Γεννήθηκα στην άκρα του πολέμου, 1945, σωτήριον έτος, με τα ερείπια να καπνίζουν ακόμη, με το αίμα απόξερο πάνω στην πέτρα, «Εδώ σκοτώσαμε το Χριστοφή», άκουγα. Μαυρομαντιλούσες με τα αμίλητα δάκρυα. Αποσκεπασμένες κουβέντες, κουβέντες δυσκολοδιάβαστες, ως τις έκοβε τ’ ανέμου το γύρισμα.

Λόγια πικρά άκουγα να σέρνονται από στόμα σε στόμα, φορτωμένα με πάθη, αδικίες και βάσανα, αλλά όμως και μια περηφάνια αθόρυβη, αμίλητη, σεμνή, καθώς που μιλούσαν για χρέος και λευτεριά. Εθνική αντίσταση, Εθνική αντίσταση, δυο λέξεις που άκουγα συχνά. Όμως μικρό παιδί εγώ, δεν μπορούσα να διαβάσω τα λόγια τους. Δεν ήξερα εγώ από αίματα, από αντίσταση, από χρέος και λευτεριά.

Κι έχω την αίσθηση, όταν προσπαθώ να γράψω δυο στίχους γι’ αυτή την μοιραία γενιά του 40, ότι, όλοι εμείς οι περιεστώτες, είμαστε μικρά παιδιά, που ακούμε ηρωικές ιστορίες των προγόνων μας.

Τα ακούμε, αλλά μπορούμε να διαβάσουμε εκείνα τα τελευταία λόγια που σάλεψαν στ’ απανωχείλι εκείνου του πατριώτη, που τον είχαν στήσει στα τρία μέτρα; Μπορούμε να νιώσουμε τον πόνο, την ψυχή εκείνου, στα σκοτεινά κρατητήρια, την ώρα που τον χτυπούσαν, κι εκείνος να φωνάζει «Δεν ξέρω, δεν ξέρω»;

Ύστερα, στην πλατεία του χωριού, το φοβερό δάκτυλο του δωσίλογου, να δείχνει και να λέει «αυτός, αυτός κι αυτός». Μπορούμε να ακούσουμε τον τελάλη στην πλατεία του Καστελλίου, σ’ αυτό εδώ το ίδιο το σημείο να φωνάζει τα ονόματα της φοβερής 15μερίας; Τον ξυπόλυτο γέρο με το σφυρί στο χέρι στο αεροδρόμιο, κάτω από τον άγριο γερμανόφιλο ήλιο;

Γυναίκες βασανισμένες και ροδοδάκτυλες παρθένες, όπως θα έλεγε ο Σολωμός, με το σφυρί στο χέρι πάνω στην πέτρα, υπό το κράτος ενός ελεεινού λοχία!

Για να γνωρίσουμε λοιπόν καλά την Ιστορία τους, πρέπει, όσο μας είναι δυνατό, να μπούμε στον ψυχισμό εκείνων των ανθρώπων, που τους έλαχεν η μοίρα να σηκώσουν το σταυρό της αξιοπρέπειας. Και οφείλουμε να γνωρίσουμε την Ιστορία τους, όπως είναι, χωρίς φόβο και πάθος, γιατί Ιστορία χωρίς γνώση είναι για πανηγύρια.

Να γνωρίζουμε ότι λίγοι και ψυχωμένοι πιάσαν πρώτοι το χορό στης λευτεριάς το πανηγύρι, πανηγύρι του θανάτου, και πίσω τους να ακολουθούν κι άλλοι, νέοι, γέροι, γυναίκες και παιδιά. Και το λέμε αυτό πατριωτικό υπόστρωμα. Πάνω σ’ αυτό πάτησε η Αντίσταση. Χωρίς αυτό δεν θα μπορούσε να κάνει βήμα.

Από την άλλη, ο εχθρός πάτησε κι εκείνος στο δικό του υπόστρωμα, τον δωσιλογισμό, που χωρίς αυτόν δεν θα μπορούσε να κάνει ούτε βήμα.

Αυτό όμως που γνωρίζουμε πάνω απ’ όλα, είναι ότι οι νόμοι της λευτεριάς είναι σκληροί, γιατί οι έρμοι είναι κομμένοι και ραμμένοι στα μέτρα της. Και τα τραγούδια της Αντίστασης, όλα είναι γραμμένα στο μπόι της λευτεριάς, καθώς που μας λέει στη συνέχεια ο ποιητής: