Συχνά-πυκνά, πιάνω την σκέψη μου από το χέρι, και βγαίνομε βόλτα στην εξοχή. Μακρυά από κατοικημένους τόπους, σε απλά σιωπηλά μέρη, χωρίς τίποτε το εντυπωσιακό και το ιδιαίτερο. Σε μια απλή βουνοπλαγιά, σε μια κορφή που σου δίνει χώρο κι ανάσα στο βλέμμα, και νιώθεις τον αέρα να σε λούγει πάντα με φιλική διάθεση.
Εκεί λοιπόν στη δροσερή αγκαλιά της πλάσης, εκεί που βγάνουν φτερά τα λόγια, εκεί τα βλέπεις τα λόγια αυτά να φτερουγίζουν γύρω σου, σαν πουλιά κι ακούς να σου λένε διάφορα. Να σε προκαλούν και να σε προσκαλούν σ’ ένα παιγνίδι αισθημάτων και σκέψεων.
Σαν το μοναχικό δεντρί που’ ναι στα όρη απάνω,
μ’ αρέσει να ‘μαι αμοναχός, με τσι πολλούς δεν κάνω.
Από την άλλη νιώθεις να φτερουγίζει γύρω σου ένας θλιμμένος αντίλογος.
Είμαι δεντρί που δε μπορεί ν’ ανοίξει και ν’ ανθίσει
γιατί δε μ’ έχουν οι καιροί κι οι ανεμικές αφήσει.
Τότε νιώθεις την ανάγκη να αντιπαραθέσεις έναν λόγο ελπίδας, ένα μήνυμα σιγουριάς και μια εκδοχή φυσικής αλήθειας.
Όποιο δεντρό τσι ρίζες του βαθιά στη γης απλώνει,
μουδε κι ο δυνατότερος βοριάς το ξεπατώνει.
Αμέσως ενεργοποιείται το πείσμα και η αυτοπεποίθηση, το κουράγιο και η αισιοδοξία, κι έρχεται ο λόγος ο αποφασιστικός για να επιβεβαιώσει την στέρεη πίστη και την σίγουρη αλήθεια που κρύβεται βαθιά μέσα στο χώμα:
Πολλοί καιροί με δέρνουνε μα οι κλώνοι μου δε σπούνε
Γιατί ‘χω ρίζες δυνατές βαθιά και με κρατούνε.
Έτσι λοιπόν, αφού ζωντανεύουν τα αισθήματα και η διάθεση όλων των ζωντανών υπάρξεων που κατοικούν στα δέντρα, στις πέτρες, στο χώμα και στον αέρα του τόπου, αγκαλιάζονται όλοι και όλα, σαν την παλιά μερακλίδικη παρέα, και τραγουδούν:
Τα φύλλα κι αν επέσανε, κι ανε σου σπάσαν κλώνοι
μην κλαις δεντρό μα η άνοιξη που πεθυμάς σιμώνει.
Πήρε να βραδιάζει, κι ο ερχομός της νύχτας πέρασε σαν ένα γλυκό χάδι κι αγκάλιασε όλα τα ζωντανά στοιχεία της φύσης. Απλώθηκε γαλήνη, οι κρυφές φλέγες της γης μέσα στα χώματα ξύπνησαν και μαζί τους όλα τα ζωντανά μέσα και πάνω στο χώμα, κι άρχισαν να γλυκοτραγουδούν:
Χαρώ σε νύχτα οντε θα ‘ρθείς κι απλώσεις τα φτερά σου
και σαν τη μάνα παίρνεις με γλυκά στην αγκαλιά σου.
Πιο πέρα ο νεαρός βοσκός που καταφεύγει σιγά-σιγά στο μικρό πέτρινο σπιτάκι του, άρχισε να γλυκομουρμουρίζει το μήνυμα που θα πάρει ο άνεμος να το πάει στην αγαπημένη του…
Όντε στση νύχτας τη γλυκειά γαλήνη σε θυμούμαι,
σε παίρνει η σκέψη μου αγκαλιά και θέτω και κοιμούμαι.