Όποιος ζει και δραστηριοποιείται στην Ελλάδα, γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι η ποιότητα του πολιτικού διαλόγου βαίνει συνεχώς φθίνουσα. Κι’ αυτό γιατί, συνήθως, δεν διεξάγεται στη Βουλή με τεκμηριωμένα επιχειρήματα πάνω σε ένα συγκεκριμένο ζήτημα και φυσικά ευπρεπώς, αλλά κυρίως στις εκπομπές των γνωστών τηλεοπτικών σταθμών.

Εκεί σπεύδουν από τις πρώτες ώρες της ημέρας οι περισσότεροι υπουργοί, βουλευτές και στελέχη της κάθε πολιτικής παράταξης, ενώ αρκετοί απ’ αυτούς στα βαθιά μεσάνυχτα κι’ ακόμα παραπέρα κάποιες φορές! Σε λιγότερες περιπτώσεις, πολλοί που δεν κατάφεραν, για διάφορους κάθε φορά λόγους, να αποκτήσουν την περισπούδαστη θέση στα στασίδια της κάθε εκπομπής, κατευθύνονται αναγκαστικά στις λιγότερο δημοφιλείς ραδιοφωνικές εκπομπές.

Σε όλες αυτές, ειδικά τις τηλεοπτικές, έχουμε διαπιστώσει, ότι επικρατεί απερίγραπτο χάος. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, δεν πρόκειται περί συγκεκριμένων ερωτήσεων δημοσιογράφου σε έναν πολιτικό, αλλά για παρουσία τεσσάρων ή έξι ακόμα πολιτικών οι οποίοι προσπαθούν απεγνωσμένα να ανεβάσουν την ένταση της φωνής τους ώστε να ακουστούν εκείνοι, ακόμα κι αν δεν απευθύνεται η ερώτηση σε αυτούς.

Το ακόμα χειρότερο είναι ότι ακόμα και αν προσπαθήσει καλόπιστα να απαντήσει ένας στην δημοσιογραφική ερώτηση, σε λίγα δευτερόλεπτα διακόπτεται αγενώς από τον ίδιο τον δημοσιογράφο, με το αιτιολογικό δήθεν ότι κάνει το ερώτημα πιο συγκεκριμένο, σε μια προσπάθεια να εκνευρίσει πολλαπλώς τον ερωτώμενο και να του αποσπάσει την απάντηση που ο δημοσιογράφος κατά βάθος επιθυμεί!

Είναι προφανές ότι ο διάλογος ανάμεσα στους πολιτικούς μας, αλλά και η ποιότητα της πολιτικής, γενικότερα, βρίσκεται σε απελπιστικά και ντροπιαστικά επίπεδα, στον τόπο μας. Πρόκειται περί εριστικού διαλόγου συνθημάτων και όχι επιχειρημάτων, συνήθεια στην οποία δυστυχώς έχουν εμπλακεί τα περισσότερα στελέχη των πολιτικών μας κομμάτων, που ενέχει όμως βαριές επιπτώσεις στην πολιτική ζωή της χώρας μας.

Πολλοί αρέσκονται στην προσπάθεια εκτόξευσης μιας εντυπωσιακής ατάκας, ειδικά προς το τέλος των εκπομπών, με αντικειμενικό σκοπό τα λεγόμενά τους να γίνουν σύντομα τίτλοι σε κάποιες ιστοσελίδες, εφημερίδες ή άλλες ανάλογες εκπομπές.

Πρόκειται αναμφίβολα περί σοβαρής και λυπηρής, συνάμα, παθογένειας της δημόσιας ζωής, η οποία όμως εξυπηρετεί πολλούς, ίσως τους περισσότερους εμπλεκόμενους!

Οι τηλεοπτικοί σταθμοί γεμίζουν τις ώρες και τα προγράμματά τους τους, πρωί και βράδυ, φιλοξενώντας τους πολιτικούς. Και μάλιστα όσο μεγαλύτερη γίνεται η φασαρία των εκπομπών, οι διακοπές, οι φωνές, οι εκνευρισμοί και οι αήθεις επιθέσεις του ενός στον άλλο, τόσο υψηλότερα νούμερα τηλεθέασης καταγράφονται, κάτι που στην ουσία επιδιώκεται διακαώς από τους σταθμούς.

Ακόμα δεν περνά απαρατήρητο το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις οι ερωτήσεις που απευθύνονται στους φιλοξενούμενους πολιτικούς, δεν απαντώνται από αυτούς, αλλά από τον ίδιο τον δημοσιογράφο, ο οποίος δεν ερωτά για να πάρει την όποια απάντηση, αλλά για να τη δώσει ο ίδιος ειδικά αν πρόσκειται σε κάποιο πολιτικό κόμμα, κάτι που εύκολα γίνεται κατανοητό απ’ τους τηλεθεατές!

Σε όλη αυτή την άρρωστη κατάσταση, ας μην αναζητηθεί θεραπεία ή αλλαγή συμπεριφοράς όλων. Οι πολιτικοί προφανώς βολεύονται και αυτοί από την όλη διαδικασία, αφού αποκομίζουν ελεύθερη διαφήμιση και προβολή στα ακροατήριά τους. Αναφερόμενοι στο έργο τους, δικαιολογούν αστοχίες ή παραλείψεις τους και τόσα άλλα, που γνωρίζουμε καλά.

Ωστόσο, οι μεγαλύτεροι, ηλικιακά, ενθυμούνται ότι κάποτε η ενημέρωση των δημοσιογράφων γινόταν αποκλειστικά σε ειδικούς χώρους του Υπουργείου, σε συγκεκριμένες ώρες και ενώπιον ειδικών, έγκριτων και διαπιστευμένων δημοσιογράφων οι οποίοι συνήθως είχαν κάποια προϋπηρεσία και αρκετές γνώσεις σε αυτόν τον τομέα ενημέρωσης, αφού γνώριζαν λεπτομέρειες και αναδρομικά πεπραγμένα και από προηγηθείσες κυβερνήσεις. Και προφανώς υπήρχε σοβαρότητα στις σχέσεις μεταξύ δημοσιογράφων και πολιτικών, ευγένεια και πίστη στα λεγόμενά τους.

Τότε ο κάθε πολιτικός ειδικά υπουργός αναφερόταν σε θέματα αποκλειστικά του υπουργείου που προΐστατο, ενώ σήμερα αναγκάζεται να απολογηθεί για αβλεψίες άλλων με αποτέλεσμα αλληλοεπικαλύψεις μεταξύ τους και σε κάποιες περιπτώσεις διαψεύσεις αργότερα, εμπλοκή της αντιπολίτευσης και τόσα άλλα.

Μπροστά σε όλα αυτά, τελικά, είναι δύσκολη η ανάταξη της δημιουργηθείσας κατάστασης, αλλά τη δέουσα λύση μπορούν να δώσουν μόνο οι σωστοί πολιτικοί.

Ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης είναι τέως διευθυντής Χειρουργικής και συγγραφέας