Της Ελένης Μπετεινάκη

Κάποτε ήταν νοσοκομείο εδώ! Ιατρεία ψυχής και σωμάτων…

Πάλι ξημερώματα, την ώρα που όλα τα χρώματα ξεκινούν το δρόμο της μέρας, άφησα το ποδήλατό μου σε μια γωνιά κοντά στην Πύλη Βηθλεέμ. Πλησίασα το μικρό παρκάκι και κοίταξα απέναντι να βρω λίγη Ιστορία ανάμεσα στα πυκνά φυλλώματα των δέντρων, των θάμνων, της χρωματιστής σφάκας…

Μπροστά στην προτομή του Πανανού Θεοδουλάκη σταμάτησα. Πρόσεξα τότε, πως ενώ στεφάνια θα΄πρεπε να έχουν οι Ηρακλειώτες στη βάση του μαρμάρινου μνημείου, σαν στολίδι υπήρχε μόνο ένα πλαστικό κυπελάκι γεμάτο νερό.

«Ας είναι!»σκέφτηκα, «Τουλάχιστον ξεδιψάνε τα αδέσποτα ζώα της περιοχής.»

Κι όπως πήγα να πιάσω την κουβέντα με τον Πανανό, άκουσα ένα σαματά πίσω μου. Γύρισα κι είδα μια ολόκληρη κουστωδία να συντροφεύει τον Μπεδριχάν πασά. Μπέρδευαν τα πόδια τους, τρέχοντας τον συνόδευαν. Προχωρούσαν μπροστά του ανοίγοντας τον χωμάτινο δρόμο να περάσει. Φορούσε κίτρινο σαλβάρι με ολομέταξη ζώνη κατακόκκινη. Πράσινο το γιλέκο του, ίδιο χρώμα με το σαρίκι που ήταν περίτεχνα δεμένο στο κεφάλι του. Μεγάλη μορφή ήταν τούτος ο πασάς με την περίφημη «Κονάκα» του που΄χε έναν κήπο με άφθονο νερό, δυσεύρετο και πολύτιμο εκείνον τον καιρό.Ψάχνανε ένα Γραμματικό. Να δώσει ήθελε ο πασάς ένα μέρος από το μεγάλο τον κήπο του για πούλημα. Είχε πέτυχει μάλλον καλή τιμή κι ήθελε να τελειώνει με τα συμβόλαια. Νοέμβρης του 1863, πρέπει να ΄τανε, αλλά έμαθα αργότερα πως τελικά χάλασε τούτη η αγοραπωλησία. Κι έτσι περάσαν λίγα ακόμη χρόνια κι οι κληρονόμοι του το έδωσαν όσο όσο κάπου στα 1892 στη Χριστιανική Κοινότητα του Μεγάλου Κάστρου. Οι Χριστιανοί ήθελαν πολύ στην συγκεκριμένη περιοχή να φτιάξουν ένα νέο Δημοτικό Νοσοκομείο. Τα Ρωμαίικα Σπιτάλια (το σημερινό 8ο Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου) αδυνατούσε να εξυπηρετήσει τον χριστιανικό κόσμο της πόλης και έπρεπε να φτιαχτεί ένα νέο οίκημα, ευρύχωρο και με πολλές πτέρυγες. Κι όπως γύρισα να κοιτάξω ξανά την προτομή του μεγάλου ευεργέτη της πόλης μας, σαν να μου χαμογέλασε γλυκόπικρα μου φάνηκε, και κάρφωσε τα μαρμάρινα του μάτια πάνω μου. Σαν να ζωντάνεψε πάλι όλη εκείνη η εποχή, μπροστά μου. Κατέβηκε από το μαρμάρινο βάθρο του, μου πρόσφερε το μπράτσο του κι αρχίσαμε έναν περίπατο μοναδικό. Με φωνή χαμηλή, ήρεμη και γεμάτη νοσταλγία, όσο μπαίναμε από εκείνη την διχτυωτή πόρτα που μας έβαζε στο εσωτερικό του πάλαι ποτέ Πανάνειου νοσοκομείου, τόσο η διήγηση γινόταν όλο και πιο συναρπαστική.

Μου ‘πε πως γεννήθηκε στη Μεγάλη Βρύση Μονοφατσίου κάπου στα 1830 και μεγάλωσε στον Αμπελούζο.Ιωάννη Δουλάκη ή Θεοδουλάκη λέγανε τον πατέρα. Έμπορος ξακουστός του Κάστρου έγινε και κατάφερε κι έφτιαξε μεγάλη ακίνητη περιουσία. Μάλιστα στα 1865 αγόρασε ένα Βυρσοδεψείο λίγο πιο κάτω από την περιοχή που ήμασταν τώρα, στη Χανιώπορτα και στα 1888 το πούλησε. Στο μεταξύ διάστημα έγινε κι η μεγάλη επανάσταση του 1866 και ο τόπος σχεδόν ερήμωσε. Έφυγε τότε και εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη που το εμπόριο ήταν ανθηρό. Εκεί πάλι έκανε τεράστια περιουσία. Το βασικό του εμπόριο ήταν η αγοραπωλησία της σταφίδας με ανθρώπους των γύρω περιοχών. Ωστόσο πάντα φρόντιζε όλους τους άπορους. Η φήμη του έφτασε στα πέρατα της Ανατολής και τότε του κολλήσανε το παρατσούκλι «Μπάρμπα Πανανός». Δικό τους άνθρωπο τον λογαριάζανε οι φτωχοί κι όλοι οι μεγαλύτεροι στην ηλικία τον σεβόντουσαν και μιλούσαν συνεχώς για τις αγαθοεργίες του. Γύρισε μια στιγμή και με κοίταξε. Τον παραξένεψαν όλα τούτα που φορούσα για γυναίκα και τότε πρόσεξα πως κι εκείνος είχε στο κεφάλι του ένα μαύρο φέσι, φράγκικα ρούχα στο σώμα και στο χέρι του κρατούσε καπνό από γιασεμί, να τον καπνίσει αργότερα στον ναργιλέ του, όπως μου εξήγησε, μαζί με ένα καϊμακλίδικο καφέ…

Σε ένα από τα ταξίδια του στο Μεγάλο Κάστρο, «παντρεύτηκα», μου είπε.

«Την Αθηνά την κόρη του Ιωάννη Ανεμογιάννη».

Μεγαλέμπορος κι ο πατέρας της, ονομαστός στην πόλη. Την πήρε αμέσως και φύγανε για τη Σμύρνη και φτιάξανε τη ζωή τους όμορφη, με πολλή αγάπη κι αλληλοεκτίμηση. Όμως τα χρόνια πέρασαν και δεν κατάφεραν να κάνουν δικά τους παιδιά, έτσι σε ένα ταξίδι τους στο Μεγάλο Κάστρο περίπου στα 1893 μαθαίνοντας για τις ανάγκες που είχε ο τόπος για Νοσοκομείο, αποφάσισαν να αναλάβουν όλα τα έξοδα και να κτιστεί. Κι έτσι με τις κατάλληλες διαπραγματεύσεις σε αυτόν τον χώρο που μόλις είχαμε φτάσει στη μέση μέση του, στην μεγάλη αυλή, κτίστηκε το πολυπόθητο Νοσοκομείο προσφέροντας μέρος από την περιούσία του «μιας οικίας και 6 μαγαζείων αλλά και 500 λίρες»*

(Στην εφημερίδα ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ, της 6ης Ιανουαρίου του 1894, διευκρινίζεται ότι οι 500 λίρες θα καταβληθούν “άμα τη ενάρξει της οικοδομής του νέου νοσοκομείου εις τον κοινοτικόν χώρον Πετριχάν Πασά…”)

Ακολούθησε νέα μεγάλη δωρεά από 2000 εικοσόφραγκων, για τον ίδιο σκοπό το Γενάρη του 1895. «Τότε», συνέχισε την διήγηση ο «Μπάρμπα Πανανός», «μας γράψανε πάλι στην εφημερίδα ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ, (26 Ιανουαρίου 1895). «Αποφάσισαν οι δημογέροντες και ο Μητροπολίτης Τιμόθεος να μας πουν μεγάλους Ευεργέτες της πόλη μας. Η Αθηνά μου είχε μεγάλη επιθυμία να φτιαχτεί τούτο το κτίσμα όσο γινότανε πιο γρήγορα. Να απαλύνει ο πόνος των ανθρώπων. Να γιατρευτεί το σώμα κι η ψυχή τους»

Άλλαξε ύφος, έγινε ακόμα πιο γλυκός και ταπεινός, όμως είχε την πίκρα στα μάτια του έντονη. Ο τόπος είχε ερημωθεί. Κάναμε κι οι δυο πως δεν τον βλέπαμε και ακούμπησε την πόρτα της όμορφης εκκλησίας να ανάψομε ένα κερί στη Χάρη του Αγίου Παντελεήμονα. Γι αυτό ήταν ανοιχτός ο χώρος εκείνη την ημέρα. Δεν είχε κόσμο ακόμα. Ένας καντηλανάφτης, μια καλόγρια και μια παρέα νέων παιδιών ήταν εκεί. Θαύμασα τα κάτασπρα μάρμαρα που στόλιζαν το τέμπλο της μικρής εκκλησίας και τις αγιογραφίες του Ευάγγελου Μαρκογιαννάκη. Κανείς δεν μας είδε, κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί μας. Βγήκαμε έξω στην αυλή κι αφήσαμε τα μάτια να περιηγηθούν στα γύρω κτίσματα που μοιάζανε φαντάσματα εκείνη την στιγμή που χάραζε ο ήλιος. Ο μεγάλος φοίνικας τον έκανε να χαμογελάσει και να κουνήσει το κεφάλι του στωικά. Περπατήσαμε ανάμεσα σε σωρούς από πέτρες και πήρα το θάρρος να σπάσω τη σιωπή θέλοντας να μάθω τι είχε γίνει. Γιατί χάθηκαν όλα και πιο πολύ γιατί υπήρχε τόση εγκατάλειψη παντού.

«Στις 10 Φεβρουαρίου του 1902 κάναμε τα εγκαίνιά του νοσοκομείου, είπε. Ταλαιπωρηθήκαμε λίγο, τα γράψανε όλα οι εφημερίδες, θα τα διαβάσεις και θα δεις!».

Πράγματι, έψαξα κι είδα πως ο Νικόλαος Σταυρινίδης έγραψε σχεδόν όλη την ιστορία του Πανανείου και του Πανανού Θεοδουλάκη στην εφημερίδα Πατρίς τον Απρίλιο του 1963. Λίγα χρόνια πιο πριν ο αείμνηστος Νικ. Ζευγαδάκης έγραφε στην εφημερίδα ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ: “Ο θεμέλιος λίθος “του ασύλου τούδε των νοσούντων”, ετέθη την 28ην Μαΐου του 1895, Κυριακή των Αγ. Πάντων, επί Μητροπολίτου Κρήτης Τιμοθέου Καστρινογιαννάκη, ανηγέρθη δε το ίδρυμα τη γενναία χορηγία και εξ ιδίων δαπάνη των ιδρυτών αυτού Πανανού και Αθηνάς Θεοδουλάκη. Την οικοδομήν, ήτις είχε φθάσει μέχρι στέγης, διέκοψε η τον Ιούλιον του 1896 εκραγείσα επανάστασις. Τον Νοέμβριον του αυτού έτους το έργον επανελήφθη, ανεκόπη όμως και πάλι περί τα μέσα Ιανουαρίου του 1897. Αλλά-ως αναγράφεται εις τας επιγραφάς-τη θεία ευδοκία και χάριτι, κατά Δεκέμβριον του 1900, ηγεμονεύοντος του Πρίγκηπος Γεωργίου της Ελλάδος, Υπάτου Αρμοστού και Ευμενίου Ξηρουδάκη Κρητός Αρχιερατεύοντος, επανελήφθη και συνεπληρώθη η οικοδομή, τη πλουσία και αφειδεί των αυτών ιδρυτών χορηγία. Ετελέσθησαν δε τα εγκαίνια του τε Πανανείου τούδε Νοσοκομείου και του εν αυτώ υπό των αυτών ιδρυτών ανεγερθέντος ιερού ναού του Αγ. Παντελεήμονος, τη 10η Φεβρουαρίου του 1902, οπότε εδωρήθη και ανεκηρύχθη υπό των ιδρυτών το φιλανθρωπικόν τούτο ίδρυμα ως ιδιοκτησία τελεία του εν τη πόλει ταύτη ιερού ναού του Αγ. Μεγαλομάρτυρος Μηνά…”

Ο πρώτος γιατρός που διορίστηκε στο Πανάνειο, ως διευθυντής του χειρουργικού τμήματος, ήταν ο διακεκριμένος χειρουργός και οφθαλμίατρος Σάββας Σαββάκης. Πληροφορίες πολλές μας δίνει η εφημερίδα Κρητική Πολιτεία***. Υπήρξε Ηγεμονικό διάταγμα που εκδόθηκε στις 21 Ιανουαρίου του 1904 «Περί κανονισμού της εσωτερικής υπηρεσίας του δημοτικού νοσοκομείου Ηρακλείου» που αποτελείτο από 116 άρθρα και στο οποίο αναφέρεται και η επίσημη ονομασία του: Πανάνειον Δημοτικόν Νοσοκομείον.

Στο άρθρο 2 αναφέρεται: «Σκοπός του Νοσοκομείου είναι η νοσηλεία και η παροχή ιατρικής βοηθείας και φαρμάκων, άνευ διακρίσεων θρησκεύματος και εθνικότητος.

α. Εις αρρώστους απόρους του δήμου Ηρακλείου

β. Εις αρρώστους απόρους των άλλων δήμων επί πληρωμή των οικείων Δήμων

γ. Και εις ευπόρους επί πληρωμή…»

Το Νοσοκομείο είχε παθολογικό και χειρουργικό τμήμα, αλλά και δύο ακόμη ιδιαίτερα παραρτήματα:

Των συφιλιδικών γυναικών, και

Των μολυσματικών νοσημάτων.

Ας μην ξεχνάμε πως το Νοσοκομείο συνόρευε με την περιοχή του Λάκκου και ήταν αναγκαία η ίδρυση ειδικών παραρτημάτων για τα αφροδίσια νοσήματα, που μάστιζαν την περιοχή και πολλούς ανθρώπους που επισκέπτονταν «τα σπίτια». «Η επιθεώρηση των κοινών γυναικών, είχε ανατεθεί στους αστυάτρους (άρθρα 29-42). Οι πάσχουσες από αφροδίσια νοσήματα, απομακρύνονταν αμέσως από τα χαμαιτυπεία και εισάγονταν στο ειδικό παράρτημα του νοσοκομείου για θεραπεία.»

Βγήκαμε έξω στο δρόμο. Χαμένοι κι οι δυο σε σκέψεις αλλά με το ίδιο συναίσθημα. Ένα τεράστιο «γιατί» πλανιόταν γύρω κι αναμεσά μας. Η Ιστορία και πάλι θαμμένη και ταλαιπωρημένη εδώ. Ξεχασμένη από όσους ευθύνονται για την κατάντια μιας μεγάλης περιουσίας, μιας δωρεάς που κατάρρευσε και μιας εποχής που θέλουμε μάλλον να μην υπάρχει.

Ανέβηκε στο μαρμάρινο βάθρο του. Με κοίταξε με παράπονο για άλλη μια φορά. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Πως να παρηγορήσω μια μαρμάρινη ψυχή;

Υποσχέθηκα μόνο πως κάτι θα γράψω, μήπως θυμηθεί κάνεις …την Ιστορία του τόπου και την ευθύνη μας στους αυριανούς πολίτες του Μεγάλου Κάστρου!

Πήρα το ποδήλατο και κατέβηκα στο Λάκκο…

ΠΗΓΕΣ:

*Εφημερίδα ΚΡΗΤΗ φ. 1324 της 4-12-1892

** Άρθρο Νικ. Ζευγαδάκη, εφημερίδα ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ, 9-2-1960

Έγγραφο ΑΔΗΚ 3-2/40-199) της 11.1.1903

***Εφημερίδα Κρητική Πολιτεία, φύλλο 5, 27-1-1904 Α’.

(Συνεχίζεται…)