Έχουν περάσει τρεις μήνες από τότε που άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο ο αξέχαστος φίλος, ο Μαρίνος, και επειδή δεν πληροφορήθηκα τον θάνατό του τότε, του απευθύνω τώρα αυτά τα λίγα και φτωχά λόγια, φόρο τιμής, ευγνωμοσύνης και αγάπης.
Σε τούτο το όμορφο χωριό γεννήθηκε και μεγάλωσε. Έζησε τα κατοχικά και μετακατοχικά χρόνια και οπωσδήποτε, μικρός που ήταν τότε, όπως και όλοι μας που τα ζήσαμε, όχι και τόσο εύκολα.
Μετά παντρεύτηκε και έχοντας πάντα μαζί του τη γενναία συντρόφισσα της ζωής του, τη Σοφία, αγωνίστηκαν μαζί για να κάνουν μια σωστή οικογένεια. Απέκτησαν δύο παιδιά, τον Σωκράτη και την Έλσα, τα ανάθρεψαν σύμφωνα με τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη και τα έκαναν σωστούς ανθρώπους στην κοινωνία.
Έγινε και παππούς και καμάρωνε για τα 4 εγγόνια που υπεραγαπούσε και τα θεωρούσε δύο φορές παιδιά του. Ήταν άριστος οικογενειάρχης, υποδειγματικός σύζυγος και στοργικός πατέρας.
Αλλά δεν σταματούσε μόνο στην οικογένεια η προσφορά του. Ήταν κοινωνικός και ακούραστος. Η μεγάλη του αγάπη ήταν η Εκκλησία. Με αγώνες, θυσίες, οικονομική βοήθεια δική του επρωτοστάτησε και μαζί με άλλους χωριανούς οικοδομήθηκε αυτός ο περίλαμπρος Ναός του Κυρίου που είναι ένα πραγματικό στολίδι στη μέση του χωριού.
Από μικρό παιδί δοξολογούσε το Θεό και πάνω από μισό αιώνα υπηρέτησε ανιδιοτελώς το ιερό αναλόγιο ολομόναχος τις περισσότερες φορές. Όλη μέρα στη σκληρή δουλειά και το βράδυ στον εσπερινό. Τα πρωινά των Κυριακών και των εορτών στο καθήκον του. Ήταν πάντοτε φιλακόλουθος.
Επρωτοστάτησε μαζί με τον τότε πρόεδρο του Πολιτιστικού Συλλόγου του χωριού να γίνονται μαθήματα βυζαντινής μουσικής αλλά απέτυχε η προσπάθεια. Ήθελε πολύ να υμνολογεί το Θεό μέχρι να μπορεί αλλά εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, πράγμα το οποίο πολύ τον επίκρανε και το παράπονό του ήταν μεγάλο. Ένα “γιατί” τον βασάνιζε μέχρι το τέλος της ζωής του. Δεν μπορούσε να συγχωρήσει την αχαριστία.
Συνέχεια έδειχνε την αγάπη και το ενδιαφέρον για το χωριό του. Με πολλές προσπάθειες και αγώνες κατάφερε να έρχεται αστικό λωφορείο για την εξυπηρέτηση των κατοίκων και ιδιαίτερα εκείνων που δεν είχαν δικό τους μέσο μεταφοράς.
Ως πρόεδρος του Συνεταιρισμού του χωριού πρόσφερε πολλά και σ’ αυτή τη θέση όταν βρέθηκε μια δεκαετία. Άνθρωπος προικισμένος με τις άφθαρτες αρετές της καλοσύνης, της τιμιότητας, της εργατικότητας, της πραότητας, της ευγένειας, της ειλικρίνειας, της φιλοξενίας. Βοηθούσε όσο μπορούσε τους συνανθρώπους του και εφάρμοζε αυτά που λέει ο λαός μας: ”Δίνε για να έχεις!”. Έδινε και είχε. Και όποιος πήγαινε στο σπίτι του “έβρισκε στρωμένο καναπέ και νερό στην κούπα” κατά τον ποιητή.
Ακριβέ φίλε και συνάδελφε στο ψαλτήρι Μαρίνο,
τα λίγα και φτωχά αυτά λόγια που σου λέω είναι λόγια πραγματικής αγάπης γιατί ξέρω πως και εσύ με αγαπούσες και τα λέω μέσα από την καρδιά μου και είναι ξεχύλισμα της ψυχής μου γιατί είχα τη χαρά και την εξαιρετική τιμή να σ’ έχω φίλο μου ειλικρινή.
Έφυγες για το αιώνιο ταξίδι που γυρισμό δεν έχει αλλά θα μείνεις πάντα ζωντανός στη θύμησή μας.
Έφυγες, αλλά άφησες μνήμη αγαθή.
Δε τσι χωρίζει ο θάνατος
τσ’ αγάπες τσι μεγάλες
γιατί αν εχωρίζανε
θα ‘τανε σαν και τσ’ άλλες.
Καλό σου ταξίδι φίλε Μαρίνο.