Ευρισκόμενος ως Δόκιμος Έφεδρος αξιωματικός στο Λόχο Στρατηγείου της Μεραρχίας που ήταν στο Φιρκά, στις φυλακές, βρισκόταν εκεί και ο Μίκης Θεοδωράκης ως φαντάρος.
Κάποια μέρα, ο Κατσικάκης, Ανθ/γός της μουσικής της Μεραρχίας μου είπε: “Θωρείς γιατρέ εκείνο το φαντάρο, δεν έχει μεγαλύτερο μουσικό κεφάλι η Ελλάδα και να θυμάσαι τι θα γενεί αν ζήσει, γιατί ο κερατάς είναι κομμουνιστής”.
Μετά μερικές μέρες, ανεβαίνοντας προς το κέντρο της πόλης, συναντώ το Μ. Θεοδωράκη με ένα φίλο μου Μαραγκουδάκη Νίκο, από το Γαλατά. Στους βομβαρδισμούς είχαμε φιλοξενήσει την οικογένεια του Διευθυντή της Νομαρχίας (του οποίου γυιός ήταν ο Νίκος) στις Αρχάνες στην εξοχή επί ένα μήνα, σε μία καλύβα που είχε φτιάξει ο πατριός μου. Φυσικό ήταν να ακολουθήσουν αγκαλιές, φιλιά και εκδηλώσεις μεγάλης χαράς.
Έγιναν οι συστάσεις από μέρους του με το Μ. Θεοδωράκη και επέμεναν να πάμε για ένα ποτό και οι τρεις μαζί. Είχα όμως ένα επείγον ραντεβού και αρνήθηκα. Επιστρέφοντας στο Λόχο, ο λοχαγός μου Σαραντινάκης που με συμπαθούσε πολύ, μου είπε: «Γιατρέ, τις παρέες που κάνεις να τις σταματήσεις, γιατί και του λόγου σου δεν είσαι παστρικός», (ήμουν στην κατοχή επονίτης και η παρακολούθηση ήταν τρομερή).
Μετά παρέλευση πολλών ετών, στο συνέδριο προς τιμήν του Μ. Θεοδωράκη για τη Συμπαντική Αρμονία που έγινε στη Χερσόνησο (αργότερα έγινε βιβλίο με τις παρουσιάσεις όλων των σημαντικών ομιλητών Ελλήνων και ξένων) στο πέρας της εκδήλωσης, πλησίασα το συγγραφέα και του θύμισα εκείνο το γεγονός της συνάντησής μας ως φαντάροι στα Χανιά.
Στην αρχή γέλασε και μετά μου είπε: «Σκληρά χρόνια για τη γενιά μας αυτά γιατρέ, πόσοι πήγαν στο απόσπασμα, πόσοι σε εξορίες πόσοι έχασαν τη ζωη ή την υγεία τους, όμως υπήρξαν σ όλη τη διάρκεια της κατοχής πατριώτες που κράτησαν ψηλά το όνειρο της ελευθερίας».