– Πώς τα καλοπέρασες Διογένη αυτές τις γιορτινές ημέρες;
– Πράμα, όπως και τσ’ άλες μέρες, Κωνσταντή…
– Μα αυτές τις άγιες μέρες Διογένη, όλος ο κόσμος τις χαίρεται, προσπαθεί να τις αλλάξει, να τις… στολίσει με λαμπιόνια και με ζαχαρωτά εδέσματα, όχι για να ξεγελάσει τον εαυτό του, αλλά για να μην είναι όλες οι μέρες ίδιες.
– Ναι, μαθές, καλά ‘ναι ετσά που το λες, μα αυτά είναι μπρε για τα κοπέλια. Οντέν είμαστε κι εμείς κοπέλια, τουτανά τα χορτάσαμε. Εδά είναι να ‘μαστε καλά να τα θυμούμαστε.
– Είναι και για τους μεγάλους, Διογένη, αρκεί να έχεις λεφτά να πηγαίνεις διακοπές, να κάνεις τον τουρίστα, να δίνεις λεφτά να σου κάνουνε τεμενάδες, να σε περιποιούνται, κι εσύ να νιώθεις ανώτερος, περήφανος, χαρούμενος, που είσαι κι εσύ ένας σεβαστός άνθρωπος! Έτσι θα νιώθεις και τις μέρες σου γεμάτες!
– Α, ετσά γεμίζουνε τσι μέρες τος; Δεν έχουνε ωζά στο σπίτι ντος για ‘κειονά… Εγώ δεν έχω ούτε μέρες, ούτε ώρες άδειες!
– Εγώ, λέω τώρα, Διογένη, ότι αν έπαιρνες το Αυγωνιό σου να πηγαίνατε τουρισμό, ας πούμε στο Παρίσι για μια-δυο βδομάδες, θ’ αλλάζανε οι μέρες λιγάκι;
– Ναι! Να μασε χάσουνε, να μη μασε βρίσκουνε!..
– Δε νομίζω, άμα σέρνες το Αυγιωνιό από το χεράκι, κι εσύ σαν… έμπειρος και περπατημένος, αδύνατο να χανόσαστε! Άμα βάζεις σημάδι τους μιναρέδες, ποτέ δε χάνεστε…
– Ντα στην Τουρκία δα πάμενε μπρε;
– Να πάτε που λες να δείτε τα μουσεία, να βγείτε στην κορυφή του πύργου του Άιφελ… να δείτε όλη τη θέα του Παρισιού!
– Ε, Παναγία μου! Ντα το Αυγιωνιό μου μπρε δε μπορεί να βγει τα σκαλούνια του σοφά και στη κορφή του πύργου δα βγει;
– Κατέχεις ίντα σκέφτηκα; Και να ‘χαμε λεφτά δεν επηγαίναμε, γιατί ίντα δα πάθομε άμα γιαγύρομε με το καλό;
– Τι θα πάθετε δηλαδή Διογένη;
– Ίντα; Άμα πάμε και δούμε εκειά τοσανά τα μάτια μας και ξεστραβωθούμενε, ύστερα επαέ δε δα μας αρέσει το αρχοντικό μας! Εκειά που είχαμε συνηθίσει τη φτώχεια, το φτωχόσπιτό μας, την κακομοιριά μας και δε μας ήγνοιαζε, μπορεί μετά να μη μας αρέσει αυτή η διαφορά!
– Έχεις δίκιο Διογένη και θα σου πω εγώ κάτι άλλο για να πάτε και θα γυρίσετε ευτυχισμένοι, και το φτωχικό σας σπίτι θα σας φαίνεται παλατάκι! Θα πάτε Διογένη ξέρεις πού; Στην Αφρική και με λιγότερα λεφτά
– Παναγία μου!.. Να μασε φάνε τα λιοντάρια!
– Ε, ας πάτε κάπου αλλού, στο Πακιστάν, στα μέρη που είναι η μεγάλη φτώχεια και εξαθλίωση, να πονέσει η ψυχή σας και άμα γυρίσετε και συκρίνετε τη ζωή σας με τη δική τους, θα νιώθετε μετά πολύ ευχαριστημένοι και ποτέ πια παραπονεμένοι για τίποτα. Θα λέτε και δόξασοι ο Θεός…
– Να τοσέ κρατούμενε μπρε και πράμα να φάνε;!