλλά εκτός όμως από καταστροφικός είναι και αναιδής. Φυσάει εκεί που δεν τον περιμένεις. Κοινώς, εκεί που δεν τον σπέρνεις. Γιατί πνέοντας από τις ακτές της βόρειας Αφρικής, κουβαλά σκόνη από τις ερήμους της και, στην κυριολεξία τυφλώνοντάς σε, δεν σε αφήνει να δεις την πραγματικότητα.
Ενίοτε δε, φυσά απρόκλητος και τρυπώνει μέσα στα δαιδαλώδη μινωικά ανάκτορα για να προβοκάρει το Μινωάρεστο έργο της κας Μενδώνης. Τότε είναι που η Όστρια τα κάνει «πλακάκια» με τον Αίολο, ο οποίος για αντιπολιτευτικούς λόγους μπροστά στα όμματα των τουριστών της Κνωσού, ανοίγει τον Ασκό του και με τα τυρβώδη ανεφυσίδια και τις ριπές του, κατεδαφίζει ιερά και παλίμψηστα για τα οποία νυχθημερόν πασχίζει η εράσμια υπουργός του ελληνικού Πολιτισμού. Έτσι όπως έγινε πριν λίγες ημέρες, στην τοιχογραφία με τα δελφίνια από τα διαμερίσματα της βασίλισσας του μινωικού ανακτόρου.
Ποιος όμως γνωρίζει ότι αυτό το τραγικό και πρωτάκουστο επεισόδιο που θα γινόταν τον 21ό αιώνα, είχε καταγραφεί από ένα άγνωστο έργο του Πλουτάρχου, έναν ακόμη «παράλληλο βίο» με τίτλο «Μίνως και Λίνα», που γράφτηκε προφητικά πριν από είκοσι αιώνες;
Το έργο αυτό σε άριστη κατάσταση του παπύρου βρέθηκε μέσα σε πυθαμφορέα ανακτορικού ρυθμού, που είχε μεταφερθεί από την Κνωσό και ανασκάφτηκε σε θολωτό τάφο της Ρωμαιοκρατίας στην Κρήτη στα περίχωρα του αρχαιολογικού χώρου της. Η περιγραφή του επεισοδίου είναι τόσο πιστή, που αφήνει άναυδο τον σημερινό αναγνώστη. Το κείμενο στο πρωτότυπό του που δημοσιεύεται για πρώτη φορά αναφέρει:
«Ὅτε δὲ ὁ νότιος ἄνεμος εὑρέθη ἐντὸς τοῦ δαιδάλου ἀνακτόρου τοῦ ἄνακτος Μίνωος, ἐκάλεσε τὸν ἴδιον θεόν, τὸν Αἴολον, ἵνα παραγένηται. Ἐπεί δὲ ἀφίκετο ὁ Αἴολος, ὁ Νότος ᾐτήσατο τοῦτον διατρῆσαι τὸν ἀσκόν, ἐκ τῆς πλευρᾶς ἔνθα αἱ θύελλαι ἐνῆσαν.
Ἔμελλε γὰρ χρησόμενος ταῖς βιαίαις πνοαῖς ἐκκολλῆσαι τὰς δελφινίους γραφάς ἐκ τοῦ ἀνακτόρου τῆς βασιλίσσης ἐν Κνωσῷ, καὶ κατακλάσαι αὐτὰς χαμαί, εἰς θρύψαλα.
Ἐκράτει δ᾽ ἐν στήθεσι μῖσος βαθὺν ἐπὶ τῇ ἀρχῇ καὶ τῇ σοφῇ ὑπουργῷ Μενδώνῃ· ἐβούλετο γὰρ βλάβην πολιτικὴν ἐπιφέρειν μεγάλην, τοσαύτην, ὥστε καὶ τὸν Μίνωα ἐκ τοῦ τάφου ἐγεῖραι καὶ τὰς χεῖρας ἐπαρῆραι κατ᾽ αὐτῶν.
Καὶ ἵνα φανερὰν ποιήσῃ τὴν κακίαν αὑτῆς ἡ Ὄστρια, ὥστε πολλοῖς ἀνθρώποις ὀφθῆναι, ἀνέμενε τοὺς ξείνους ἐπὶ τὸ ἄνακτον τοῦ Μίνωος, ἵνα θεάσωνται τὰ κακὰ ἔργα αὐτῆς.
Καὶ ὁ Ἀίολος δ᾽ ἀναιδῶς τὸν ἀσκόν διέρρηξεν, καὶ πνοαὶ νότου ῥοίζοις ἐξέπεσον, αἵτινες ἀπέσπασαν τὰς τοιχογραφίας τὰς δελφινίους καὶ κατέκλασαν εἰς γῆν, θρύψαλα γενόμενα.
Τότε δὲ ὁ λαὸς, βοῶν καὶ θρηνῶν ἐπὶ τῇ συμφορᾷ τῶν Μινωϊκῶν ἀπογόνων, ἔπεμψεν Ἑρμῆν τὸν γοργοπόδην ἵνα ἀπαγγείλῃ πάντα τῇ Μενδώνῃ.
Ἡ δ᾽ σοφοτάτη γυνὴ, πᾶσιν Ἕλλησιν ἀνέφηνεν τὸν ἄδικον τοῦ Αἰόλου καὶ τῆς Ὀστρίας λόγον, οἳ τῷ ἀνοσίῳ φυσήματι ἐτόλμησαν ἐν ὄψει δελφινίων ὕβριν ποιεῖν, ἵνα τὸ κράτος ἐκθέσωσιν.
Καὶ τότε, ἡ ὑπουργὸς ταῖς χερσὶν ἔτεμεν τὰς πλεξίδας τῆς κόμης αὑτῆς, μιμουμένη τὴν Σοφοκλέους Αντιγόνην, ἐπ᾽ ἐνδείξει πένθους ὑπὲρ τῶν δελφινίων, ἃ ἀπώλοντο καὶ ἐγένοντο θρύψαλα.
Καὶ τότε τις τῶν προεστῶν, ἐν τοῖς Κνωσίου τοῖς πέριξ, ὃς θέρος μόνον ἐπετράπετο ἄρχειν, εξ ου και θερινός το όνομαν αυτού, ἐποιήσατο ὡς οὐδὲν ἑώρα, καὶ ἵνα νύκτωρ ἡσυχίως καθεύδῃ, γαργαρίζετο τὴν μνήμην τοῦ λαοῦ αὑτοῦ.
Καὶ πάντες μὲν οὗτοι ἐβίωσαν εὖ, οἱ δ᾽ Νεοέλληνες χείρους ἔσχον, ὅτι οὐδεὶς ἔτι ᾔδει τί ποτε λέγοιτο Μνήμη καὶ Ἱστορία».
Σε μετάφραση στη νέα ελληνική γλώσσα, το απόσπασμα αυτό από το έργο του Πλούταρχου αναφέρει:
«Όταν δε ο νότιος άνεμος βρέθηκε μέσα στο δαιδαλώδες ανάκτορο του βασιλιά Μίνωα, κάλεσε τον θεό του, τον Αίολο για να έρθει. Αφού έφτασε ο Αίολος, ο νότιος άνεμος τού ζήτησε να τρυπήσει τον ασκό του από τη μεριά που είχε τις θύελλες.
Είχε στο νου του να τον βάλει να ξεκολλήσει τις τοιχογραφίες με τα δελφίνια από το ανάκτορο της Βασίλισσας στην Κνωσό και να τα κάνει κομμάτια στο έδαφος. Κράταγε τόση μεγάλη κακία στην Κυβέρνηση και την σοφή υπουργό Μενδώνη, που ήθελε να τους κάνει τεράστια πολιτική ζημιά. Τέτοια που να κάνει το Μίνωα να σηκωθεί από τον τάφο και να τους καταχεριάσει.
Και για να κάνει πιο εμφανή την κακία της η Όστρια, ώστε να τη δουν πολλοί άνθρωποι, περίμενε να φτάσουν τουρίστες στο ανάκτορο του Μίνωα που να δουν τα καμώματά της. Αλλά και αδιάντροπος ο Αίολος τρύπησε τον ασκό του και άφησε να ξεχυθούν ριπές νότου που ξεκόλλησαν τις τοιχογραφίες των δελφινιών που τα έκαναν θρύψαλα στο έδαφος.
Τότε δε, το πλήθος αλαλάζοντας για το κακό που βρήκε τους απογόνους του Μίνωα, έστειλε το γοργοπόδαρο Ερμή για να τα πει όλα στην υπουργό Μενδώνη. Αλλά εκείνη η πανέξυπνη γυναίκα ξεμπρόστιασε στο πανελλήνιο τον Αίολο και την Όστρια που έκαναν αυτό το ανίερο φύσημα μπροστά από τα δελφίνια, για να εκθέσουν το κράτος.
Και τότε η υπουργός έκοψε τις πλεξούδες από τα μαλλιά της, μιμούμενη την Αντιγόνη του Σοφοκλή, σε ένδειξη πένθους για τα δελφίνια που χάθηκαν και έγιναν θρύψαλα. Και τότε κάποιος άρχοντας στα περίχωρα της Κνωσού που είχε μόνο θερινές αρμοδιότητες, εξ ου και το όνομά του Καλοκαιρινός, έκανε πως δεν έβλεπε την απώλεια των δελφινιών και για να μπορεί να κοιμάται τα βράδια ήσυχος έκανε γαργάρες τη Μνήμη του λαού του. Και έζησαν όλοι αυτοί καλά και οι Νεοέλληνες χειρότερα, γιατί κανένας πια δεν ήξερε τι πάει να πει Μνήμη και Ιστορία».
Και ο Πλούταρχος, αφού χρησιμοποιεί προφητικά σε διάρθρωση τραγωδίας με τρεις πράξεις και χορικό, κλείνει το έργο του με τον «επικό επίλογο περί της Λήθης και της Μνήμης» αποδίδοντάς τον ως εξής:
«Καὶ ἐγένετο φθόνος ἀνέμων,
καὶ τὰ δελφίνια ἔπεσον.
Καὶ ἐξύπνησεν Μίνως ἐξ Ἅιδου σκιερὸς,
ἵνα εἴπῃ λόγον τελευταῖον·
καὶ ἡ Ὑπουργὸς ἐστάθη, σίδηρος λόγου,
ἔκρυψεν πένθος, ἀπώλεσεν παρρησίαν.
Καὶ ὁ λαὸς ἐθαύμασε καὶ ἐκάγχασεν,
ἄλλος δὲ ἤρνετο τὸ βλέπειν,
καὶ ἄλλος τὴν μνήμην ἐξέπλυνε γαργάροις.
Καὶ ὁ χρόνος διῆλθε σιωπηλὸς
ὥσπερ ἄνεμος παλαιὸς ἐν στοὰς ἐρειπίων.
Οὐκ ἐσώθησαν τὰ δελφίνια·
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἐχάθησαν.
Ἐν ψυχαῖς ὀλίγων,
ἐν βλέμμασι τῶν ἐχόντων Μνήμην,
πλέουσιν ἔτι.
Καὶ ἐὰν ποτε ὁ λαὸς ἀνακύψῃ
ἐκ τοῦ λήθαργου,
καὶ πορευθῇ πρὸς τὰς γραφὰς οὐχ ὡς τουρίστας
ἀλλ᾽ ὡς παῖδες παλαιοῦ βασιλέως,
τότε μάλιστα τὰ δελφίνια
ἀναβήσονται ἐκ χώματος,
καὶ πάλιν χορεύσουσιν ἐν τοῖς τοίχοις.
Ὦ δελφίνες, παῖδες θαλάσσης,
ὀρθοῦ πόντου κύμβια,
πῶς ὑμᾶς ὁ νότος συνέτριψε
καὶ ῥίψας εἰς γῆν ἐποίησεν κόνιν;
Ἔπλεον οἱ χρόνοι ἐν χρώμασιν,
ὑμεῖς ἀεί γελῶντες
ἐν τοῖς τοίχοις, ὥσπερ νύμφαι ἁλίαι
χορεύουσαι μετὰ παιδείᾳ.
Νῦν δ᾽ οὐκέτ᾽ ἀκούεται ψιθύρισμα
τοῦ ἁλὸς ἐν ταῖς γραφαῖς,
ἀλλ᾽ ἄνεμος ψυχρὸς ἐμπέπτωκεν
καὶ τὰ χρώματα ἔθραυσεν, ὥσπερ ὄναρ.
Ἔπεσον οἱ δελφῖνες,
οὐχ ὡς θηρῶν θύματα,
ἀλλ᾽ ὡς μνήμη ἀφροσύνης
καὶ πολιτείας ἀμελείας.
Ὦ πόλις, ὦ γένος,
τί ποιήσεις ἄνευ εἰκόνος;
Τίνα θεὸν καλέσεις, ὅταν ὁ πλοῦς
γένηται τυφλὸς καὶ ἄτιμος;
Ἄξιον ἐστὶ πενθεῖν οὐ λέοντα,
ἀλλὰ δελφῖνα, ὃς οὐδὲν ἔβλαψε
καὶ ὅμως πρῶτος ἔπεσεν
ἐν ἀγῶνι πολιτικῷ.
Ἔρρετε, τέκνα τῆς Κνωσσοῦ,
καὶ πνοὴ μνήμης εἴη ὑμῖν,
ἐν οἷς τὸ κάλλος οὐκ ἀπέθανεν,
ἀλλ᾽ ἐκράγη σιγῇ εἰς τὴν γῆν».
Που στη Νέα Ελληνική αυτός ο επικός επίλογος σφραγίδα Μνήμης και Προειδοποίησης σημαίνει:
«Και ήρθε ζήλια ανάμεσα στους ανέμους,
κι έπεσαν τα δελφίνια.
Και ξύπνησε ο Μίνωας από τον Άδη, σκιά,
για να πει τον τελευταίο του λόγο·
κι η υπουργός στάθηκε – σιδερένια στη φωνή,
έκρυψε το πένθος, πρόδωσε την αλήθεια.
Κι ο λαός θαύμασε, κι άλλοι γέλασαν πικρά,
μα κάποιοι αρνήθηκαν να δουν,
κι άλλοι ξέπλυναν τη μνήμη τους με γαργάρες.
Και ο χρόνος κύλησε σιωπηλός,
σαν παλιός άνεμος μέσα σε στοές ερειπωμένες.
Δεν σώθηκαν τα δελφίνια·
αλλά ούτε και χάθηκαν.
Μένουν ακόμα στις ψυχές των λίγων,
στα βλέμματα όσων κρατούν ακόμη Μνήμη·
και πλέουν.
Και αν κάποτε ο λαός ανασηκωθεί
μέσα απ’ τη νάρκη του,
κι έρθει μπροστά στις τοιχογραφίες όχι σαν τουρίστας,
αλλά σαν παιδί παλιού βασιλιά,
τότε τα δελφίνια
θα αναδυθούν από το χώμα,
και θα χορέψουν ξανά στους τοίχους.
Ω δελφίνια, παιδιά της θάλασσας,
κύμβαλα του ανοιχτού πελάγους,
πώς ο νότος σας συνέτριψε,
και σας έριξε στη γη, κάνοντάς σας σκόνη;
Οι καιροί άλλοτε κυλούσαν μες στα χρώματα,
εσείς πάντοτε γελαστά
στους τοίχους ζωγραφισμένα, σαν νύμφες θαλασσινές
που χόρευαν με παιδικότητα.
Μα τώρα πια δε φτάνει κανένας ψίθυρος
στης θάλασσας στις τοιχογραφίες·
μόνο ψυχρός άνεμος έπεσε επάνω τους
και τα χρώματα συνέτριψε σαν όνειρο.
Τα δελφίνια έπεσαν,
όχι σαν θύματα κυνηγιού,
αλλά σαν μνήμη αφροσύνης
και πολιτικής αμέλειας.
Ω πόλη, ω έθνος,
τι θα κάνεις χωρίς εικόνες;
Ποιον θεό θα καλέσεις, όταν το ταξίδι
γίνει τυφλό και δίχως τιμή;
Δεν αξίζει να πενθούμε το λιοντάρι,
αλλά το δελφίνι, που ποτέ δεν έβλαψε κανέναν
κι όμως πρώτο έπεσε
σε πολιτική αναμέτρηση.
Αντίο σας, παιδιά της Κνωσού,
και ας είναι η πνοή της μνήμης μαζί σας·
σε σας η ομορφιά δεν πέθανε,
μα εξερράγη σιωπηλά μες στη γη».
*Η επιφυλλίδα είναι εμπνευσμένη από την μπορχεσιανή συγγραφική μέθοδο. Ο Πλούταρχος δεν έγραψε ποτέ αυτόν τον παράλληλο βίο. Όμως αν ζούσε σήμερα, θα αποτύπωνε τούτη την κραυγαλέα πολιτισμική μας παρακμή.
Ο κ. Κωστής Μαυρικάκης είναι πολιτικός μηχανικός