Σ’ ένα χωριό, εκείνα τα χρόνια με τα πολλά παιδιά, ζούσε ένας νεαρός, ένας τσούμαρος 1 με το όνομα Σταυρούλης. Είχε το παρατσούκλι Τρελάρας. Έτσι τον έλεγαν οι άλλοι τσούμαροι, έτσι τον εύρισκες, ο Τρελάρας! Γιατί; Διότι τα όσα κατέβαζε ο νους του, προκειμένου να σπάσει πλάκα πειράζοντας άλλους, ήταν αδύνατο να φανταστούν οι άλλοι της παρέας του.
Μια νύχτα του Γενάρη, σκοτεινή και βροχερή και μ’ ένα νοτιά τόσο δυνατό που με τα φυσήματά του εμπόδιζε κάθε ήχο ν’ ακουστεί εκτός από τον δικό του, ο Τρελάρας σκέφτηκε να πειράξει τον παπά του χωριού του μ’ έναν τρόπο που αποκάλυψε μόνο σ’ ένα νεαρό της παρέας του, του οποίου χρειαζόταν τη βοήθεια, αλλά και του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη.
Κατά τα μεσάνυχτα, λοιπόν, που όλο το χωριό κοιμόταν και τα καφενεία είχαν κλείσει με εξαίρεση εκείνο των τσούμαρων, που κι αυτό έκλεινε το πολύ στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, ο Τρελάρας πήρε το φίλο του και τον έφερε στην αυλή του σπιτιού του.
Εκεί, μέσα σ’ ένα κυλισμένο πιθάρι, είχε ο σκύλος του το κρεβάτι του και γλίτωνε και το κρύο και τη βροχή το χειμώνα. Μόλις άκουσε τις πατημασιές του αφεντικού του, πετάχτηκε από το πιθάρι κι ήρθε να τριφτεί στα πόδια του, κουνώντας συγχρόνως και την ουρά του.
Χωρίς να μιλήσουν, έφυγαν από την αυλή έχοντας και το σκύλο μαζί τους. Εδώ να σημειώσουμε ότι την εποχή εκείνη στο χωριό αυτό δεν είχε πάει ακόμη το ηλεκτρικό ρεύμα και για να κινείσαι τη νύχτα έπρεπε να χρησιμοποιεί λαδοφάναρο.
Τα ηλεκτρικά φανάρια τσέπης, οι φακοί, μόλις είχαν κυκλοφορήσει και γι’ αυτό ελάχιστοι, κάποιοι νέοι μόνο, διέθεταν. Να πούμε ακόμη ότι ο σκύλος του Τρελάρα, που το τρίχωμά του ήταν ξανθό προς το μπεζ, έφερε στο λαιμό φαρδύ δερμάτινο λαιμοδέτη με μεγάλο μεταλλικό κρίκο, από τον οποίο το ζώο μπορούσε να δεθεί με σχοινί ή αλυσίδα.
Με το φως του φακού, κρατώντας και μια μεγάλη ομπρέλα και ακολουθούμενοι από το σκυλί, μπήκαν στην αυλή της μεγάλης εκκλησίας, πολιούχου του χωριού, από τη νοτιοδυτική αυλόπορτα. Η εκκλησία διέθετε ακόμα δύο αυλόπορτες, μια ανατολικά και μια βορειοανατολικά.
Η εκκλησία, γίγαντας, που ήταν διμάρτυρης στο δυτικό της τοίχο, πρόσοψη, είχε δύο μεγάλες πόρτες εισόδου στο ναό, που τις χώριζε ένα πανύψηλο καμπαναριό με τρεις καμπάνες, δύο μεγάλες και μία μικρή. Οι δύο μεγάλες είχαν σχοινί δεμένο στο σείστρο τους.
Αυτές έβγαζαν διαφορετικό ήχο η μια από την άλλη, που τις μεγάλες εορτές, καθώς χτυπούσαν συγχρόνως, σκόρπιζαν στο χωριό μια υπέροχη ηχητική αρμονία. Τις Κυριακές και μικρότερες γιορτές, χτυπούσαν μόνο τη μικρότερη από τις δύο μεγαλύτερες καμπάνες.
Ο Τρελάρας έδεσε το σκύλο από τον κρίκο του λαιμοδέτη του στο σχοινί της μικρότερης από τις δύο μεγαλύτερες καμπάνες. Ο φίλος έφεγγε με το φακό και προστάτευε από τη βροχή με την ομπρέλα που κρατούσε. Ύστερα, σαν έδεσαν το σκύλο, κρύφτηκαν σε μια γωνιά ενός κοντινού τοίχου.
Ο σκύλος, σαν έμεινε μόνος και βρεχόμενος, προσπάθησε να ακολουθήσει τον κύριό του. Μα το μόνο που κατάφερε ήταν να σύρει το σείστρο της καμπάνας και ν’ ακουστεί ο πρώτος κτύπος της. Αυτό, τον έκαμε να πηδά και να σέρνει πιο πολύ. Οι κτύποι, αν και ακανόνιστοι, έγιναν πιο πολλοί και πιο δυνατοί.
Ο παπάς, που φαίνεται πως διάβαζε το Μεσονυχτικό και δεν είχε κοιμηθεί ακόμη, τρόμαξε ακούγοντας τους χτύπους της καμπάνας τέτοια ώρα. Τι να συνέβαινε άραγε; Πέθανε μήπως κανείς χωριανός;
Μα οι χτύποι της καμπάνας δεν ή σαν πένθιμοι ούτε και η ώρα δικαιολογούσε τους χτύπους. Να συνέβαινε κανένα κακό στο χωριό κι έπρεπε αυτό να ξυπνήσει; Να χτυπούσε ο αέρας την καμπάνα; Όχι, γιατί οι καμπανιές ήσαν και πολλές και δυνατές.
Η δεύτερη σκέψη του φάνηκε πιο λογική. Να σημειώσουμε εδώ ότι ο ναός βρισκόταν στο πιο ψηλό σημείο του χωριού και όταν φυσούσε αέρας με ριπές απότομες και υπερβολικά δυνατές, έθετε το σχοινί της καμπάνας σε κάποιου είδους παλμική κίνηση μεγάλου πλάτους κι αυτό με τη σειρά του κουνούσε το σείστρο που αγγίζοντας πότε, πότε το τοίχωμα της καμπάνας παρήγαγε ήχο αχνό και αδύνατο.
Και καθώς οι χτύποι συνέχιζαν, άναψε το λαδοφάναρο, φακό δεν είχε ακόμη, φόρεσε την κάπα του, πήρε και την ομπρέλα του και γρήγορα έφυγε για την εκκλησία, που δεν απείχε περισσότερο από εκατό μέτρα. Άφησε την παπαδιά να κοιμάται, καθώς δεν είχε πάρει είδηση.
Μπήκε στον περίβολο της εκκλησίας από την ανατολική αυλόπορτα και λαχανιασμένος κατευθύνθηκε προς το καμπαναριό, που όπως είπαμε, ήταν στο δυτικό τοίχο του ναού. Δεν είχαν απομείνει ούτε πέντε ή έξι μέτρα ακόμη, για να δει ποιος και γιατί χτυπούσε την καμπάνα τέτοια ώρα και οι καμπανιές σταμάτησαν.
Φαίνεται πως ο σκύλος βλέποντας το αχνό φως του φαναριού και ακούγοντας τα άγνωστα σ’ αυτόν βήματα του παπά, μάλλον φοβήθηκε και λούφαξε στη μακρινή για τον παπά πόρτα της εκκλησίας.
Ο παπάς, μη βλέποντας τίποτε, υπολόγισε πως ο άνθρωπος που κτυπούσε την καμπάνα, είχε φύγει γρήγορα, εξαιτίας και του κακού καιρού, από τη νοτιοδυτική αυλόπορτα και δεν τον πρόλαβε. Έκαμε μεταβολή αποφασισμένος να μάθει από τα καφενεία τι συνέβαινε.
Αλλά μόλις έφτασε στην ανατολική αυλόπορτα, οι καμπανιές ξανάρχισαν!
Γύρισε προς το καμπαναριό, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, μα και πάλι δεν πρόλαβε. Η καμπάνα, πριν αυτός φτάσει, είχε σιγήσει!
Κράτησε το φανάρι με το αριστερό χέρι, ενώ με το δεξί του σταυροκοπήθηκε και ύστερα από κάμποσα δευτερόλεπτα έφυγε γρήγορα για το σπίτι του, προκειμένου να πάει στα καφενεία, για να μάθει τι συνέβαινε.
Σαν ο παπάς απομακρύνθηκε καμιά εικοσαριά μέτρα, οι δύο νέοι βγήκαν από τον κρυψώνα τους και καλυπτόμενοι ηχητικά από τη βροχή και το νοτιά, πλησίασαν το σκύλο, τον έλευσαν και ανεχώρησαν από τη νοδιοτυτική αυλόπορτα για το καφενείο, όπου η αναμμένη σόμπα θα στέγνωνε τα πανταλόνια τους.
Ο παπάς, φτάνοντας στο σπίτι του, ξύπνησε την παπαδιά και αφού στα γρήγορα την ενημέρωσε, έφυγε για τα καφενεία.
Όλα όμως ήσαν κλειστά εκτός από το τσουμαροκαφενείο, μα και σ’ αυτό δε βρήκε παρά μόνο τον καφετζή και τρεις νεαρούς, μεταξύ των οποίων τον Τρελάρα και το φίλο του.
“Καλησπέρα, παιδιά!”, είπε ο παπάς κι εκείνα, ανταποδίδοντας τον χαιρετισμό, προσφέρθηκαν να τον κεράσουν. Ρωτά ο παπάς: “Παιδιά, ακούσατε την καμπάνα να κτυπά; Συμβαίνει κάτι σοβαρό;”.
“Ηρέμησε, παπά -Γιώργη”, είπε ο Τρελάρας. “Και μεις τρέξαμε στην εκκλησία, μα δε συναντήσαμε κανένα.
Μόνο πως εβραχήκαμε! Αν, μπρε, συνέβαινε κάτι το σοβαρό, δε θα ήταν στο πόδι όλο το χωριό; Τίποτε δεν συμβαίνει. Κάποιος τρελοτσούμαρος, περνώντας από εκεί, χτύπησε την καμπάνα για πλάκα κι ύστερα πήγε στο σπίτι του!
Πήγαινε να κοιμηθείς κι εμείς, αν μάθουμε πράμα, θα πεταχτούμε να σε ξυπνήσουμε!”. “Να μείνω ήσυχος, Σταυρούλη; Μη με ξεχάσεις;”, είπε ο παπάς και καληνύχτησε.
Την αλήθεια της βραδιάς εκείνης αποκάλυψε, ύστερα από πολλά χρόνια, ο ίδιος ο Τρελάρας σε καφενείο, παρόντος και του παπά, από τον οποίο και ζήτησε συγχώρηση, για να κοινωνήσει! όπως είπε.
- Έτσι έλεγαν κάθε νέο από 17-20 χρόνων
*Ο Μανώλης Ροδιτάκης είναι τ. εκπαιδευτικός και ειδικός πάρεδρος του Παιδαγ. Ινστιτούτου Πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών