Στις έξι τούτου του μήνα συναντηθήκαμε για λίγο στο πατρικό μας χωριό, το Καμινάκι αγαπητέ ξάδελφε.
Την επομένη, πολύ ξαφνικά, έγινε η εισαγωγή σου στο νοσοκομείο. Από τότε με αγωνία παρακολουθούσαμε την εξέλιξη της υγείας σου.
Δυστυχώς, παρά το αποστολικό ενδιαφέρον των καλών γιατρών σου, ήρθε το μοιραίο που μας συγκέντρωσε σήμερα εδώ, στον περικαλή ναό των Κουνάβων.
Ήσουν αγαπητός πατέρας, ο παππούς, ο αδελφός, ο θείος, ο συγγενες, ο φίλος, ο συγχωριανός. Τους αναφέρω όλους, γιατί αυτή τη στιγμή, όλοι πονούν για τον Στρατάκη.
Ήσουν ο κοινωνικός άνθρωπος με τις πολλές γνωριμίες, ο ειλικρινής συνάνθρωπος που άνοιγε διάπλατα την καρδιά του για να χωρέσουν όλοι και στα ευχάριστα και στα δυσάρεστα.
Ήσουν ωραίος στο σώμα, τρυφερός στην ψυχή, σταθερός στις αξίες που πίστευες. Αγάπη, συμπαράσταση, εργασία, συνεργασία και δημιουργία, ήταν τα πιστεύω σου.
Ήσουν ένα πρόσωπο με πολλές αρετές. Μια ευαίσθητη, αγνή και άδολη καρδιά με μετρημένη ζωή και συνεχή δράση στην κοινωνία, που άφησε έντονη τη σφραγίδα της παρουσίας σου στη ζωή.
Ήσουν παλικάρι ξάδελφε, ένας Διγενής της εποχής θα έλεγα, σαν τον θείο Μανώλη, τον πατέρα σου, τον έντιμο εργάτη των Αρχανών τη δεκαετία του ‘50.
Ήσουν πάντοτε η νότα της χαράς και της αισιοδοξίας στις παρέες μας, είτε με τα αστεία σου, είτε με τη σοβαρότητά σου. Το ζούσαμε αυτό πάντοτε, το ζήσαμε και για τελευταία φορά πριν λίγο καιρό στη βάπτιση της εγγονής σου, με την απουσία της γιαγιάς Λευτερίας.
Ξέρω ότι σε είχε πονέσει βαθιά ο ξαφνικός θάνατος της γυναίκας σου. Το γεγονός αυτό σου κλόνισε την υγεία και σε δύο περίπου χρόνια, φεύγεις να τη συναντήσεις. Να συναντήσεις τους γονείς, τους συγγενείς και την Ευαγγελία την ξαδέλφη σου, που πάντα με αγάπη μιλούσε για σένα. Θαρώ πως θα σ’ έχει ελπίδα, εκεί στον άλλο κόσμο.
Κουράγιο παιδιά, κουράγιο εγγόνια. Θα στερηθείτε τη γλυκιά παρουσία του πατέρα και παππού, αλλά από εκεί ψηλά μαζί με τη μητέρα και γιαγιά σας θα μεσιτεύουν για την υγεία και την προκοπή σας.
Καλό παράδεισο
αγαπημένε ξάδελφε
Βασίλης