Μιὰ ζωὴ γράφοντας ἢ μιλώντας
δὲν φιλοδόξησε τίποτε ἄλλο
παρὰ νὰ δείξει ποῦ εἶναι πληγωμένος 1
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός ο Κρης αυτοβιογραφείται με αυτό το επίγραμμα, τονίζοντας ότι ο λόγος του συνυφαίνεται με το τραύμα, κυρίως το συλλογικό. Η στέρεη γνώση των εκκλησιολογικών και δογματικών ζητημάτων, η ακαδημαϊκή διδασκαλία και η έρευνα, ο αγώνας για τον άνθρωπο, η οντολογική και η αισθητική ερμηνεία της ύπαρξής μας, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στην ποίησή του είναι διακριτικά γνωρίσματα του έργου του κατά κόσμον Στυλιανού Χαρκιανάκη.
Το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης, με εισήγηση του τότε κοσμήτορα της Σχολής Επιστημών Αγωγής, καθηγητή Αντωνίου Χουρδάκη, αναγνωρίζοντας την ακτινοβολία του πνευματικού του μόχθου, τον αναγόρευσε επίτιμο διδάκτορα στο κατάμεστο από κόσμο Σπίτι του Πολιτισμού.
Μολονότι το βιογραφικό του σημείωμα το γνωρίζουμε ήδη από τη δημοσίευσή του στις εφημερίδες, εδώ θα το ανακαλέσουμε, τοποθετώντας το μέσα σε μια διαδικασία περιδιάβασης, όπου παρακολουθούμε την παράλληλη εξέλιξη του ιερωμένου, του θεολόγου και του ποιητή. Οι προπτυχιακές σπουδές του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας γίνονται στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης.
Χειροτονείται Πρεσβύτερος στο Ρέθυμνο μετά την αποφοίτησή του, αλλά το πάθος της μόρφωσης, σαν «άνεμος πεντοζάλης» – η φράση ανήκει σε ποίημά του – τον φέρνει στη Βόννη, την πρωτεύουσα της Δυτικής τότε Γερμανίας (1958-1966)· περίοδο κατά την οποία αναφαίνονται οι αντιφάσεις της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής ιστορίας.
Η χώρα, δηλαδή, που προκάλεσε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα ολοκαυτώματα και τον τρόμο, επαγγέλλεται στον άνθρωπο της Μεσογείου δουλειά και σπουδές από τη δεκαετία του ’50 και εξής. Οι μεταπτυχιακές του σπουδές στη Συστηματική Θεολογία και τη Φιλοσοφία των Θρησκειών οδηγούν στην εκπόνηση της Διδακτορικής του Διατριβής, η οποία πραγματεύεται το Αλάθητον της Εκκλησίας εν τη Ορθοδόξω Θεολογία. Ο ίδιος τονίζει στο βιογραφικό του ότι την υποβάλλει «ελληνιστί» στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και όχι σε «ετερόδοξο Πανεπιστημιακή Σχολή της Δύσης».
Και καθώς η Ποίηση θεραπεύεται μέσα στα άρρητα περιθώρια των σπουδών, αναζητούμε ίχνη των μεταναστευτικών βιωμάτων στα πρώτα ποιήματά του. Και βρίσκουμε μια καθημερινή εικόνα των ανεπτυγμένων δυτικών κοινωνιών να τον παιδεύει στο ποίημα «Άκρως απόρρητον» και να διατυπώνεται δραματικά ως Αναφορά του Διακόνου προς τον Θεό· ως επιστολή του υιού, που διαμεσολαβεί προς τον Πατέρα, για να λάβει γνώση της δυστυχίας που εξαπλώνεται παντού ή ως προσευχή και καθημερινή απολογία προς τον Δημιουργό της Γης της Επαγγελίας:
Θα μαζέψω τα φιλιά που ακόμα τρέμουν
πάνω στα πεταμένα αποτσίγαρα
και θα σου τα φέρω ξυπόλητος
για να μνησθείς του πόνου των ανθρώπων.
Τις άδειες μποτίλιες απ’ τ’ αλκοόλ και τα φάρμακα
δεν θα ‘ξερα πού να τις κρύψω από το βλέμμα σου,
θα μετεβάλλετο η γη της επαγγελίας σου
σ’ ένα τεράστιο σκουπιδοντενεκέ,
αν δεν χρειαζόταν να γεμιστούνε ξανά
για το χρόνιο πόνο των ανθρώπων.
Αυτή ‘ναι η κατάσταση εδώ κάτω,
δεν χρειάζεται να σου γράψω περισσότερα·
αν θα σου ‘στελνα και μια μονάχα σελίδα
ανθρώπινης μοναξιάς,
φοβούμαι πως θα βούβαινα
τον τρισάγιο ύμνο των Αγγέλων.
Μα τις επιχειρήσεις διοικείς εσύ
περιμένω τις καινούργιες εντολές σου.
Bonn, 06. 10. 65
(από τη Συλλογή Χώμα και Στάχτη, 1978)
Ως Ηγούμενος στην Πατριαρχική Μονή Βλατάδων, μετά την επιστροφή του από τη Γερμανία, και σε συνεργασία με τη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος ιδρύει το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών στο οποίο εκλέγεται Αντιπρόεδρος και Πρόεδρος στη συνέχεια. Ταυτόχρονα εκπονεί διατριβή με θέμα «Το περί της Εκκλησίας Σύνταγμα της Β΄ Βατικανής Συνόδου» επί υφηγεσία και αναγορεύεται το 1969 Υφηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έκτοτε διδάσκει σε διάφορα Πανεπιστήμια και το 1970 εκλέγεται Τιτουλάριος Μητροπολίτης Μιλητουπόλεως και Έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το Άγιον Όρος.
Την περίοδο αυτή τον απασχολούν η θεολογική και πνευματική υπόσταση της Εκκλησίας, οι Σχέσεις της Ορθοδοξίας με τον καθολικισμό, ζητήματα Λειτουργικής, Κατήχησης και Πίστης του σύγχρονου ανθρώπου. Και θα προσθέταμε ότι τα ερωτήματα που θέτει σε άρθρα της εποχής αυτής εκφράζουν την αγωνία του ιερωμένου να βρει πραγματοποιήσιμες λύσεις στα μεγάλα προβλήματα της μεταπολεμικής κοινωνίας. Αλλά και τα ποιήματα της περιόδου 1966-1970 αποτυπώνουν καταστάσεις στέρησης, εγκατάλειψης, αδιεξόδου, αλλοτρίωσης, κοινές μάλιστα σε όλους τους ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς στην οποία και θα τον κατατάσσαμε. Κατεδαφίσεις, καημοί, ορφάνια, εφιαλτικές καταστάσεις εναλλάσσονται με εναγώνιες επικλήσεις ευσπλαχνίας και σισσύφειες προσπάθειες για μετάνοια. Στο ποίημα «Απαλλοτρίωση Οικοπέδων», ο νόστος του ποιητή συνοδεύεται από τη φρικτή εμπειρία μιας πόλης που έχει χάσει τη φύση της και την ταυτότητά της και μένει δραματικά μετέωρη μέσα στον αδυσώπητο χρόνο που εξαφανίζει τον άφρονα ρυμοτόμο:
Είδες ποτέ σου μια πόλη
να σφαδάζει σαν σφαγμένο κοτόπουλο,
σαν πέσει απάνω της η νύχτα
κατάρα αποκαλυπτική;
Αλλά και η Παναγία της Μονής Βλατάδων γίνεται μάρτυρας και συλλήπτωρ του μεταπολεμικού καημού:
Του Επταπυργίου τα σπίτια είναι πενιχρά
μιας μόνης νύχτας επιτηδεύματα
μέσα στο σώμα του Κάστρου.
Τ’ άγρια φύγανε στα πλοία
ή στη Γερμανία
κι έμειναν οι κοπέλες να στολίζουν
κάθε χρονιά τον Επιτάφιο.
Κλαίνε το γιο σου τη μεγάλη Πέμπτη
όλη τη νύχτα
ως κλαίνε όλες τις μέρες πίσω από τα παράθυρα
τον άγνωστο γαμπρό που περιμένουν.
Εν γη αλλοτρία ΙΙ, σελ. 31.
Η εκλογή του Ιεράρχη στο αξίωμα του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας το 1975 γίνεται αντιληπτή ως αποστολή σ’ έναν τόπο όπου η Ορθόδοξη Εκκλησία βρίσκεται ενώπιον οικουμενικών προκλήσεων. Και ενώ η θεολογική εργογραφία είναι λιγοστή τα πρώτα χρόνια, η ποίησή του αφιερώνεται στις πρώτες εμπειρίες από τη μακρινή ήπειρο. Εκεί αναζητά ο ίδιος την κάθαρση από μια Οικουμένη όπου είδε να δολοφονείται το φως. Και τι σημαίνει εδώ κάθαρση; Να προσπαθήσεις να αποβάλεις μια μίζερη εσωστρέφεια και να πάρεις θάρρος από τους ανθρώπους που «έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς με τον κυκλώνα και τους καρχαρίες».
Εδώ το μόνο που σου μένει
για να μην ξεχάσεις το ανθρώπινο μέτρο
να σε φρονηματίζει η Καγκουρώ
με το διπλό της στομάχι.
“Keep left”
Εν γη αλλοτρία, σελ. 48.
Από το 1980 ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας επωμίζεται επί εικοσαετία το βάρος του Διαλόγου της Καθολικής και της Ορθοδόξου Εκκλησίας και, όταν το 2003, έγινε δεκτή πλέον η αίτηση παραίτησής του δημοσίευσε εκτενή έκθεση για την αποτυχία του διαλόγου στον 13ο τόμο της Επιστημονικής Επετηρίδας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ.
Σταθμός στην ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία είναι η Ίδρυση και η Κοσμητεία της Θεολογικής Σχολής του Αγίου Ανδρέου και η «εν αυτή» διδασκαλία του.
Ανατρέχοντας στον πλούσιο κατάλογο της εργογραφίας ξανά, παρατηρούμε τα εξής ως προς τη συγγραφική δραστηριότητα από τη δεκαετία του ’80 κ.ε.
- Ένα corpus μελετών πραγματεύεται τη δογματική, ανθρωπολογική και την αισθητική υπόσταση της Ορθοδοξίας σε συνδυασμό με τη λειτουργική οντότητα της Εκκλησίας. Γιατί εκεί μέσα αναπτύσσεται ο διάλογος του ανθρώπου με το δόγμα που βρίσκει την ανθρωπομορφική του διάσταση σε εξαιρετικές αφηγήσεις των ιερών κειμένων.
- Ο Διάλογος των Εκκλησιών τον απασχολεί σε μονογραφίες και εκτενείς μελέτες, όπου η προσέγγιση αναδεικνύεται ως αίτημα των καιρών, αλλά να στηρίζεται στην κριτική αναγνώριση της Διαφοράς και της Ομοιότητας.
- Η θεολογική γνώση διεισδύει σε διοικητικά και πολιτισμικά θέματα του Βυζαντίου και ενισχύει τη σχέση Ορθοδοξίας και Βυζαντίου με την Οικουμενική Ιδέα που διαπερνά τα Γράμματα, τις Τέχνες, τον τρόπο ζωής, γενικότερα.
- Η Θεολογία συναντά τη Φιλολογία σε μελέτες για λογοτέχνες, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Παντελής Πρεβελάκης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ο Ματθαίος Μουντές, ο Τάσος Λειβαδίτης κ. ά. Παρόμοια ανάπτυξη παρατηρούμε σε θεωρητικά κείμενα όπως είναι η γλώσσα και η λογοτεχνία, η αισθητική και η ποιήση κ.ά.
- Ταυτόχρονα εκδίδονται – πάντοτε στα ελληνικά – πάνω από σαράντα ποιητικές συλλογές, όπου εκφράζεται κυρίως η αγωνία του ανθρώπου που «διακονεί» τον λόγο του θεού, να δημιουργήσει έναν αναβαθμό Ελπίδας και ανακούφισης από τον πόνο. Πώς; Ομολογώντας ότι η Ποίηση περιέχει πάντοτε μια οριακή επίκληση συμπόνιας:
Συμπονώ τις περιπέτειες των μεθυσμένων
ανησυχώ για τον αλόγιστο πλουτισμό
των ασεβών και μάταιων
[…]
Μα τελικά εμπιστεύομαι στου απρόβλεπτου
την πρόνοια και τη σοφία.
Είναι εκπληκτικές οι ερμηνείες που δίδονται σε ευαγγελικές περικοπές ή σε συμπεριφορές προσώπων της Εκκλησίας. Ιδού, λ.χ. πώς ερμηνεύει την εικόνα όπου ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος κρατά το πιάτο με το κομμένο κεφάλι του:
«… αναγνωρίζουμε το μαρτυρικό τέλος του και τιμούμε τη μέχρι θανάτου αφοσίωσή του στο θέλημα του Θεού, όμως, δεν θέλουμε να σκεφτόμαστε πολύ το κομμένο κεφάλι […] Αν δούμε λίγο πιο πέρα από τα ιστορικά γεγονότα, ίσως εμβαθύνουμε περισσότερο στην αλήθεια του κομμένου κεφαλιού. Θα δούμε τότε ότι σε μια άλλη διάσταση το κεφάλι το έκοψε ο ίδιος ο Άγιος Ιωάννης. Γι’ αυτό το κρατά «πρόσφορο»μέσα στο πιάτο. Όχι παραπονούμενος, αλλά προσφέροντάς το εν δοξολογία!
(Οι δυο Ακρίτες της Βασιλείας του Θεού, σελ. 93).
Αλλά και η Ποίηση του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας συλλαμβάνεται μέσα στην εγκόσμια δίνη των καταστάσεων και υποδεικνύει αξίες που επιβεβαιώνουν την έγνοια του ιερωμένου να παρηγορήσει, να βοηθήσει, να κατανοήσει τον συνάνθρωπο, να ανατρέψει στερεότυπα, να επαναφέρει το μέτρο:
Μηδέν άγαν
Η ποίηση δεν κορυβαντιά
μήτε ολοφύρεται.
Το μέτρο δε βρίσκεται στα άκρα
βηματίζει ανεπιτήδευτα σαν περιστέρι μέσα στα προαιώνια δεδομένα της γλώσσας σου.
Κι αν κάποτε συγκινηθείς και ακολουθήσεις
τη λέξη ως το χάραμα της ρίζας
θα ‘χεις βρεθεί ενώπιος ενωπίω με το περιστέρι.
Πολλά αφήνουμε έξω από αυτή τη σύντομη αναδρομή στο ποιητικό έργο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου. Μπορούμε όμως να ανατρέξουμε στην εξαιρετική ανθολογία με τίτλο Ο Βαθμός της Εκπλήξεως που επιμελήθηκε ο αείμνηστος Ηρακλειώτης φιλόλογος Μάνος Λουκάκης (Καστανιώτης 2001) και να διαβάσουμε ποιήματά του. Από την εξαίρετη εισαγωγή του επιμελητή ας συγκρατήσουμε την εξής παρατήρηση που διακρίνει γενικότερα την ποίηση του Στυλιανού Χαρκιανάκη: «Ο ιερωμένος και ο ποιητής όταν συνεμφανίζονται, δεν πλησιάζουν απλώς. Ταυτίζονται. Και ταυτίζονται εν αίματι και αδιαιρέτως, εφ’ όσον πριν ακόμη ανέβει στον άμβωνα ο κληρικός και πριν πιάσει το χαρτί και το μολύβι να γράψει ποίημα ο ποιητής, ποιητής και κληρικός είναι ένα και το αυτό ψυχικό ανεξήγητο του ανθρώπου». Νομίζω ότι ταιριάζει αυτή η παρατήρηση και στην ηθική δέσμευση που υπαγορεύει το ποίημα «Γλώσσα ελληνική»:
Τη γλώσσα τούτη δεν μπορεί να τη μιλήσει
οποιοδήποτε στόμα
δίχως ν’ αφήσει αλλοιώσεις στο σώμα και στην ψυχή.
Λαλιά που προσαρμόζεται από αιώνων
στο άρρητο μυστήριο
της συλλογικής μνήμης του Γένους
καθώς βιώνεται ανάμεσα στις Συμπληγάδες
του ήδη και ούπω
δεν γίνεται κτήμα προσήλυτου ή υπήκοου
κι ας πα να λέει ό, τι θέλει ο ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ περί παιδεύσεως ημετέρας
και ταύτης μετεχόντων
σαν να επρόκειτο
μόνο για αλφάβητο και λεξιλόγιο.
Η γλώσσα τούτη είναι κυμαινόμενη ψυχή
μικρού λαού με σταθερό πεπρωμένο
που έζησε την κάθε μέρα σαν μελλοθάνατος
αγωνίζεται να διδάξει
τους εγγύς και τους μακράν
πως υψίστη αποστολή ήταν πάντα το όραμα
όχι το πρόγραμμα.
Σύδνεϋ 1992
1 Σ.Σ. Χαρκιανάκης, «Βιογραφικό», από τη συλλογή “Παραλήρημα του Νότου” (1979), στον συγκεντρωτικό τόμο “Ἐν γῆ ἀλλοτρίᾳ Ι”, Ἑρμῆς, Ἀθήνα 1985, σελ. 100.
* Η Ελπινίκη Νικολουδάκη-Σουρή είναι ομότιμη καθηγήτρια Πανεπιστημίου Κρήτης