Είναι πολύ δύσκολο για μένα να περιγράψω την ασύλληπτη, την αλματώδη εξέλιξη, της ιατρικής επιστήμης, από τα χρόνια εκείνα, τα πρώτα μεταπολεμικά. Δεν είμαι ο ειδικός. Σήμερα γιατροί ανασταίνουν και νεκρούς. Σήμερα γιατροί θεραπεύουν απίθανα επιθετικές και επικίνδυνες ασθένειες. Τα φάρμακα έχουν γίνει θαυματουργά. Ας αναφερθούν άλλοι όμως στα επιτεύγματα της επιστήμης. Αυτό που θα πω εγώ εδώ σήμερα είναι αυτό που θυμούμαι και αυτό που αντιλήφθηκα. Τα χρόνια εκείνα στο Ηράκλειο υπήρχε ένα νοσοκομείο, μικρό και φτιαγμένο από δωρεά. Το ιστορικό Πανάνειο, που σήμερα είναι μάλλον χάλασμα. Θα αξίζει για λόγους ιστορικούς να ενεργοποιηθεί. Εξάλλου όλη η περιοχή στην οποία βρίσκεται έχει μια αξιόλογη ιστορία, με κοινωνικές παραμέτρους. Ίσως να αναφερθούμε στην περιοχή άλλη φορά, μια και στην ίδια περιοχή έχει ανεγερθεί το σπουδαίο, Πνευματικό Κέντρο του Ηρακλείου. Σήμερα το Ηράκλειο, Δόξα στον Μεγαλοδύναμο, στους δωρητές και στους άξιους πολιτικούς ηγέτες, έχει αποκτήσει δύο πολυδύναμα νοσοκομεία. Το αγαπημένο Βενιζέλειο και το γίγαντα Πανεπιστημιακό νοσοκομείο ΠΑΓΝΗ. Εκεί καθημερινά σώζονται χιλιάδες ζωές από όλη την Κρήτη και από τα γύρω νησιά. Ένα σιωπηρό ευχαριστώ και μια απέραντη ευγνωμοσύνη σε αυτούς που τα έστησαν.  Αυτό που θέλω να πω και να τονίσω είναι το ότι κάποτε για να εισαχθεί κάποιος για νοσηλεία έπρεπε να χρησιμοποιήσει πολιτικό μέσο. Χωρίς αυτό το κυνικό μέσο, βάδιζες κατευθείαν προς τον τάφο. Τουλάχιστον σήμερα όλος ο κόσμος βρίσκει ανεξάρτητα από καταγωγή, από οικονομική ή πολιτική τοποθέτηση, τις πόρτες  στο νοσοκομείο ανοιχτές. Τότε οι σοβαρές ασθένειες αντιμετωπίζονταν μόνο στην Αθήνα και το εξωτερικό.

Άλλη τεράστια, προς το καλύτερο μεταρρύθμιση είναι οι μεταφορές και συγκοινωνίες. Δεν ξεχνώ εκείνα τα ασπροκόκκινα μικρά λεωφορεία. Τα γερμανικά Μπετ Φορντ κυκλοφορούσαν σε χωματόδρομους και μέχρι να φτάσεις στον προορισμό σου, τα νεφρά σου είχαν αλλάξει θέση. Θυμούμαι πιο παλιά τα φορτηγά, που και εκείνα μετέφεραν στην καρότσα τους επιβάτες που καθόντουσαν σε ξύλινους πάγκους και μαζί με τους επιβάτες και ζώα καθώς και τα διάφορα εμπορεύματα. Τα σημερινά λεωφορεία είναι υπερπολυτελείας, με τους κλιματισμούς και τα καλοριφέρ τους. Η μάνα μου ήταν δασκάλα στο Μοχό Πεδιάδας.  Από το χωριό μας στο Καστέλι πηγαίναμε στο Μοχό με τα πόδια και τις περισσότερες φορές φορτωμένοι. Άλλος κρατούσε και σήκωνε μια βούρια στους ώμους με τρόφιμα, άλλος ρούχα και ο καθένας σήκωνε το σταυρό του και προχωρούσε. Ίσως γι’ αυτό βγήκαμε δυνατοί και σκληραγωγημένοι. Ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα που πρέπει να αναφέρω σ’ αυτή την εργασία, είναι το ηλεκτρικό ρεύμα. Από ότι θυμούμαι ηλεκτρικό ρεύμα υπήρχε μόνο στην πόλη του Ηρακλείου και όχι σε όλες τις  γειτονιές. Το εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στεγαζόταν εκεί που σήμερα βρίσκεται το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και το γνωρίζαμε ως η ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ. Στα χωριά ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε. Στο χωριό μου υπήρχε μια γερμανική μηχανή που την έβαζαν μπροστά στις έξι  η ώρα, ακουγόταν από όλο το χωριό, ντουκ, ντουκ, ντουκ και την έσβηναν τα μεσάνυκτα. Έξι ώρες το εικοσιτετράωρο υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα για όσους είχαν ηλεκτρική εγκατάσταση στο σπίτι τους. Στο σπίτι που γεννήθηκα και μεγάλωσα, ηλεκτρική εγκατάσταση δεν υπήρχε. Άρα δε γνωρίζαμε τα αγαθά του ηλεκτρισμού. Τα ψυγεία ήταν ψυγεία που έπαιρναν πάγο. Στο Ηράκλειο υπήρχε εργοστάσιο παραγωγής πάγου, απέναντι από τον Άγιο Τίτο το γνωστό παγοποιείο. Τα ραδιόφωνα λειτουργούσαν με μπαταρίες ξηρών στοιχείων όπως τις έλεγαν, ενώ οι ηλεκτρικές συσκευές ήταν άγνωστες. Μεγαλώσαμε, τελειώσαμε γυμνάσιο με τις λάμπες πετρελαίου. Κάθε φορά, έπρεπε να τις καθαρίσουμε και να τις γυαλίσουμε για περισσότερο φως. Πολλές φορές για να ζεστάνουμε τα χέρια μας, για να γράψουμε, τα βάζαμε δίπλα και κοντά στο γυαλί της λάμπας. Έτσι συνεχίζαμε το γράψιμο. Η τηλεόραση και οι λευκές συσκευές του σήμερα ήταν κάτι το αδιανόητο. Πλυντήρια ρούχων και πιάτων ήταν κάτι το αδιανόητο. Οι γυναίκες έπλεναν στη σκάφη που είχε την πλύστρα, πράσινο ή λευκό σαπούνι και κάποιες φορές χρησιμοποιούσαν το λουλάκι, για τα ασπρόρουχα ή έκαναν την λεγόμενη μπουγάδα. Τι ήταν η μπουγάδα; Πάνω στη σκάφη τοποθετούσαν δύο ξύλα, σανίδια γερά κι εκεί επάνω τοποθετούσαν ένα κοφίνι. Μέσα στο κοφίνι έβαζαν τα ρούχα κυρίως ασπρόρουχα και έβαζαν στάχτη, στρώματα στρώματα. Το επάνω μέρος έβαζαν πολλή στάχτη και πάνω στην στάχτη έχυναν αργά αργά, πολύ καυτό νερό. Η στάχτη επενεργούσε ως δυνατό καθαριστικό και απολυμαντικό. Από τα προϊόντα  καθαρισμού θυμούμαι το πράσινο σαπούνι, το λευκό σαπούνι, πολλές γυναίκες το παρασκεύαζαν  στο σπίτι τους και πολύ αργότερα μια κρεμώδη ουσία σε ένα σακουλάκι το πανίσχυρο vim.

Ο εξηλεκτρισμός της χώρας έγινε επί χούντας. Τα σχέδια γι’ αυτό το τεράστιο έργο είχαν εκπονηθεί από την κυβέρνηση του Γέρου της Δημοκρατίας, Γεωργίου Παπανδρέου. Από την ίδια κυβέρνηση είχαν εκπονηθεί και τα σχέδια του σημερινού ΒΟΑΚ και τα υλοποίησε η χούντα. Είχε ανάγκη να παρουσιάσει στον κόσμο και κάποιο έργο, για να μη μείνουν μόνο τα βασανιστήρια, το ξύλο και οι φυλακίσεις.

Επικοινωνίες.

Στη σημερινή εποχή, του κινητού τηλεφώνου, που μας έχει κατακτήσει άπαντες, του ηλεκτρονικού υπολογιστή και του αχανούς διαδικτύου, ποιος έστω κι από τους μεγαλύτερους θα μπορούσε να γυρίσει πίσω στην εποχή των τριών ΤΤΤ. Τα τρία Τ έκαναν τις επικοινωνίες. Τι ήταν όμως τα τρία ΤΤΤ; Ήταν: τηλεφωνείο, τηλεγραφείο, ταχυδρομείο. Στο τηλεφωνείο πήγαινες για να τηλεφωνήσεις. Ήταν μια περίπλοκη διαδικασία η επικοινωνία με τηλέφωνο.  Και τούτο γιατί τηλέφωνο δεν υπήρχαν στα σπίτια. Ο ενδιαφερόμενος πήγαινε στο τηλέφωνο δήλωνε με ποιον επιθυμούσε να επικοινωνήσει και ο υπάλληλος ορίζει την λεγόμενη συνδιάλεξη. Έπρεπε το τηλεφωνείο να ειδοποιήσει τον συνομιλητή, να ορίσει ραντεβού, έτσι ώστε να βρεθούν και οι δύο την ίδια ώρα στα τηλεφωνία, ώστε να μπορέσουν να μιλήσουν. Διαδικασία περί πολύπλοκη, κουραστική, που πολλές φορές αποτύγχανε. Το τηλεγραφείο ήταν υπηρεσία που έπαιρνε και έστελνε τα τηλεγραφήματα. Ήταν ίσως η ταχύτερη διαδικασία επικοινωνίας. Πήγαινες στο τηλεγραφείο έγραφες τα λόγια που ήθελες να στείλεις στον παραλήπτη σου και ο ταχυδρόμος, σου έφερνε το τηλεγράφημα σπίτι. Ένα τηλεγράφημα που δε σβήνει ποτέ από το μυαλό μου, είναι το τηλεγράφημα που μας πληροφορούσε, για το θάνατο του πατέρα μου. Έλεγε τα παρακάτω, έτσι ξερά και σκληρά: «Κώστας απεβίωσε στοπ. Έρθετε τάχιστα stop». Έμεινε το ταχυδρομείο. Το μόνο που υπάρχει και σήμερα, μόνο που λέγεται ΕΛΤΑ. Το ταχυδρομείο διακινούσε τις επιστολές και διάφορα μικροδέματα. Η επιστολή, το γράμμα ήταν ο συνήθης τρόπος επικοινωνίας.

Υπάρχουν επιστολές, μνημεία λογοτεχνίας, μνημεία εξυπνάδας, μνημεία χιούμορ,. Χαρακτηριστικά αναφέρω, τις επιστολές  Καζαντζάκη προς Πρεβελάκη, τις ερωτικές επιστολές του Γέρου της Δημοκρατίας προς την αγαπημένη του Σοφία, γιατί όχι και τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου προς τις διάφορες κοινότητες και εκκλησίες πιστών που είχε ιδρύσει.

Παρόλο που έχω γράψει ήδη πολλά, και πρέπει λόγω χώρου να σταματήσω, ας μου επιτραπεί να αναφέρω κάτι από εμπειρία. Κάποτε, λίγοι ευτυχώς εκ των τριατατικών υπαλλήλων στην μεταεμφυλιακή εποχή, δεν στάθηκαν στο ύψος τους. Διέπραξαν ανομήματα και πάτησαν τον όρκο τους. Τι έκαναν; Απλά. Παρακολουθούσαν συνδιαλέξεις, τηλεγραφήματα, επιστολές, τις οποίες άνοιγαν στον ατμό, τις διάβαζαν και κατέδιδαν στην ασφάλεια. Μαύρα χρόνια, ας μην ξαναγυρίσουν. ΠΟΤΕ.

* Ο Λεωνίδας Κανελλής είναι συνταξιούχος δάσκαλος.