Αχάραγα σηκώθηκε ο Ανεγνώστης εκείνη την ημέρα. Γρήγορα ετοιμάστηκε ο ίδιος, γρήγορα ετοίμασε και το ζωντανό.

Βοηθός και σύντροφός του και σήμερα το κανελί μουλαράκι του. Όσο μπόι του έλειπε τόσο περισσότερη ήταν η δύναμη και η αντοχή του.

Φόρτωσε δυο ασκιά κρασί μπαρίτικο από κάθε μπάντα του σαμαριού, έβαλε κι ένα μεσοσώμαρα και ξεκίνησε για τη Χώρα.

Δεν έκανε συνήθως τέτοια αγώγια ο Μανώλης ο Ανεγνώστης μα σήμερα είχε καλοπλερωθεί  για τη στραθιά ετούτη και το αποφάσισε.

20 είχε ο Δεκέμπρης του 1922 κι έκανε απόι δυνατό πρωί πρωί. «Είχαν γνώση όμως οι φύλακες»! Είχε κι ο αγωγιάτης! Στον τριχοντρουβά που κρέμασε στο σαμάρι είχε μια καθαρή αλλαξιά ρούχα, αν χρειαζόταν και πρόχειρο φαγητό ελιές και παξιμάδι για την ώρα της ξεκούρασης. Είχε και το καλό του το ρασίδι χοντρό χοντρό για κάθε ενδεχόμενο.

Είχε υπολογίσει ότι δυο μέρες να πάει και δυο να γυρίσει θα ήταν στο αναλόγι του τη νύχτα των Χριστουγέννων. Η μόνη του έγνοια ήταν που η γυναίκα του η Σοφία είχε μπει στο μήνα της εδώ και λίγες μέρες και θα ‘χε γούστο να την πιάσουν οι πόνοι τώρα που θα έλειπε. Έδιωξε τη σκέψη αυτή από το μυαλό του. Τραβηγμένο θα ήταν! Είχε καιρό ακόμη, σκέφτηκε και αφού έβαλε το ρασίδι του έκανε το σταυρό του και ξεκίνησε.

Βραδιάστηκε στους Κάτω Βαρβάρους. Είχε γνωστό εκεί το Μιχελή του Μπελά από το Μουχτάρω, παλιό του σύντροφο από την επανάσταση του 1898, που είχε παντρευτεί από εκεί και ζούσε στο χωριό. Τον βρήκε. Τον καλοδέχτηκε εκείνος με χαρά. Ξεφόρτωσαν το ζωντανό, του έβαλαν να φάει στο στάβλο, καλού κακού κλείδωσαν και τ’ ασκιά στην αποθήκη κι ύστερα μπήκαν στο σπίτι.

Η Ζαμπία, η γυναίκα του νοικοκύρη, ετοίμασε μια τηγανιά αμανίτους, βγάλανε κι από την αθούβαλη της παραστιάς τις πατάτες τις οφτές. Σάμπως το ήξερε ο αφέντης της κι είχε βάλει παραπανίσιες! Πολύ σύντομα ήταν έτοιμο το τραπέζι το νηστήσιμο. Την ώρα που τρώγανε, πίνανε και κουβέντιαζαν οι δυο παλιοί συναγωνιστές για τα παλιά και τα καινούρια, η νοικοκυρά η καλή είχε ετοιμάσει και τη στρωμαθιά για να περάσει τη νύχτα ο φίλος του άντρα της.

Εκεί έμαθε ο Ανεγνώστης και για τους πρόσφυγες της Μικρασίας που είχαν λέει κατακλύσει τη Χώρα, διωγμένοι από την πατρογονική τους γη. Ήξερε ο Μανώλης πως γινόταν πόλεμος στη Μικρασία. Αρκετοί χωριανοί του είχαν πάει σ’ αυτόν τον πόλεμο. Κάποιοι είχαν επιστρέψει τραυματίες και διηγούνταν όσα συμβαίνανε, μα οι περισσότεροι δεν είχαν γυρίσει ακόμη. Ζωντανοί ή πεθαμένοι, κανείς δεν ήξερε. Ο Θεός να ξεμιστεύγει!

Την επομένη το πρωί αφού βάλανε κατιτίς στο στόμα τους, φορτώσανε πάλι στο μουλάρι το αγώι, χαιρετιστήκανε  κι ο Ανεγνώστης ξεκίνησε για τη Χώρα.

Ρωτώντας, λένε, πας στην Πόλη κι ο Ανεγνώστης μεσημεράκι είχε βρεί το μαγερειό του Αριστόδημου του Κόκκινου στην Πλατειά Στράτα. Δοκίμασε μια κούπα από το ασκί ο μαγαζάτορας. Ευχαριστήθηκε! Πώς μπορούσε να γίνει αλλιώς; Από την Έμπαρο κρασί, λένε! Συμφωνήσανε να πληρωθεί την επομένη το πρωί κι εν τω μεταξύ έπρεπε να φάνε και να ξεκουραστούν ζώο κι αγωγιάτης.

Πίσω από το μαγαζί προς τ΄ Ανωγειανά είχε το στάβλο του ο Κόκκινος κι εκεί τακτοποιήθηκε το μουλάρι του Ανεγνώστη. Σε μια γωνιά της αποθήκης έφτιαξε το γιατάκι του κι εκείνος για να περάσει τη νύχτα. Ωστόσο βγήκε να κάνει μια βόλτα στην πολιτεία, στο Μεγάλο Κάστρο. Εκείνο που του προξένησε εντύπωση αμέσως ήταν το πλήθος που είχε κατακλύσει κάθε ελεύθερο χώρο.

Γυναίκες με παιδιά οι πιο πολλοί μα κι άντρες μικροί και μεγάλοι, τυραννισμένοι, πληγιασμένοι, κουρελήδες, άπλυτοι. Σ΄ όλη την πόλη μια οχλοβοή περίεργη, κουβέντες σε μια γλώσσα κάπως αλλιώτικη. Ρώτησε ο Μανώλης ο Ανεγνώστης και του είπαν: Πρόφυγες! Πρόσφυγες! Πριν μερικές μέρες τους ξεφόρτωσαν δυο καράβια δίπλα στον Κούλε του λιμανιού!

Μικρασιάτες Έλληνες που τυχεροί στην ατυχία τους κατάφεραν να βρουν ένα πλεούμενο και να φύγουν από τη φλεγόμενη Ιωνία. Ταλαιπωρήθηκαν από δω κι απ’ εκεί. Άκουσαν να τους λένε Τούρκους και τουρκόσπορους. Αυτούς που ήταν πιο Έλληνες από τους αυτόχθονες Ελλαδίτες. Άνθρωπος της εκκλησίας, άνθρωπος του Θεού ο Ανεγνώστης, λίγο έλειψε να βάλει τα κλάματα από τις ιστορίες που άκουγε στα ανθρώπινα πηγαδάκια που κοντοστεκόταν. Πού θα βρίσκανε απάγκειο όλοι αυτοί οι άνθρωποι;

Πού θα μπορούσαν να τακτοποιηθούν για να αρχίσουν την καινούρια τους ζωή; Περίλυπος επέστρεψε στου Αριστόδημου προτού βραδιάσει. Τον κέρασε εκείνος ένα πιάτο φαΐ κι ήπιε κι ένα κρασί με κρύα όρεξη. Αφού ξαναείπαν για την πληρωμή το επόμενο πρωί, πήγε νωρίς νωρίς στη γωνιά του και ξάπλωσε. Έριξε από πάνω του το ρασίδι του κι αφού για κάμποση ώρα τυραννίστηκε με τις σκέψεις, τον πήρε ο ύπνος. Η κούραση της μέρας νίκησε το νου!

Σηκώθηκε προτού φέξει να βάλει μια χαψιά άχυρα με ταγή στο μουλαράκι του και βρέθηκε απορημένος  να κοιτάζει σε μια γωνιά του στάβλου δυο ανθρώπινες φιγούρες να τους έχει πάρει ο ύπνος κοντά κοντά μισοκαθισμένους, μισοξαπλωμένους.

Όσο κι αν προσπάθησε να μην κάνει θόρυβο εκείνοι ξεξύπνησαν. Είχαν μάθει, βλέπεις, να ζουν κάθε στιγμή με την αγωνία και το φόβο! Σηκώθηκε στηριγμένος σε μια ξύλινη ακουμπιστήρα ο άντρας. Τον κοίταζε στα μάτια αμίλητος μα τα μάτια του έλεγαν τόσα πολλά. Ανασηκώθηκε κι η γυναίκα. Την είδε. Ήταν νέα κι ήταν εγκυμονούσα. Η φουσκωμένη της κοιλιά του έφερε στο μυαλό τη δική του τη γυναίκα, τη Σοφία του που ήταν κατάβαρη.

Σιγά σιγά όλοι ξεθάρρεψαν κι άρχισαν να κουβεντιάζουν. Έτσι έμαθε ο Μανώλης λίγο πολύ την ιστορία τους. Εκείνον τον λέγανε Γεράσιμο και ήταν ο πατέρας της γυναίκας, της Ελπίδας. Τον άντρα της τον είχαν πιάσει οι τσέτες. Έτσι έμαθε. Έτσι της είπαν. Ήθελε να πιστεύει πως μπορεί να ζούσε, να μην τον φάγανε. Ήταν από τα Βουρλά.

Κατάφεραν προτού φτάσουν οι Τούρκοι  να τους πάρει με το καΐκι του ο Αλέξης ο Καραβίτης και να τους περάσει απέναντι στη Χιό. Από εκεί τους μεταφέρανε αλλού κι αλλού κι αλλού μέχρι να καταλήξουν εδώ στην Κρήτη. Τα βάσανά τους δε λέγονται! Και τώρα βρίσκονται στον δρόμο, με τα λιγοστά τους υπάρχοντα σ’ έναν μπόγο και με τη γυναίκα ετοιμόγεννη. Τι θ’ απογίνουν; Θα χαθούν κι εκείνοι μέσα στην αγκαλιά της μάνας Ελλάδας;

Δεν το χωρούσε ο νους του Ανεγνώστη ετούτο! Έτσι όταν του είπαν μήπως μπορεί να τους πάρει μαζί του, πολύ λίγο το σκέφτηκε. Το σπίτι του ήταν μικρό, φτωχικό. Είχε ήδη δυο παιδιά και περίμενε το τρίτο, μα κι ετούτοι οι κακομοίρηδες τι θα απογίνουν; Η Ελπίδα έγκυος! Δεν μπορούσε να διανοηθεί τη Σοφία του στη θέση της. Δέχτηκε χωρίς πολλά. Των εννιά το φαγητό νικά τους και του δέκα, λέει η παροιμία!

Πέρασε από το μαγέρικο και πληρώθηκε το αγώι του, πήρε μια κουραμάνα ψωμί κι ελιές για το δρόμο, πήρε κι ένα κομάτι τυρί για τους κατατρεγμένους κι ας ήταν και σαρακοστή. «Ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει», λένε! Ανέβασαν τη γυναίκα στο μουλαράκι και ξεκίνησαν αργά αργά το δρόμο της επιστροφής.

Περάσανε την Πισκοπή, το Θραψανό και πιάσανε τον κάμπο. Εκεί στο ίσιωμα είδαν πως ο καιρός βάραινε. Δε θα την έβγανε την ημέρα χωρίς να βρέξει. Στο Βαρβάρω άρχισε να ψιχαλίζει. Πάλι καλά! Είχε γνωστούς εκεί ο Μανώλης ο Ανεγνώστης. Κάποιος θα τους κόνευε.

Χτύπησε την πόρτα του Θρασύβουλου του Κερατζή. Μόλις είδε εκείνος τον γνωστό του μα πιο πολύ τη γυναίκα την εγκυμονούσα, την κατάβαρη, δε δίστασε. Είχε πάρει να βραδιάζει, πώς θα τους έκλεινε την πόρτα μέρες απού ‘ναι; Κάτσανε στο τζάκι , ζεστάθηκαν, στέγνωσαν. Έφαγαν το βρισκούμενο, είπαν το ένα και το άλλο και ξαπλώσανε σε μιαν άκρη της κάμερας. Σε λίγο τους είχε πάρει ο ύπνος.

Την άλλη μέρα έβρεχε δυνατά από το πρωί. Δεν μπορούσαν να κινήσουν. Αν ήταν μοναχός ο Μανώλης μπορεί και να τ’ αποφάσιζε. Θα έριχνε το ρασίδι του επάνω του και πολύ δύσκολα θα το περνούσε το νερό. Τώρα όμως; Δε γινόταν με τους ανθρώπους που είχε μαζί του. Μετά το μεσημέρι άνοιξε ο καιρός, σταμάτησε η βροχή.

Ο Θρασύβουλος τους συμβούλεψε να μείνουν στο σπίτι, μα ο Ανεγνώστης σκεφτόταν πως αν μέχρι να βραδιάσει έφταναν στο Χάνι στου Μούλεφε στον κάμπο της Παναγιάς, θα προλάβαιναν την επομένη να φτάσουν ογλήγορα στο κονάκι του, σπερνό τω Χριστουγέννων.

Έτσι έγινε πραγματικά. Προτού καλοβραδιάσει είχαν φτάσει στο Χάνι. Εδώ θα περνούσαν τη νύχτα. Υπήρχε φαΐ και γι’ αυτούς και για το ζωντανό. Υπήρχε το τζάκι όπου λαβουρδάνιζαν τα ξύλα τα πρινένια από το Βιργιωμένο. Πέρασε η νύχτα χωρίς απρόοπτα.

Το πρωί όμως που βγήκε έξω ο Ανεγνώστης είδε ν’ ασπρίζουν τα βουνά ολόγυρα. Και τώρα τι κάνουμε; Μόνη της η Σοφία κι ετοιμόγεννη! Ήταν βέβαια μεγαλούτσικο το πρώτο τους κοπέλι ο Γιώργης, θα βοηθούσε, μα και πάλι! Έπρεπε να βιαστούν να ξεκινήσουν προτού το στρώσει χαμηλά. Ανέβασαν πάλι την Ελπίδα στο μουλάρι, της έδωσε το ρασίδι του να σκεπαστεί και ξεκίνησαν.

Δεν είχαν καλά καλά σοπατήσει να δουν το Μεγάλο Χωριό και το χιόνι άρχισε να πυκνώνει. Από την άλλη έβλεπε με την άκρη του ματιού του τη γυναίκα να προσφωνιάζεται, σαν να ήθελε να κρύψει ότι είχε ενοχλήσεις. Κι όταν οι ενοχλήσεις έγιναν πονάκια και τα πονάκια πόνοι, πόνοι γέννας δίχως άλλο, σταμάτησαν και τα όνειρα πως θα έκανε Χριστούγεννα με τη γυναίκα και τα παιδιά του.

Είχαν πλησιάσει καλά στη Ρίζα μα παραπέρα δε γινότανε να πάνε. Ο Μανώλης τ’ Ανεγνώστη οδήγησε το ζώο και τους ανθρώπους στον μεγάλο τον σπήλιο που σταύλιζε τα πρόβατά του τον χεμώνα ο Ζερβομανώλης, ο βοσκός της πλευράς αυτής του Βιργιωμένου.

Βέλασαν τα πρόβατα μόλις τους είδαν να μπαίνουν στη σπηλιά. Φόβος; Χαρά; Ποιος ξέρει να ξεδιαλύνει πως σκέφτονται και τι σκέφτονται τα άλογα ζώα! Βρήκε ο Ανεγνώστης με κάποια προσπάθεια κλαδιά ξερά εκεί γύρω και δεν άργησε ν’ ανάψει μια καλή φωτιά. Ζεστάθηκαν. Ήταν μεσημέρι πια και το χιόνι συνέχιζε να πέφτει. Έβγαλε το ρασίδι του και το έριξε κατάχαμα σε μιαν άκρη. Γύρισε η Ελπίδα, μισοξάπλωσε.

Οι πόνοι έρχονταν και έφευγαν κατά αραιά διαστήματα. Ήταν πόνοι γέννας χωρίς αμφιβολία, μα ποιος θα την ξεγεννούσε, ο πατέρας της ή εκείνος που ήταν άντρας και ξένος; Το αποφάσισε γρήγορα. Έδωσε τις συμβουλές του, τους άφησε και τον ντρουβά με τα φαγώσιμα, καβάλησε το μουλαράκι του και ζάλωσε το χιόνι. Πέρασε τη πλατειά στράτα, πέρασε το Χάνι της Δρακώνας – ευτυχώς που δεν ήταν έξω ο Αντωνακογιώργης να τον δει και να τον καθυστερήσει – και το απογευματάκι άνοιγε την πόρτα του σπιτιού του.

Η Σοφία με την κοιλιά τούρλα έτρεξε να τον αγκαλιάσει και να τον καλωσορίσει. Δόξα τω Θεώ, καλά φαινόταν! Της είπε τα καθέκαστα. Εκείνη καλοπόταγη μια ζωή ούτε γκρίνιασε, ούτε τον μάλωσε. Ίσα ίσα που τον συμβούλεψε κιόλας κι οι συμβουλές της γίνανε φάρμακο γλυκό στο άγχος και στην κούρασή του.

Η Κλεάνθη, η αδερφή του, ήξερε από γέννες. Πήγε και την βρήκε. Είχε τις αντιρρήσεις της εκείνη μα εύκολα συβάστηκε να βοηθήσει. Έστρωσαν τον γάιδαρο, πήρανε καθαρά ρούχα και σεντόνια, βγάλανε και κάποια ρουχαλάκια και μια φασκιά από το μπαουλάκι, πήρανε κι ένα σιντεροτσίκαλο να ζεστάνουν νερό για το πρώτο πλύσιμο του μωρού και ξεκίνησαν.

Μπρος αυτός στο μουλάρι, πίσω η Κλεάνθη στο γαϊδουράκι. Με τον χιονιά να έχει κλείσει τους ανθρώπους στα σπίτια, κανένας δεν τους πήρε είδηση. Ακόμη και τα σκυλιά δεν αλυχτούσαν τούτη τη βραδιά.

Μόνο στην παραπέρα γειτονιά  ακούστηκαν δυο μεγαλοκόπελα να λένε τα κάλαντα : «Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας Χριστού τη θεία Γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας …». Στο δρόμο κάτι θυμήθηκε ο Ανεγνώστης και γυρίζοντας προς τα πίσω λέει:

– Μπρε συ Κλεάντη μπα και θυμήθηκες τουλάχιστο εσύ να πάρεις μια χουφτιά αλάτσι να βάλουμε στο νερό;

– Ω τον παντέξουρο! Ογλήγορα το θυμήθηκες! Πήρα βέβαια κι αμέ δεν πήρα; Το αλάτσι στο πρώτο πλύσιμο είναι σαν το βάφτισμα κι όποιος το πλύνει είναι σα σάντολος. Εγώ μαθές θα ‘μαι η πρώτη ντου σάντολα!

– Κι εγώ θα ‘μαι ο κανονικός! Θαρρώ δα πως βγαίνει μου να το βαφτίσω! Κι αν είναι θηλυκό θα το βγάλω Μαρία, σαν την Παναγία, μα αν είναι αρσενικό κοπελάκι θα το πω Μανωλιό σαν τον Χριστό που γεννάται απόψε!

Το χιόνι είχε στρωθεί για τα καλά μα δεν ήταν τόσο που να τους δημιουργεί πρόβλημα. Φτάσανε στη Ρίζα. Μπήκανε στη σπηλιάρα και στη λάμψη της φωτιάς που βοήθησε ο Γεράσιμος να κρατηθεί ζωντανή είδανε μια ακόμη φιγούρα.

Ήταν ο γερο-Ζερβάκης που βλέποντας τη φωτιά από το μιτάτο του στη πλευρά πήρε και κατέβηκε προσεκτικά στη σπηλιά να δει ίντα συμβαίνει στα πρόβατά του. Εκείνος ήταν κι η αιτία που άναβε δυνατή η φωτιά. Είχε γεμίσει με κλαδίστρες που κουβαλούσε στα πρόβατα τη γυροτραφισμένη σπηλιά για να μη μπορούν τα ζωντανά να φύγουν.

-Ώρα καλή γερο-Μανώλη! Γνωρίστηκες με τους μουσαφίρηδες;

– Ώρα καλή κα σε σένα Ανεγνώστη! Ώρα καλή Κλεάντη! Εκουβεδιάσαμε μαθές. Ιστορήσανέ μου την καταδιά ντος!

Η Ελπίδα είχε τώρα πιο συχνούς πόνους και πιο έντονους. Την ξάνοιξε η Κλεάνθη και αποφάνθηκε πως είχε ακόμη ώρα για τη γέννα. Τα πρόβατα ησύχαζαν τώρα κι αναχάραζαν ευτυχισμένα. Δεν άφησαν την φωτιά να λιγοστέψει καθόλου.

Έβαλαν δυο πέτρες και στήσανε το τσικάλι γεμάτο με καθαρό χιόνι. Η νύχτα προχωρούσε! Οι πόνοι δυνάμωναν. Η γέννα πλησίαζε. Κατά τα μεσάνυχτα μετά από μια δυνατή κραυγή πόνου, ένα μωρό, ένα αγοράκι έκανε την εμφάνισή του στον κόσμο μας τον άπονο.

Η Κλεάνθη ανέλαβε τη συνέχεια. Την ίδια ώρα χτύπαγε το σήμαντρο στο μεγάλο χωριό την Έμπαρο για να γιορταστεί ο ερχομός ενός άλλου παιδιού καταφρονεμένου, κυνηγημένου σ’ έναν άλλο τόπο της Ανατολής. Ο Ανεγνώστης δε θα ήταν φέτος στο αναλόγι του μα έζησε τη Γέννηση πιο δυνατά από κάθε άλλη χρονιά.

Άρχισε εκεί δίπλα στη φωτιά να μουρμουρίζει τα λόγια τα θεία. Όλα τα ήξερε απ’ έξω. Είπε τον εξάψαλμο, έψαλε τις καταβασίες «Χριστός γεννάται δοξάσατε …» έψαλε το «πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον» και το « ευφραίνεστε δίκαιοι ουρανοί αγαλλιάσθε». Κάπου εκεί, ορκιζόταν χρόνια μετά ότι άκουσε αγγελικές φωνές να ψάλλουν «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επι γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία».

Μανώλης Χετζογιαννάκης

«Ξένιος Κρης»