Επιστρέφομε στην αδυσώπητη πραγματικότητα της ζωής, που είναι δυστυχώς γεμάτη με πληγές, σκοτεινιασμένους ουρανούς, και θυμωμένους ανέμους που κουβαλούνε πόνο και θλίψη. Ξεστρατίσαμε φαίνεται από τον ήσυχο και απλό δρόμο της καθημερινότητας, και μαγεμένοι από ψεύτικες σειρήνες, παραπαίομε σε μια αβέβαιη, απροσδιόριστη και ανασφαλή πορεία.
Μεθυσμένες σκιές των κούφιων εαυτών μας, αθύρματα στη διάθεση νοσηρών ανέμων, κι αιχμάλωτοι κατασκευασμένων επιθυμιών, ψελίζομε λόγια που δεν καταλαβαίνομε, και προβαίνομε σε πράξεις αδιανόητες για την αληθινή ψυχή του τόπου μας. Αλλοίμονο στο αύριο, και τρισαλλοίμονο στο μέλλον του ευλογημένου μας τόπου..
Τίποτα πιο προσωρινό, ‘που τη ζωή δεν έναι,
κι όμως να φάνε μερικοί, όλο τον κόσμο θένε…
Ο βηματισμός μας έχει το στοιχείο της αβεβαιότητας, και κάθε μας πράξη συντελείται μηχανικά και δυστυχώς απερίσκεπτα. Χάνομε με ραγδαίους ρυθμούς του παμπάλαιους κώδικες συμπεριφοράς και αξιολόγησης των επιλογών μας. Ολισθαίνομε με μεγάλη ταχύτητα σε μια κατηφόρα καταστροφική, χωρίς καμιά προσπάθεια ανάσχεσης, και κυρίως χωρίς επίγνωση των επικείμενων συνεπειών. Γιατί άραγε παραδοθήκαμε τόσο εύκολα, και γιατί δεν κλείσαμε τα αυτιά μας στο δόλιο κάλεσμα των ανελέητων σειρήνων;
Γιατί αποφύγαμε να αναγνώσομε τα μηνύματα που ερχότανε από τη βαθιά Κρήτη, και που σπαρακτικά μας υπενθυμίζανε το αληθινό μας χρέος, και τη βαριά μας ευθύνη; Πορευτήκαμε χωρίς περίσκεψη και χωρίς αιδώ, αλλά ας ευχηθούμε ότι δεν είναι πια αργά..
Ποτέ μου δεν εσκέφτηκα πόσο καιρό θα ζήσω,
μόνο την στράτα καθαρή, ξοπίσω μου ν’ αφήσω…
Στο ταξίδι της ζωής μας, ασφαλώς συναντούμε δυσκολίες, απρόβλεπτα ή αναμενόμενα εμπόδια, και πάντα θα υπάρχει μια κάποια αβεβαιότητα για αυτήν την πορεία μας. Χρειάζεται όμως να το συνεχίσομε αυτό το ταξίδι, και να είμαστε πάντα οπλισμένοι με κουράγιο και αισιοδοξία. Οι όροι και οι προϋποθέσεις δεν έχουν ποτέ τον χαρακτήρα της σιγουριάς. Συχνά, μάλιστα, οι αβεβαιότητες για την κάθε μας απόφαση εξουδετερώνονται από το πείσμα και την αποφασιστικότητα.
Θα ταξιδέψω κι ας χαθώ σ’ ό,τι γιαλό κι α λάχει,
θέλει μαθώς και η ζωή, τον κίντυνό τζη να ΄χει…
Σκέψου, ωστόσο, ότι πέρα από κάθε κίντυνο, υπάρχουν και άλλα πράγματα που μπορεί να πληγώνουν, κι άλλες έγνοιες που μπορεί να σου προκαλούν δυστυχία και πόνο. Το χειρότερο μάλιστα είναι, όταν δε μπορείς να μοιραστείς αυτό που σε απασχολεί, με άλλους. Φλέγεσαι μέσα σου βουβά και ανέκφραστα, χωρίς εκείνη τη λυτρωτική αίσθηση που προκαλεί η εξομολόγηση, και η προσδοκώμενη συμπάθεια.
Πράμα δεν είναι να πονεί σαν το κρυφό μαράζι,
που δεν το λες κι αισθάνεσαι, πλιότερο να σε σφάζει…
Είναι οι συνέπειες της κρυφής πληγής. Ας πούμε ο κρυφός και ανομολόγητος έρωντας. Που όσο κι αν είναι γοητευτικό και συγκλονιστικό αίσθημα, η φυλάκισή του βαθιά μέσα σου, το κάνει πιο επώδυνο. Όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος δεν επιτρέπουν τη γνωστοποίηση, το υπέροχο αυτό φτερωτό πλάσμα, μετατρέπεται σε πληγή.
Κρυφή πληγή στα σωθικά με νιτριγάρει πάλι,
κι όμως το στόμα δε μπορεί μιαν εμιλιά να βγάλει …
Παρόλα αυτά, αν δεν σε επισκεφτεί το ζωηρό και ακατίταγο αυτό παιδί, με τη μορφή του γοητευτικού προσώπου που κυριεύει την καρδιά σου, η ζωή σου παραμένει άγευστη και άχρωμη. Το συγκλονιστικό αυτό αίσθημα από το τσίμπημά του, είναι το πιο γλυκό βάσανο στη ζωή, και δίκαια αναγορεύεται σε κορυφαία συγκίνηση, και μοναδική εμπειρία.
Τη ζήση χάνει μοναχά, άθρωπος σαν ποθάνει,
μα σκέψου δίχως έρωντα, πόσους θανάτους κάνει…
Περνούνε λοιπόν τα χρόνια, λιγοστεύει το λάδι στο καντήλι της ζωής, φτερουγίζουν αναμνήσεις ευχάριστες και δυσάρεστες, παίζει ο νους με τις εικόνες του νου και της καρδιάς, και θολώνουν σιγά-σιγά οι ορίζοντες… Τότε, αν έχεις το σθένος, κι αν έχεις αναμνήσεις ευχάριστες, εικόνες από τρυφερούς και αγνούς έρωντες, αλλά κι από έντιμη στάση ζωής, μπορείς να πεις λυτρωτικά:
Δε σε φοβούμαι, θάνατε, κι όντε σ’ αρέσει κόπια,
μα το ποτήρι τση ζωής ξεχειλισμένο το ‘πια…