«Quis custodiet ipsos custodes?»1
Με την καραντίνα και τους κοινωνικούς αποκλεισμούς να αποτελούν μία νέα πλέον σταθερά στη ζωή μας, μοναδικές διέξοδοι στην τσιμεντωμένη πόλη μας είναι οι ελάχιστοι χώροι πρασίνου και αναψυχής. Στους χώρους αυτούς, εκτός από την απαραίτητη σωματική αναζωογόνηση, μπορεί κανείς να συναντήσει φίλους και γνωστούς, να ανταλλάξει απόψεις, να παρακολουθήσει εκδηλώσεις, να εξελίξει την κοινωνική και πολιτική υπόστασή του.
Σε μία χρονική και ιστορική συγκυρία όπου το κοινωνικό – πολιτικό ατομικό πρόσημο του καθενός τείνει να ποινικοποιηθεί και οδηγούμαστε, διόλου τυχαία, σε μία νέα μορφή του ανθρώπινου είδους, τον Homo servus apoliticus, τον άνθρωπο τον ακοινώνητο που οφείλει να λειτουργεί σε συγκεκριμένο χωρικό και χρονικό πλαίσιο (και ει το δυνατόν κατά μόνας), ο νέος κανονισμός λειτουργίας του πολύπαθου πάρκου Γεωργιάδη έρχεται απλά να επιβεβαιώσει την τάση αυτή.
Στον νέο αυτό κανονισμό επιτρέπονται εκδηλώσεις «χαμηλής όχλησης» (σιγά, η πατρίδα κοιμάται) με αυστηρό ωράριο «από 07.00 έως 23.00 πλην των ωρών κοινής ησυχίας» και περίοδο «διοργάνωσης των εκδηλώσεων από τον Αύγουστο έως τον Οκτώβριο». Αιτιολογία δε για το τελευταίο αποτελεί η «προστασία της αναπαραγωγικής διαδικασίας της ορνιθοπανίδας που διαβιοί εντός του πάρκου» (!).
Έτσι, λοιπόν, για άλλη μία φορά περιορισμοί στη χρήση των κοινών χώρων επιβάλλονται με αστείες τουλάχιστον δικαιολογίες (γιατί αν ο Δήμος ενδιαφερόταν για την αστική ορνιθοπανίδα δεν θα τσιμέντωνε τα πάντα, ούτε θα κρατούσε κλειστό με μηχανήματα το πάρκο για τόσο μεγάλο διάστημα με εργασίες υψηλών db), στα πλαίσια μιας προσπάθειας που έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια για απολιτικοποίηση και αποκοινωνικοποίηση του πάρκου.
Γιατί, ας μην γελιόμαστε, ήταν σαφές ότι ενοχλούσε (και ενοχλεί) η χρήση του πάρκου από άτομα που έχουν μία διαφορετική αντίληψη για την κοινωνική και πολιτική οργάνωση, μια αντίληψη που δεν συνάδει με τον «καθωσπρεπισμό» που προβάλλει η άρχουσα δημοτική παράταξη στο σύνολό της.
Το πάρκο Γεωργιάδη υπήρξε, τα τελευταία χρόνια πριν την «αναβάθμισή του», τόπος κοινωνικής και πολιτικής ζύμωσης. Άνθρωποι κάθε ηλικίας συγκεντρώνονταν εκεί για να μιλήσουν, να παίξουν, να πιούν την μπύρα τους, να παρακολουθήσουν κάποια καλλιτεχνική, κοινωνική ή πολιτική εκδήλωση.Ένας χώρος ο οποίος έσφυζε από κοινωνική ζωή και όπου δεν υπήρχε –με ελάχιστες εξαιρέσεις- κάτι μεμπτό ως προς την κοινωνική συμπεριφορά. Η νέα μορφή του πάρκου, με κάποιες σίγουρα απαραίτητες βελτιώσεις που έγιναν, θέλει ένα πάρκο αποστειρωμένο, με μικρό χώρο συγκέντρωσης, ένα περιορισμένο αναψυκτήριο χωρίς τουαλέτα (!), αφού δεν υποχρεούται να έχει ως αναψυκτήριο, ένα πάρκο που δεν θα «ενοχλεί» και θα έχει πλέον περιορισμένες ώρες (ας μου εξηγήσει κάποιος το έως 23.00) «ασφαλούς» χρήσης.
Ένα πάρκο αφιλόξενο για τους νέους και εκείνους που θα επέλεγαν ένα τέτοιο για να περάσουν τον χρόνο τους (οι υπόλοιποι βρίσκονται στας καφετερίας πέριξ των πλατειών Καλλεργών και Κοραή), το οποίο απευθύνεται τελικά σε ποιους;
Η απάντηση σαφής: μα στους καθωσπρέπει νοικοκυραίους που είναι πάντα «σοβαροί και μετρημένοι όπως εμείς», στους ίδιους που απευθύνεται ας πούμε και η μετατροπή του (κατ’ επίφασιν) Πολιτιστικού Κέντρου σε «Μέγαρο Μουσικής». (Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία, στην οποία θα επανέλθω κάποια στιγμή).
Όμως η κοινωνική και πολιτική χρήση του δημόσιου χώρου, το γλέντι, η συνάθροιση, οι «μικρές ώρες που παράγουν μεγάλες ιδέες», δεν θα μας στερηθούν για άλλη μια φορά με πρόσχημα δήθεν προστασίες μας. Το πάρκο ανήκει στους πολίτες και θα το ανακτήσουν όπως του(ς) αξίζει· γιατί τελικά εμείς οφείλουμε να φυλάξουμε τους εαυτούς μας από τους φύλακές μας, με όπλα αυτά που μας στερούνται, την «παιδεία και την ψυχ-αγωγία», όπως απαντά και ο Πλάτωνας στο συγκεκριμένο ερώτημα. Και θα το κάνουμε.
1 «Ποιος θα μας φυλάξει από τους φύλακες;» Γιουβενάλης, Σάτιρες.
2 Άνθρωπος υποταγμένος, απολίτικος.
* Ο Λευτέρης Γιαννακουδάκης είναι συγγραφέας, σκηνοθέτης.