Στις 30 Σεπτεμβρίου 2020 πέθανε η Μαρία (Μαρίκα) Καλύβα-Ασκοξυλάκη, φιλόλογος “παλαιάς κοπής”, συντάκτρια πλήθους άρθρων κοινωνικοπολιτικής, ηθικοφιλοσοφικής και θρησκευτικής θεματολογίας, που δημοσιεύτηκαν επί 20ετία και πλέον στην εφημερίδα “Πατρίς” και παλιότερα στις εφημερίδες “Τόλμη” και “Μεσόγειος”.

Υπήρξε ρέκτρια παλιών αντικειμένων και εργοχείρων κρητικής λαϊκής τέχνης. Ασχολήθηκε κατά καιρούς αρκετά ενεργά με τα κοινωνικά και δημοτικά πράγματα, αν και δε συμμετείχε ποτέ – παρόλο που της προτάθηκε – σε ψηφοδέλτιο δημοτικής παράταξης ή άλλης συλλογικότητας, διατηρώντας μια μάλλον αυτόνομη πορεία.

Ήταν μια από τις πρώτες “σωφερίνες” στο Ηράκλειο και κράτησε ως το τέλος της επαγγελματικής και κοινωνικής της ζωής και το δικό της επίθετο (Καλύβα), ως μια αναφορά στο παρελθόν, τις καταβολές  και “τα πεπραγμένα  της και πριν το γάμο της”, πράγμα που δεν ήταν αυτονόητο τότε.

Αγάπησε την κηποτεχνία, τα φυτά, τα λουλούδια και τη σιωπηλή τους παρέα.

Η ίδια “ακραιφνούς, ελληνοχριστιανικής αγωγής” και “κλασικής παιδείας”, παντρεύτηκε τον αριστερών πεποιθήσεων Μανώλη Ασκοξυλάκη (“Ασκόξυλο”), καθηγητή Μαθηματικών και μετέπειτα Γυμνασιάρχη και Λυκειάρχη, αλλά και “εξορισθέντα εις Μακρόνησον”.

Ο ίδιος είχε τιμηθεί προηγουμένως ως Έφεδρος Ανθυπολοχαγός στο έπος του ’40, με την ανώτερη τιμητική διάκριση σε καιρό πολέμου (“χρυσούν αριστείον ανδρείας”), αλλά και με “εύφημον μνείαν”. Στον πόλεμο  αυτόν, πήγε μόνος του ως εθελοντής στην πρώτη  γραμμή  του πυρός.

Τιμήθηκε επίσης, τελικά με προτομή στο Τυμπάκι από τους μαθητές του (δεξιούς κι αριστερούς), καθώς στο βαθμό που καταλάγιασαν τα μίση και τα πάθη, θεωρήθηκε καθοριστική η συνεισφορά και παρότρυνσή του σε μια πάμπτωχη και βασανισμένη μεταπολεμική γενιά ν’ αλλάξει τη μοίρα της μέσα από τη μόρφωση.

Υπήρξε, επίσης, έμπειρος και ταλαντούχος γεωργός (θέλει ταλέντο να κάνεις ένα σπόρο ολόκληρο δέντρο κι εκείνος έκανε αρκετά).

Τα παραπάνω προκάλεσαν το θαυμασμό της εκλιπούσας για το σύζυγό της και η αναφορά στη μνήμη του, παράλληλα με την προβολή  αξιών που θεωρούσε τελικά κοινές μεταξύ τους, αποτέλεσε βασικό άξονα περιστροφής της ζωής της.

Παρά λοιπόν τις θεμελιώδεις διαφορές σε βασικά θέματα, οι δυο αντίθετες κοσμοθεωρίες του ζεύγους έδειχναν να συγκλίνουν απροσδόκητα  σε πλήθος άλλων – εξ’ ίσου σοβαρών – ζητημάτων καθημερινών, αλλά και βαθιά ηθικοφιλοσοφικών.

Μάλιστα, η Μαρίκα Καλύβα-Ασκοξυλάκη χαριτολογούσε πως οι δυο τους ενσάρκωσαν “νωρίς και έμπρακτα την πολυπόθητη εθνική συμφιλίωση”.

Και ενώ τα πράγματα ίσως και να θύμιζαν “ρούχα μαζί που πλύθηκαν κι έχουνε γίνει ροζ”, όλο αυτό ήρθε να το διακόψει ο θάνατος, που δεν είναι ροζ ποτέ.

Το Δεκέμβριο του 1984, ο “άντρας της, που προστάτεψε τα παιδιά άλλων, πεθαίνει και αφήνει τα δικά του ορφανά σε αρκετά μικρή ηλικία και ειδικά το τρίτο μόλις 8 ετών”.

Η μέχρι πρότινος χαριτολογούσα περί “έμπρακτης εθνικής συμφιλίωσης” σύζυγος μένει χήρα να στροβιλίζεται σε έναν ορυμαγδό πένθους, ευθυνών και προβλημάτων για χρόνια.

Το γεγονός αυτό τη σημάδεψε :

“Μετεβλήθη εντός μου και ο ρυθμός του κόσμου”, έλεγε.

Η αναφορά στη μνήμη του και ό,τι θεώρησε πως αποτέλεσε τελικά κοινή τους αξία έγινε προτεραιότητά της.

Χρηματοδότησε για κάποιο διάστημα βραβείο μαθηματικών “Μανώλης Ασκοξυλάκης” για όποιον/αν μαθητή/τρια επετύγχανε μεγαλύτερο βαθμό στο διαγωνισμό της Μαθηματικής Εταιρείας.

Επίσης δημοσίευσε ορισμένα άρθρα στο φιλελεύθερο, αστικό τύπο προκειμένου να τον “επανασυστήσει” σε ένα συντηρητικό, αστικό κοινό (στο κάδρο του οποίου προφανώς η ίδια αντιλαμβανόταν καρφιτσωμένο τον εαυτό της), καθώς θεωρούσε πως ο Ασκοξυλάκης δεν είχε τύχει από το συγκεκριμένο κύκλο “ορθής αποκωδικοποίησης” και συνεπώς της “ανάλογης αναγνώρισης”.

Μια αναγνώριση  που πάντως εκείνος δεν επεδίωξε, αλλά ούτε και απέτρεψε.

Ως φόρο τιμής στον ίδιο και την κοινή τους ζωή, αγωνίστηκε για τη διατήρηση των χωραφιών που αυτός αγαπούσε να καλλιεργεί.

Επίσης συντήρησε με πολύχρονη, προσωπική ενασχόληση το πατρογονικό του σπίτι στο Τυμπάκι, χρησιμοποιώντας – και προσπαθώντας συνειδητά να αναδείξει – ό,τι εκείνη αντιλαμβανόταν ως ατόφιο υλικό : “ξύλο, πέτρα, σίδερο και συζυγική αγάπη”.

Προσπάθησε ακόμη να αναδείξει  ό,τι  αντιλαμβανόταν ως “κάλλος και αρμονία” (με την κλασική κυρίως έννοια), θεωρώντας πως “η αισθητική και η συμμετρία δημιουργούν εκλεπτισμό και παιδεία, που μπορούν  με τη σειρά  τους να επιλύσουν πολλά άλλα θέματα”.

Με τον Μανώλη  Ασκοξυλάκη απέκτησαν 3 παιδιά,που παρά τη χηρεία της μπόρεσε να τα σπουδάσει. Η ίδια απέκτησε 3 εγγόνια.

Στα αποκαλυπτήρια της προτομής του (που στήθηκε με πρωτοβουλία και χορηγία των μαθητών του) το 2011 στο Τυμπάκι, επέλεξε να καταθέσει ένα στεφάνι “αποκλειστικά με κόκκινα και άσπρα τριαντάφυλλα”, αφήνοντας μάλλον έννοιες όπως “αγάπη, επανάσταση, αγνότητα, θάνατος” να αλληλοδιαχέονται  στο υποσυνείδητο κάθε επίμονου παρατηρητή που αναζητά συμβολισμούς.

Τον Αύγουστο του 2011 λοιπόν, η Μαρίκα Καλύβα-Ασκοξυλάκη καταθέτει στεφάνι στην προτομή του συζύγου της. Ταυτόχρονα σηκώνει το χέρι ψηλά (βλ.φωτό), του γνέφει “γεια”, μα απάντηση δεν παίρνει…

Στις 30 Σεπτεμβρίου 2020, ήρθε η ώρα που ίσως ο Ασκοξυλάκης της ανταπέδωσε  το χαιρετισμό…